Του Μιχάλη Γκλεζάκου*
Δεν έχει νόημα να ακούς τον Πρωθυπουργό της χώρας να επαναλαμβάνει αυτά που έχουν επισημανθεί εκατομμύρια φορές κατά τα τελευταία 10 χρόνια. Κάποτε πρέπει να προχωρήσουμε από τα λόγια στα έργα.
Ο κ. Τσίπρας γνωρίζει πολύ καλά ότι η οικονομία μας είναι χλωμή παρά τη μεσοπρόθεσμη αναλαμπή της. Δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς άλλωστε, γιατί παραμένουν οι πολλές και σημαντικές διαρθρωτικές αδυναμίες της, γιατί δεν μπορεί να προσελκύσει τις επενδύσεις που χρειάζεται, γιατί η χρηματοδότηση επιχειρήσεων και νοικοκυριών είναι ανεπαρκής ενώ τα χρέη τους αυξάνονται διαρκώς, γιατί η εσωτερική ζήτηση περιορίζεται από την υπερφορολόγηση, γιατί η διεθνής συγκυρία είναι αρνητική.
Η απαξίωση των ελληνικών ομολόγων (κόστος 4- 4,5% δηλαδή τριπλάσιο της Ισπανίας και υπερδιπλάσιο της Πορτογαλίας), η διατήρηση των capital controls και η κάτω από την επενδυτική βάση βαθμολογία των οίκων αξιολόγησης, «φωνάζουν» για την αδυναμία της οικονομίας μας.
Θα έπρεπε επομένως ο Πρωθυπουργός να αντισταθεί αυτή τη φορά στον πειρασμό της ωραιοποίησης της κατάστασης, να επισημάνει τις δυσκολίες που έχουμε μπροστά μας και να προτείνει απλά και ρεαλιστικά μέτρα για τη βελτίωση της κατάστασης. Αντί για αυτό, παρουσίασε από τη Θεσσαλονίκη μια υπεραισιόδοξη εικόνα, περιγράφοντας μια οικονομία ώριμη και σφριγηλή. Για την επιβεβαίωση, μάλιστα, της εικόνας αυτής, εξήγγειλε ελαφρύνσεις και παροχές.
Αναμφίβολα οι διαπιστώσεις που έκανε ο κ. Τσίπρας για την ανάπτυξη είναι σωστές. Απλά δεν έχει νόημα να ακούς τον Πρωθυπουργό της χώρας να επαναλαμβάνει αυτά που επισημαίνονται διαρκώς.
Τι είπε δηλαδή; Ότι το κράτος είναι χαώδες και πρέπει να γίνει αποτελεσματικότερο, να περιορισθεί η γραφειοκρατία για σύσταση και δανειοδότηση επιχειρήσεων, να αποδίδεται ταχύτερα δικαιοσύνη, να ενισχυθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις, να ξαναφέρουμε τους ξενιτεμένους νέους μας, να έχουμε καλύτερη παιδεία, να ολοκληρωθεί ο χωροταξικός σχεδιασμός, να αξιοποιήσουμε τα συγκριτικά μας πλεονεκτήματα στην ενέργεια, τη γεωργία, τη βιομηχανία κλπ. Αν ψάξετε στον έντυπο και τον ηλεκτρονικό τύπο, στις ραδιοφωνικές και τηλεοπτικές εκπομπές, θα βρείτε εκατομμύρια αναφορές σε αυτά και εκατομμύρια προτάσεις για τη βελτίωση των αντίστοιχων προβλημάτων.
Οι παροχές
Θα μου πείτε εξαγγέλθηκαν κάποια μέτρα, όπως π.χ. η διάθεση 900 εκ ευρώ για τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, η δημιουργία 15.500 θέσεων εργασίας για να αντιστραφεί το Βrain Drain (έχουν φύγει πάνω από 500.000), η μείωση της φορολογίας των επιχειρήσεων και η διάθεση μέχρι και 4 δισ ετησίως για τη μείωση της φτώχειας.
Ακόμη, η μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, που σαφώς αποτελεί θετικό μέτρο. Άλλωστε έχει τονιστεί από όλες τις πλευρές ότι κακώς είχαν επιβληθεί πριν 2 χρόνια οι ισχύουσες σήμερα παράλογες επιβαρύνσεις και έχει αποδειχθεί στην πράξη ότι ήταν ένα από πιο άστοχα μέτρα.
Εγώ νομίζω ότι όλα αυτά καταπολεμούν ένα μόνο μέρος των συμπτωμάτων και μάλιστα για περιορισμένο διάστημα. Η ριζική λύση βρίσκεται στην προσέλκυση άμεσων ξένων επενδύσεων. Όμως να έχουν σημαντικό μέγεθος.
