Του Θόδωρου Σκυλακάκη*
Το ΑΕΠ κατέγραψε το 2017 μια αύξηση 1,7%, ενώ το πρώτο τρίμηνο του 2018 η αύξηση ήταν 2,3%. Επανήλθαμε άραγε στην ανάπτυξη; Η απάντηση είναι ένα ηχηρό, βροντώδες ΟΧΙ. Σε αντίθεση με όλα όσα ισχυρίζονται τόσο οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές όσο και οι δανειστές, στην αγωνιώδη προσπάθειά τους να κρύψουν την αποτυχία του τρίτου μνημονίου από τα αντίστοιχα εκλογικά σώματα.
Γιατί συμβαίνει αυτό όταν το ΑΕΠ - έστω και ισχνά- ανεβαίνει; Την απάντηση την μαθαίνουν οι φοιτητές των οικονομικών πολύ νωρίς όταν μελετούν τις έννοιες της οικονομικής μεγέθυνσης και της οικονομικής ανάπτυξης. Εκεί συνειδητοποιούν ότι για να υπάρχει ανάπτυξη δεν αρκεί να αυξάνεται το πραγματικό ΑΕΠ. Απαιτείται ταυτόχρονα να αυξάνεται η δυνατότητα της οικονομίας να δημιουργεί ΑΕΠ. Να παράγει δηλαδή αγαθά και υπηρεσίες. Κι αν δεν αυξάνεται τουλάχιστον να μην μειώνεται.
Στην Ελλάδα του Τσίπρα -με τεράστια ευθύνη και των δανειστών- συμβαίνει ένα μοναδικό σχεδόν ιστορικό παράδοξο. Το ΑΕΠ ανεβαίνει την ίδια ώρα που η δυνατότητα της οικονομίας να παράγει πλούτο περιορίζεται. Όχι απλώς δεν υπάρχει ανάπτυξη, αλλά αντίθετα η οικονομία συρρικνώνεται σε ό,τι αφορά τις παραγωγικές της δυνατότητες.
Η διαπίστωση αυτή -που τη νιώθουν ενστικτωδώς οι πολίτες- προκύπτει αβίαστα από τα σκληρά οικονομικά στοιχεία. Η δυνατότητα παραγωγής ΑΕΠ τεχνικά περιγράφεται με την -ονομαζόμενη από τους οικονομολόγους- καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων (production possibility frontier). Η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων είναι συνάρτηση του επενδεδυμένου κεφαλαίου, των ανθρώπινων πόρων και του επιπέδου της τεχνολογίας και αποτελεί το σύνολο των προϊόντων που θα παρήγαγε η συγκεκριμένη οικονομία αν αξιοποιούσε αποτελεσματικά όλους αυτούς τους διαθέσιμους πόρους.
Τι συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα; Το επενδεδυμένο κεφάλαιο συρρικνώνεται, οι ανθρώπινοι πόροι απαξιώνονται και η καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων οπισθοχωρεί. Συγκεκριμένα οι συνολικές επενδύσεις, που στα τελευταία χρόνια είναι της τάξεως των 20-22 δις ευρώ ετησίως, είναι πολύ κάτω από τις αποσβέσεις παγίου κεφαλαίου, που η ΕΛΣΤΑΤ υπολογίζει σε ετήσια βάση περίπου στα 30 δις ευρώ. Στα τρία χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ λοιπόν το επενδεδυμένο κεφάλαιο στη χώρα μειώθηκε κατά 30 δις ευρώ και συνεχίζει να μειώνεται -και μάλιστα με ακόμα πιο γρήγορο ρυθμό-, αφού οι επενδύσεις αντί να αυξηθούν μειώθηκαν το πρώτο τρίμηνο του 2018.
