Την πρώτη δεξιότητα που μαθαίνουν οι φοιτητές της Εθνικής Σχολής Δικαστικών Λειτουργών είναι σε περίπτωση που τους τηλεφωνήσει ανώτατος πολιτειακός ή πολιτικός παράγων προκειμένου να παρέμβει στο έργο τους, να δίδουν την εξής απάντηση: «Αποκλείεται εσείς που με καλείτε, να είστε αυτός και ο οποίος ισχυρίζεστε, διότι γνωρίζω ότι ο ουδείς πολιτικός της πατρίδος μου θα τηλεφωνούσε σε ανεξάρτητο δικαστικό λειτουργό, για αυτό σας παρακαλώ μη με ξαναενοχλήσετε».
Οι περισσότεροι νέοι και νέες που στρέφονται σήμερα στις τεταρτοβάθμιες σχολές εκπαίδευσης, -δικαστών, διπλωματών, στρατιωτικών, σωμάτων ασφαλείας-, προέρχονται από χαμηλή ή μεσαία τάξη της κοινωνικής διαστρωμάτωσης. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία πρόκειται για νέους από την περιφέρεια, οι οποίοι με προσωπικές θυσίες αλλά και της οικογενείας τους κατάφεραν να κριθούν επιτυχόντες και εισακτέοι μετά από ιδιαίτερα απαιτητικές και αδιάβλητες εξετάσεις.
Αυτά τα παιδιά, που εργάστηκαν σερβιτόροι για να σπουδάσουν, ή γραμματείς όσο μελετούσαν για τις εισαγωγικές εξετάσεις, σε περίπτωση που η πολιτική ηγεσία προσπαθήσει να κατευθύνει το έργο τους, θα απαντήσουν: «Δεν είμαι μπαλαρίνα για να κάνω πιρουέτες σύμφωνα με τις επιθυμίες, τους εκβιασμούς, ή τις απειλές της εκάστοτε πολιτικής ηγεσίας. Ορκίστηκα δημόσιος λειτουργός και το μόνο που θα υπηρετήσω είναι το συμφέρον της πατρίδος μου».
Τις τελευταίες ημέρες η δημόσια σφαίρα έχει αλωθεί από μία συζήτηση περί παραδικαστικού κυκλώματος. Ο Έλληνας φυσικός δικαστής είναι ανυποχώρητος: «Παραδικαστικά να ξέρεις δεν υπάρχουν, κοντολογίς. Δεν είναι δυνατόν να πλήττεται έτσι βάναυσα και άκριτα ο θεσμός της Δικαιοσύνης».
Ο Έλληνας φυσικός δικαστής ανήκει σε μία από εκείνες τις επαγγελματικές κάστες οι οποίες σηκώνουν στις πλάτες τους τη λειτουργία του κράτους, εγγυώνται την εύρυθμη λειτουργία του πολιτεύματος και διασφαλίζουν την τήρηση του Συντάγματος. Όταν κάποιος βάλλει κατά του δημόσιου λειτουργού, πλήττει το πολίτευμα και ακυρώνει το Σύνταγμα με ολέθριες κοινωνικές και εθνικές συνέπειες.
Τα ανωτέρω ισχύουν σε όλη την ελληνική επικράτεια, με τρεις καίριες εξαιρέσεις-επιφυλάξεις:
(α) Το προσωπικό ήθος του εκάστοτε λειτουργού. Μέσα στο σώμα υφίσταται πάντα η περίπτωση κάποιος να επιορκήσει λόγω αήθειας ή αδυναμίας.
(β) Στην Αθήνα, οι συνθήκες είναι διαφορετικές από εκείνες στην υπόλοιπη Ελλάδα, καθώς στην πρωτεύουσα συγκεντρώνονται θεσμοί, πρόσωπα, συμφέροντα και επιδιώξεις.
(γ) Ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου και των Εισαγγελέων είναι πολιτικά διορισμένα πρόσωπα. To γεγονός ότι η ηγεσία των ανωτάτων δικαστηρίων διορίζεται από την εκάστοτε κυβέρνηση δεν σημαίνει a priori ότι ελέγχεται, είναι και πάλι θέμα ατομικό, εξάλλου πρόκειται για άτομα που έχουν δώσει διαπιστευτήρια. Παρά ταύτα, η συνθήκη αυτή δημιουργεί ρωγμές στο σώμα της Δικαιοσύνης από τις οποίες είναι δυνατόν να εμφιλοχωρήσει η άσκηση πολιτικής επιρροής. Γι αυτό τον λόγο και η πλειονότητα του δικαστικού σώματος τάσσεται υπέρ του αυτοδιοίκητου.
