Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ο πατριωτισμός είναι το έσχατο καταφύγιο των καθαρμάτων, μας έμαθε με τον πάντα κομψό του τρόπο ο Σάμιουελ Τζόνσον, και από τότε —περί τα μέσα του 18ου αιώνα— είχαμε στη διάθεσή μας εκατοντάδες ευκαιρίες να το διαπιστώσουμε, είτε διαβάζοντας ιστορία, πράγμα ψυχωφελές, είτε με τα ίδια μας τα μάτια, πράγμα βαρύ. Πρόκειται βέβαια για ένα αξίωμα που χωρά σε όλους τους τόπους και κάνει για όλες τις εποχές, δεν είναι ελληνικό, κι ας μας έχει κάψει κι εμάς ουκ ολίγες φορές. Και θα μας κάψει κι άλλες: αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Αλλά θα κάψει κι άλλους λαούς. Νά μία περίπτωση που η Ελλάς δεν μπορεί να περηφανευτεί πως έχει τα πρωτεία!
Βέβαια, ισχύει —να ξέρετε— και το αντίστροφο: και ο αντεθνικισμός μπορεί να γίνει το έσχατο καταφύγιο πολλών καθαρμάτων. Για την ακρίβεια, γίνεται. Γίνεται συχνά. Και πολύ πιο συχνά και με πολύ μεγαλύτερη επιτυχία, παραδόξως, από ό,τι ο εθνικισμός και ο πατριωτισμός. Ο λαϊκισμός, γιατί περί αυτού πρόκειται εντέλει, μπορεί γενικώς να μην κάνει άλλο από το να χαϊδεύει το μαγουλάκι των πιο αγαθιάρηδων πολιτών (αυτού που λέμε «μάζα» — και πώς αλλιώς να τους πεις δηλαδή; πεφωτισμένη αριστοκρατία;), αλλά δεν παύει να είναι ικανός για μεταμορφώσεις παντός είδους και παντός καιρού. Ό,τι κάτσει, που θα 'λεγε και ο Έγελος.
Φέρ' ειπείν, είναι της μόδας μια κάποια τάση πελατών προς προοδευτικά μονοπάτια; Τίποτε πιο εύκολο από το να πας με τα νερά τους και να τραγουδάς στις μαζώξεις επαναστατικά, σουφραζετίστικα και αντικληρικά τραγούδια. Ναι μεν όλοι έχουν την ανάγκη του παπά και του αγιασμού του στον δρόμο προς τις κάλπες —εξ ου και πάνε και του φιλάν το χέρι χωρίς να κοκκινίζουν ακόμη και άνθρωποι που απεχθάνονται τα τέτοια τυπικά—, αλλά είναι πολύ πιο εύκολο, αν θες να προσεταιριστείς ειδικά, π.χ., τη νεολαία, που έχει την επανάσταση μέσα της και είναι και φύσει αφελής, να της λες αυτά που θέλει ν' ακούσει. Όπως είναι εξίσου εύκολο, ασχέτως τού τι πιστεύεις πραγματικά, ασχέτως τού τι μέρος του λόγου είσαι, να επαναλαμβάνεις ό,τι είναι πιο του προοδευτικού συρμού (και καλά κάνει που είναι), αρκεί να σε καθιστά προσφιλή σε στρώματα του πληθυσμού ή σε ομάδες πολιτών με κοινά χαρακτηριστικά και με μια μη ευκαταφρόνητη διείσδυση στα μίντια και, δι' αυτών, στους ψηφοφόρους.
Για να φέρουμε ένα παράδειγμα, αυτό έκανε, π.χ., η Χίλαρι Κλίντον, υιοθετώντας ένα στιλ και ένα ύφος ελευθεριακό και ούλτρα προοδευτικό, προσεταιριζόμενη τον λόγο και τα (ολωσδιόλου δίκαια, ξαναλέμε) αιτήματα μειονοτήτων με ισχυρή επικοινωνιακή δύναμη. Δεν ήταν πολύ ανόητη επιλογή ίσως, αλλά το ζητούμενο στις τελευταίες αμερικάνικες εκλογές ήταν η οικονομία και η θέση της χώρας στο παγκόσμιο παιχνίδι. Εκεί, ο πορτοκαλής κλόουν που σε δυο-τρία χρονάκια από σήμερα θα γίνει το μήλον της Έριδος μεταξύ CIA και FBI,κέρδισε άνευ αντιπάλου γιατί έλεγε αυτά που λαχταρούσαν να ακούσουν οι παραγκωνισμένοι άνεργοι και επαρχιώτες λευκοί. (Ναι, τις κέρδισε και με τη βοήθεια των Ρώσων ασφαλώς. Το ξέρω).