Σε ό,τι αφορά τον πληθυσμό στο ίδιο διάστημα είχαμε επίσης συρρίκνωση με αποτέλεσμα στο τέλος του 2017 να είναι κατά 105 χιλιάδες μικρότερος από το τέλος του 2014, ενώ και το διαθέσιμο εργατικό δυναμικό ήταν μικρότερο κατά 38 χιλιάδες ανθρώπους. Ο κύριος λόγος είναι ότι συνεχίζεται η αναχώρηση των -πλέον ανταγωνιστικών διεθνώς- νέων ανθρώπων για το εξωτερικό. Την ίδια στιγμή οι μακροχρόνια άνεργοι, που αποτελούν το 72% του συνόλου των ανέργων και το 15% του συνόλου του εργατικού δυναμικού, νούμερα πραγματικά εφιαλτικά, βίωσαν τρία ακόμα χρόνια απραξίας και αντίστοιχης απαξίωσης των εργασιακών τους δεξιοτήτων. Ενώ και πολλοί από τους απασχολούμενους, λόγω των τεράστιων ποσοστών υποαπασχόλησης ή ψευτοαπασχόλησης (η ανωφελέστατη «κοινωφελής» εργασία σε δήμους και ΔΕΚΟ), στην πραγματικότητα απώλεσαν μάλλον παρά προσέθεσαν δεξιότητες από τις συγκεκριμένες εργασιακές εμπειρίες.
Στις διαπιστώσεις αυτές πρέπει να προστεθεί και η συγκριτική συρρίκνωση των παραγωγικών δυνατοτήτων της χώρας την ίδια περίοδο. Γιατί η απαξίωση και μη αντικατάσταση/βελτίωση του επενδεδυμένου κεφαλαίου -υλικού και ανθρώπινου- δεν συμβαίνει σε μια εποχή διεθνούς στασιμότητας. Συμβαίνει σε εποχή ταχύτατης διεθνούς τεχνολογικής και ανθρώπινης ανάπτυξης. Συνεπώς η απόσταση από τους ανταγωνιστές αυξάνεται δυσανάλογα και αντίστοιχα περιορίζεται η δυνατότητα της χώρας να διεκδικήσει νέες εξωτερικές αγορές. Το ίδιο βέβαια και η δυνατότητά της να αποπληρώσει το χρέος της, κάτι που εξηγεί και την αντίσταση του ΔΝΤ στην επιμονή των Ευρωπαίων να βάλει τη βούλα του στα φληναφήματα περί «βιώσιμου χρέους» και «καθαρής εξόδου. Διότι αν στοιχειωδώς είσαι ρεαλιστής γνωρίζεις ότι μια οικονομία που έχει μικρότερο επενδεδυμένο κεφάλαιο και λιγότερο και πιο απαξιωμένο ανθρώπινο δυναμικό, δεν έχει την αντικειμενική δυνατότητα να πληρώσει ένα υπέρογκο και αυξανόμενο χρέος, ότι «αφήγημα» κι αν προσπαθούν να πουλήσουν οι ευρωπαίοι Επίτροποι ή οι Γερμανοί πολιτικοί στα εκλογικά σώματα ή/και στις αγορές.
Τι προκαλεί την παραγωγική αυτή καταστροφή; Η απάντηση είναι απλή.
Στη χώρα με τις μικρότερες επενδύσεις και τη μεγαλύτερη ανεργία στην Ευρώπη έχουμε την πιο ακραία φορολογία (άμεση, έμμεση και πλάγια μέσω ασφαλιστικών εισφορών), όσων θέλουν να επενδύσουν περισσότερο και να εργαστούν περισσότερο.
Όσο για την φιλολογία περί μεταρρυθμίσεων, προαπαιτουμένων κλπ, αυτή αποτελεί τον φερετζέ με τον οποίο αποκρύπτεται το γεγονός ότι στην Ελλάδα βρίσκεται στην πραγματικότητα σε εξέλιξη μια βαθιά αντιμεταρρύθμιση σε σχέση με το διακηρυγμένο στόχο όλων. Την στροφή της ελληνικής οικονομίας προς την εξωστρεφή ανάπτυξη.
Αντί να μειώνεται το κράτος (το πιο εσωστρεφές τμήμα της οικονομίας) το οποίο και χρεοκόπησε, στραγγαλίζεται η δυνατότητα του ιδιωτικού τομέα να παράγει και η δυνατότητα της χώρας να δημιουργεί πλούτο και να εξάγει.
Όλα τα άλλα περί ανάπτυξης, «καθαρής εξόδου» κ.λπ., είναι παραμύθια της Χαλιμάς. Όσο συνεχίζεται η πολιτική ΣΥΡΙΖΑ το μόνο φώς που θα βλέπει η οικονομία -όπως λέει και ο Αρκάς-, δεν θα είναι το φως στο τέλος του τούνελ, αλλά το φως που βλέπει όποιος έχει παγιδευτεί στο βάθος του πηγαδιού.
*Ο κ. Θόδωρος Σκυλακάκης είναι πρόεδρος της Δράσης