Αν κανείς συνομιλήσει με Έλληνα δικαστή, θα διαπιστώσει ότι επτά στις δέκα του φράσεις είναι το «Εφόσον αυτό αποδειχθεί» ή «Αν δε δω δικογραφία». Ακόμη και για τις εξόφθαλμες περιπτώσεις, όπου η δικογραφία βοά, ο δικαστής θα επικαλεστεί την αυστηρή τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, τους θεσμούς και τα αρμόδια όργανα. «Ξέρεις πόσες ανακρίβειες διατυπώνονται ακόμη και από τους πλέον ικανούς, ακέραιους και ενημερωμένους δικαστικούς συντάκτες; Είναι ορισμένα ζητήματα για τα οποία οφείλουμε να είμαστε ιδιαίτερα προσεκτικοί».
Όσο για τον περιβόητο «Ρασπούτιν», γνωρίζοντες πρόσωπα και πράγματα αποφαίνονται ότι μάλλον ο συριζαίος πολιτικός, -διότι αυτή είναι η ιδιότητα που βαρύνει στην ψυχοσύνθεσή του και με αυτή θα μείνει γνωστός-, εκμεταλλευόμενος πρότερη επαγγελματική ιδιότητα του, «πούλησε» υπερφυσικές δυνάμεις που όμως δεν διέθετε. Ακόμη κι αν βρήκε ανταπόκριση σε δικαστικούς λειτουργούς, το ή τα πρόσωπα αυτά ήσαν η εξαίρεση που επιβεβαιώνει τον κανόνα.
Το να στηθεί παραδικαστικό κύκλωμα είναι κάτι εξαιρετικά δύσκολο, ακόμη κι αν υπάρξει ο αδύναμος κρίκος, κάπου θα φανεί ένας ακέραιος δικαστής και η υπόθεση θα σκαλώσει στο επόμενο γρανάζι.
Όσο για τη θέση του Έλληνα πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη «Εγώ τους πολιτικούς μου αντιπάλους δεν θα τους διώξω ποινικά», μόνο οξυδέρκεια και ένστικτο πολιτικού που γνωρίζει να κυβερνήσει καταδεικνύει. Τα λοιπά, και σε συνέχεια των αποκαλύψεων, είναι έργο των από την Πολιτεία διατεταγμένων προς τούτο οργάνων της.
*Για το ήθος της γλώσσας παρατίθεται αυτούσια η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων της Τρίτης 30 Ιουνίου, με τίτλο «Σχετικά με την πολιτική αντιπαράθεση επί εκκρεμών δικαστικών υποθέσεων»:
«Δεν είναι η πρώτη φορά στη χώρας μας, που δικαστικές υποθέσεις εξαιρετικής φύσεως και μείζονος κοινωνικού ενδιαφέροντος πυροδοτούν έντονες πολιτικές αντιπαραθέσεις, οι οποίες εξελίσσονται, κατ΄ ουσία, σε κομματική αντιδικία με επίκεντρο την Δικαιοσύνη. Και δεν είναι η πρώτη φορά, που, κατά τη διάρκεια των πολιτικών αυτών αντιπαραθέσεων, οι πράξεις και οι ενέργειες των Δικαστικών Αρχών εγκωμιάζονται ή αποδοκιμάζονται με κριτήρια υποκειμενικά ανάλογα με το πολιτικό όφελος ή την πολιτική ζημία και με τις ιδιότητες μάλιστα αυτές (εγκωμιάζοντος και αποδοκιμάζοντος) να εναλλάσσονται, συνεχώς, ακόμη και μεταξύ των ιδίων προσώπων.
Απέναντι στην εγγενή αυτή παθογένεια του πολιτικού συστήματος, που αγνοεί ακόμη και την ίδια τη νομοθεσία, η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων καλεί όλους τους Δικαστικούς και Εισαγγελικούς Λειτουργούς της Χώρας να συνεχίζουν να επιτελούν με σθένος τα καθήκοντα τους με μοναδικό γνώμονα το Σύνταγμα, τους Νόμους του Κράτους και τη φωνή της συνείδησης τους.
Θεσμική, δε, εγγύηση της προσωπικής και λειτουργικής Ανεξαρτησίας των Δικαστικών και Εισαγγελικών Λειτουργών αποτελούν οι θεσμοθετημένες από το Σύνταγμα διαδικασίες επιθεώρησης και αυτοελέγχου (αρθρ. 87 παρ.3 και 91 Σ)».