Τα τρανταχτά παραδείγματα δεν σταματούν εδώ είναι άφθονα, και «παγκοσμιοποιημένα». Και στην χαριτόβρυτη Ελλάδα ένα σωρό. Αν θέλαμε να μιλήσουμε για το πώς έφτασε, ας πούμε, ο υπερσυντηρητικός ΣΥΡΙΖΑ να θεωρείται το αγλάισμα του… προοδευτισμού (!) δεν θα μας έφτανε όλο το πρωί. Απλούστατα, και για να ξεμπερδεύουμε, έκανε τα πάντα. Εύκολα και ανενδοίαστα. Χωρίς να κοκκινίζει. Με πρώτο και καλύτερο όμως να υιοθετήσει την πιο ακραία εθνικιστική-αντιευρωπαϊκή-αντιδυτική ρητορική, μια ρητορική ολόιδια με της Χρυσής Αυγής — καρμπόν, τάλε-κουάλε, και με περίπου όμοια ανορθογραφία. Όλα τα υπόλοιπα (ανοιχτά σύνορα, Σώστε Το Νερό, Όχι Στον Χρυσό, πόλεμος κατά της διαφθοράς και κατά της φοροδιαφυγής των κακών πλουσίων κλπ.) ωχριούσαν μπροστά στο εθνικιστικό και αντιμνημονιακό του πρόταγμα.
Είναι δε αστείο που αυτοί οι άνθρωποι θα μπορούσαν να έφταναν σε ένα σημείο —όπως ήταν το αρχικό τους σχέδιο— όπου θα βασίλευε σε όλη τη χώρα η απόλυτη επιδοτούμενη φτώχεια (γιατί τον φτωχό τον κουμαντάρεις εύκολα και τον έχεις του χεριού σου, είναι ματζόβολος), όπου θα υπήρχαν μόνο η «Αυγή», η «Εφημερίδα των Χαμογελαστών Συντακτών» και τέσσερα κανάλια μπιστικών μόνο να σου λένε τι να πιστεύεις και πώς πέρασες τη μέρα σου, όπου τα πάντα —στην οικονομία, στη δικαιοσύνη, στην κοινωνία, στην εκπαίδευση, στον πολιτισμό— θα εξαρτώνταν από τις βούλησες [sic] του παντοδύναμου και κομματικά ελεγχόμενου συριζαϊκού εθνικιστικού κράτους, όπου δεν θα υπήρχε ελευθερία λόγου ούτε πίσω από κλειστές πόρτες για τον φόβο των Αρχών, κλπ. κλπ., αλλά όχι, αυτοί εκεί: θα αυτοπροσδιορίζονταν μέχρι να τους βγει η ψυχή σαν προοδευτικοί, θα έβαζαν από τα μεγάφωνα να ακούγεται Νταλάρας και Λοΐζος 24/7 στις πλατείες, θα χαμογελούσαν στις εθνικές γιορτές ή σουβλίζοντας αρνιά στα στρατόπεδα και όλα θα κυλούσαν όμορφα κι ωραία, και προπαντός προοδευτικά. Σ' αυτή την τρελή χώρα, στην τρελή-τρελή πτήση της προς το τέλος.
Αφορμή για να τα θυμίσω αυτά, αν και τα έχουμε πει και ξαναπεί πολλές φορές, σε βαθμό που να καταντάμε βαρετοί (αλλά όμως μάς καίνε και δεν γίνεται να κάνουμε αλλιώς), είναι προφανώς οι διαρκείς φωνές περί φρικτών νοικοκυραίων, ακροδεξιών-παύλα-κεντρώων πολιτών (!) και άλλα τέτοια που πετάνε, και θα συνεχίσουν να πετάνε όσο πλησιάζει η συντριπτική ήττα τους, τα μέλη και οι πολιτευτές τού ΣΥΡΙΖΑ και οι σύμμαχοί τους σε εφημερίδες, σάιτ, πανεπιστήμια και αλλού.
Αλλά είναι και κάτι ακόμη, πιο προσωπικό.
Είναι που ξέρεις, που ξέρεις καλά, πως εσύ τυχαίνει να είσαι και πατριώτης και αντεθνικιστής. Πως αυτά τα δυο πάνε παρέα μια χαρά: αρμονικά. Πως συνεργάζονται στην καθημερινότητά σου: στην καθημερινότητα, αν θες, του κόσμου. Και πως είσαι και δουλευτής, που λέγανε παλιά: αστική ή μεσαία ή χαζοβιόλα τάξη, αυτή που πια βγάζει τη δουλίτσα, αν θες. Και είσαι αυτό που, πολιτικά, κοινοβουλευτικά, το λέμε Κέντρο. Εκείνο το κομμάτι του πολιτικού συνόλου που απλώνει το χέρι του και παίρνει λίγο (ή πολύ) από τον Φιλελευθερισμό, λίγο (ή καμπόσο) από τον Συντηρητισμό της Δεξιάς, λίγο (ή μπόλικο) από την Κεντροαριστερά.
Είναι, μ' άλλα λόγια, που καμιά φορά με τούτα και με κείνα σε πιάνει το παράπονο.
[ Εικονογράφηση: Lily Furedi, “Subway” (1934) ]