Του Σάκη Μουμτζή
Οι πιέσεις των Γερμανών σοσιαλδημοκρατών προς το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι για να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση, μέχρι στιγμής δεν αποδίδουν. Συγχρόνως αναδεικνύουν και τη θέση των δύο κομμάτων για κυβέρνηση εθνικής ενότητας. Ουσιαστικά λένε στον Σούλτς: «δεν θα στείλουμε τον Μητσοτάκη στο 50%. Ας συμμετάσχει και η Νέα Δημοκρατία στην κυβέρνηση». Το σκεπτικό τους έχει βέβαια βάση, αλλά παραγνωρίζει –πέραν της δυσλειτουργίας και της αναποτελεσματικότητας παρόμοιων κυβερνητικών σχημάτων- πως ουσιαστικά η πρότασή τους δίνει συγχωροχάρτι στον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς ο επιμερισμός των κυβερνητικών ευθυνών θα θέσει στο περιθώριο τις δικές του ευθύνες για τα όσα έχουν γίνει.
Επιπλέον η παρούσα σύνθεση της Βουλής θα παρέχει πάντα την ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ να ανατρέψει την κυβέρνηση εθνικής ενότητας, αν και όταν το κρίνει συμφέρον. Και βέβαια τίθενται και μια σειρά από ερωτήματα για τις πολιτικές που θα εφαρμοσθούν σε θέματα που δεν άπτονται των μνημονιακών υποχρεώσεων, όπως η παιδεία, η ασφάλεια, ο πολιτισμός κλπ, όπου και παρατηρούνται θεαματικά αποκλίνουσες προσεγγίσεις μεταξύ των ευρωπαϊκών κομμάτων και του ΣΥΡΙΖΑ.
Συνεπώς, η θέση του ΠΑΣΟΚ και του Ποταμιού για κυβέρνηση εθνικής ενότητας, είναι μια προπαγανδιστική υπεκφυγή, καθώς γνωρίζουν πως δεν έχει πιθανότητες να πραγματοποιηθεί. Όμως ανακύπτει ένα ερώτημα από την στάση των δύο αυτών κομμάτων που αφορά και τον διάλογο για την συνεργασία τους.
Το βασικό χαρακτηριστικό των κομμάτων είναι η πρόταξη των ιδεολογικών και πολιτικών αναφορών, που δίνουν το στίγμα τους στον πολιτικό χάρτη. Αυτό με την σειρά του καθορίζει τις πολιτικές γειτονίες που μοιραία οδηγούν στις πολιτικές συμμαχίες.
Συνεπώς τα δύο αυτά κόμματα θα πρέπει ευθύς εξ αρχής να αναδείξουν αυτά που θεωρούν ως κυρίαρχα πολιτικά τους γνωρίσματα, στην βάση των οποίων θα αποπειραθεί να γίνει η συνεργασία τους. Και είναι βασικό αυτό, καθώς θα προσδιορίσει τις δυνάμεις που θεωρούν ως πλησιέστερες προς αυτά.
Δηλαδή το ΠΑΣΟΚ και το Ποτάμι, με δεδομένο πως η περίπτωση της αυτοδυναμίας πρέπει να θεωρείται απίθανη, οφείλουν να ξεκαθαρίσουν, από τώρα, με ποιό κόμμα θα συνεργασθούν. Στην πολιτική τα κόμματα –μπαλαντέρ συνθλίβονται, γιατί στερούνται σαφούς πολιτικού λόγου. Δεν είναι νοητό να αφήνονται υπονοούμενα συνεργασίας και με τα δύο «μεγάλα» κόμματα, τα οποία βρίσκονται σε εντελώς διαφορετικούς πολιτικούς χώρους. Το «ψάρεμα στα θολά νερά» είναι γνωστόν πως δεν αποδίδει και εκθέτει και τους «ψαράδες».
Αν αυτήν την πρόθεσή τους την δηλώσουν εγκαίρως, όχι μόνον αποφεύγουν τις διαρροές λόγω της πόλωσης, αλλά καθιστούν την ενίσχυσή τους απαραίτητη προϋπόθεση για την συγκρότηση, στην συνέχεια, βιώσιμου και ισχυρού κυβερνητικού σχήματος.
Δεν γνωρίζω κατά πόσον τα δύο αυτά κόμματα πιστεύουν στην σύγκλισή τους και δεν επιδίδονται στο blame game.Πάντως την καραμέλα της κυβέρνησης εθνικής ενότητας ας σταματήσουν να την πιπιλίζουν γιατί και αποπροσανατολίζει και μπορεί να γίνει αποδεκτή από τον καταποντιζόμενο ΣΥΡΙΖΑ. Ας αποσαφηνίσουν την στρατηγική των συμμαχιών τους, που είναι το καθοριστικό σημείο του γενικότερου προσανατολισμού τους. Ο πολίτης πρέπει να γνωρίζει με ποιούς θα συνεργασθούν.