Γιατί, δεν είναι δυνατό να παρουσιάζουμε ως μεγάλη επιτυχία την αύξηση τους το 2017 κατά 0,7 δις, όταν απλά πήγαμε από τα 2,8 δις στα 3,5. Χρειαζόμαστε 10-15 δις τουλάχιστον τον χρόνο και για πολλά χρόνια, για να βρει η οικονομία μας την ισορροπία της. Τότε μόνο θα ανακτήσουμε και τη χαμένη αξιοπιστία μας και όχι γιατί φτιάξαμε ένα «μαξιλάρι» που θα μας επιτρέψει να ανταποκριθούμε στις υποχρεώσεις μας για κάποιους μήνες. Η αξιοπιστία πάει χέρι-χέρι με μια μακροπρόθεσμα βιώσιμη και δυναμική οικονομία.
Βέβαια, ο Πρωθυπουργός ισχυρίσθηκε ότι η οικονομία έχει από τώρα βρει το δρόμο της και γι αυτό φέρνει περισσότερα έσοδα στα κρατικά ταμεία, άρα υπάρχει ευχέρεια μείωσης βαρών και αύξησης παροχών. Θεωρώ ότι η βάση αυτού του συλλογισμού είναι λανθασμένη πολύ απλά γιατί η οικονομία μας παραμένει χλωμή, έστω και με τις αναλαμπές της, που όμως δεν διασφαλίζουν μια μακροπρόθεσμη καλή πορεία και βέβαια ούτε μια αυξημένη ροή πόρων στο κράτος.
Επομένως, οι όποιες παροχές και ελαφρύνσεις, είτε δεν θα είναι εφικτό να διατηρηθούν είτε θα χρηματοδοτηθούν μέσω διόγκωσης της φορολογίας μιας μερίδας επιχειρήσεων και νοικοκυριών. Π.χ. η εξαγγελία για τον ΕΝΦΙΑ είναι σε αυτή τη λογική: Τις μειώσεις κάποιων νοικοκυριών και επιχειρήσεων θα πληρώσουν άλλα νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Τα πρωτογενή πλεονάσματα
Το θέμα ωστόσο είναι ότι όλα αυτά συνεχίζουν να στηρίζονται στο πρωτογενές υπερπλεόνασμα. Αφαιρούμε πολύτιμους πόρους από την οικονομία ξεζουμίζοντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά, χάνουμε την απόδοση των πόρων αυτών (πολλαπλασιαστής) και μετά ξαναδίνουμε ένα μέρος τους πίσω, όχι σε εκείνους που υπερ-επιβαρύνθηκαν αλλά σε άλλους.
Η πολιτική αυτή προφανώς αδικεί τους συνεπείς φορολογούμενους (οι οποίοι επωμίζονται και ένα μέρος των δαπανών πρόνοιας) χωρίς να αντιμετωπίζει τα πραγματικά μας προβλήματα. Για παράδειγμα, τα 3,5 -4 δισ ευρώ που είπε ο Πρωθυπουργός ότι θα πλεονάζουν από το 2019 (και επομένως θα μπορούν να διατεθούν για ανακούφιση της ελληνικής κοινωνίας), θα αποτελούν κάτι λιγότερο από το 2% του ΑΕΠ, την ώρα που το 48% των συμπατριωτών μας βρίσκονται κάτω από το όριο της φτώχειας (το ένα τρίτο από αυτούς ζουν σε συνθήκες ακραίας φτώχειας). Θα αποτελέσουν μεν μια πολύτιμη ανάσα, αλλά προσωρινή και μικρή.
Αυτό είναι το ζητούμενο; Πόσες φορές πρέπει να πούμε ότι στηρίζοντας την κοινωνική πολιτική στα πρωτογενή υπερπλεονάσματα τραυματίζεις την οικονομία και αδικείς τους συνεπείς φορολογούμενους; Και όμως, αυτό που και πάλι ακούσαμε είναι ότι το πρωτογενές υπερπλεόνασμα συνδέεται με υπεραπόδοση της οικονομίας.
Είναι προφανές ότι, αν συνεχιστεί αυτή η τακτική των πρωτογενών υπερπλεονασμάτων, θα εγκλωβιστούμε σε μια μόνιμη μιζέρια και η οικονομία μας δεν θα μπορεί να στηρίξει έστω και αυτές τις μικρές παροχές.
*Ο κ. Μιχάλης Γκλεζάκος είναι καθηγητής Χρηματοοικονομικών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς