Οι απλοί πολίτες που παρακολούθησαν από τις τηλεοπτικές τους οθόνες τη συζήτηση στη Βουλή, δεν έγιναν πιο σοφοί. Τι ήθελαν να ακούσουν οι περισσότεροι από αυτούς; Τρία απλά πράγματα. Το αν η παρακολούθηση του Νίκου Ανδρουλάκη ήταν σύννομη, για ποιο λόγο ο αρχηγός του ΠΑΣΟΚ ήταν υπό παρακολούθηση και το αν υπάρχουν εξαιρέσεις προσώπων, για τα οποία υπάρχει απαγόρευση παρακολούθησης.
Διότι αυτά ήταν στην πράξη, τα πραγματικά θέματα και όχι όλα όσα ξεσήκωσε η αντιπολίτευση του ΠΑΣΟΚ για να δηλώσει παρούσα και αγωνιζόμενη, μαζί με την αντιπολίτευση τού ΣΥΡΙΖΑ, που «όλα τα σφάζει και όλα τα μαχαιρώνει» στην προσπάθεια επανόδου της, στην κυβερνητική εξουσία.
Τι αποδείχθηκε και τι μάθαμε;
Ότι η παρακολούθηση ήταν σύννομη. Αν και η διαδικασία που ακολουθήθηκε, ήταν πιο light από παλαιότερα, μετά από σχετική αλλαγή που είχε υιοθετηθεί επί κυβερνήσεως Τσίπρα - Καμένου.
Ότι θεσμικά, δεν μπορούσε εντός της Βουλής και μέσω των κοινοβουλευτικών διαδικασιών, να υπάρχει απάντηση στην ερώτηση σχετικά με τους λόγους της παρακολούθησης του Νίκου Ανδρουλάκη. Ωστόσο ο ίδιος δεν κίνησε τις απαραίτητες διαδικασίες για την προσωπική ενημέρωση του, σχετικά με το θέμα. Αν ήθελε θα μπορούσε να πληροφορηθεί τον λόγο και ακολούθως να τον ανακοινώσει στους πολίτες. Δεν το έπραξε όμως, διότι έκρινε ότι η προσπάθεια διατήρησης της «αναμπουμπούλας» θα του προσφέρει αύριο ψήφους, που δεν έχει σήμερα.
Παράλληλα οι πολίτες πληροφορήθηκαν, ότι δεν υπάρχουν εξαιρέσεις σχετικά με το ποιους μπορεί να παρακολουθεί η Εθνική Υπηρεσία Πληροφοριών. Βέβαια ο πρωθυπουργός ανέφερε πως θα υπάρξει ένα αυστηρό φίλτρο παρακολούθησης των πολιτικών και πως τα δημόσια πρόσωπα πρέπει να προστατεύονται, αλλά όχι να διαχωρίζονται και να νοιώθουν ότι τελούν σε καθεστώς ασυλίας.
Και εκεί τέλειωσε η ιστορία.
Αυτό ήταν το ζουμί. Όλα τα υπόλοιπα ήταν «θόρυβος». Ένας θόρυβος που συνοδεύεται από σκόνη, πίσω από την οποία προσπαθεί να καλυφθεί η κρυφή επιθυμία της ριζικής αλλαγής των πολιτικών συσχετισμών και της εμφάνισης πολιτικών τερατογενέσεων. Μια επιθυμία που διακατέχει πολλούς και διάφορους. Όχι όμως τους πολίτες.
Κάποιοι επιθυμούν να διασωθούν πολιτικά. Άλλοι να μην αμφισβητηθούν μέσα στο ίδιο τους το κόμμα. Κάποιοι άλλοι, να επανέλθουν στην εξουσία, την οποία επιθυμούν να επανασχεδιάσουν από την αρχή. Μερικοί για να σιγουρέψουν, ότι η επόμενη αλλαγή θα βάλει τέλος στις κυβερνητικές εναλλαγές. Υπάρχουν και κάποιοι παροπλισμένοι πολιτικοί, που αγωνιούν να αναλάβουν εκ νέου ρόλους και να δικαιωθούν.
Ο θόρυβος αυτός όμως δεν φτάνει στους πολίτες. Το ερώτημα των επόμενων εκλογών δεν έχει να κάνει με τις φιλοδοξίες του καθένα. Το ερώτημα είναι, το αν θα συνεχίσουμε να έχουμε μια κεντροδεξιά κυβέρνηση, ένα φιλοεπενδυτικό κλίμα, μια αναπτυξιακή πορεία, μια μεγέθυνση της οικονομίας, πολλές νέες θέσεις εργασίας και στήριξη των ευάλωτων απέναντι στην κρίση κοινωνικών ομάδων.
Και το αν θα υπάρχει στο τιμόνι της χώρας κάποιος που γνωρίζει τις καταστάσεις και τους συσχετισμούς. Διότι αν δεν είναι αυτό το αποτέλεσμα των εκλογών θα ζήσουμε χαοτικές καταστάσεις, βασισμένες πάνω σε παζάρια, σε συναλλαγές και σε ακροβατισμούς που θα οδηγήσουν τη χώρα σε τόσο επώδυνα μονοπάτια, όπου μπροστά σε αυτά, οι περιπέτειες με τα capital controls των Τσίπρα – Καμμένου, θα μοιάζουν με βόλτα στην παιδική χαρά.