Την πεποίθησή του ότι το τέλος του QE ήρθε στη χειρότερη δυνατή στιγμή για την Ελλάδα, εκφράζει στο Liberal ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, Πάνος Τσακλόγλου, καθώς όχι μόνο δυσκολεύει την έξοδο στις αγορές, αλλά θα αυξήσει και τα ευρωπαϊκά επιτόκια, πλήττοντας περαιτέρω την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας.
Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Ελλάδα θα καλείται να εφαρμόζει τις προνομοθετημένες περικοπές σαν αυτές που απεικονίζονται στο Μεσοπρόθεσμο, το οποίο ψηφίστηκε χθες στη Βουλή μαζί με το πολυνομοσχέδιο, για το οποίο σημειώνει με νόημα «το Τέταρτο Μνημόνιο είναι ήδη εδώ, το μόνο που λείπει είναι η φθηνή χρηματοδότηση των Μνημονίων».
Σχετικά με τα υπερπλεονάσματα, εξηγεί ότι όσες χώρες κατάφεραν στο παρελθόν να τα πετύχουν και να τα συνδυάσουν με υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης, είναι επειδή μεγάλο τμήμα του δημοσίου χρέους τους διακρατούσαν οι εγχώριες τράπεζες και όχι οι ξένοι πιστωτές, όπως στη δική μας περίπτωση.
Εξάλλου δηλώνει πεπεισμένος ότι στην Ελλάδα ο κύριος λόγος επίτευξης υπερπλεονασμάτων είναι πολιτικός, προκειμένου αυτά να δώσουν την ευκαιρία στη κυβέρνηση να μοιράσει προεκλογικά, επιδόματα σε στοχευμένα στρώματα.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Τι σημαίνει για την Ελλάδα η ανακοίνωση της ΕΚΤ ότι η ποσοτική χαλάρωση τελειώνει το Δεκέμβριο του 2018;
Το τέλος της πολιτικής της ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ σημαίνει ότι σταδιακά τα επιτόκια του ευρώ θα αρχίσουν να αυξάνουν.
Με δεδομένο ότι τα spreads των ελληνικών ομολόγων παραμένουν υψηλά, αυτό είναι κακό νέο για την προσπάθειά μας να βγούμε στις διεθνείς αγορές κεφαλαίου και να δανειστούμε με λογικά επιτόκια.
Επιπρόσθετα, η αύξηση των επιτοκίων θα οδηγήσει σε αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ με αρνητικές συνέπειες για την ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και τις προοπτικές ανάκαμψης.
- Έστω ότι η Ελλάδα πληρούσε τις προϋποθέσεις ένταξης στο QE, θα μπορούσε κάποια στιγμή πριν τη λήξη του να συμμετάσχει σε αυτό; Και αν ναι, τι θα σήμαινε αυτό για τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων;
Το ότι η ΕΚΤ θα σταματήσει την πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης, δεν σημαίνει ότι θα μειώσει το ενεργητικό της – απλώς θα σταματήσει να το αυξάνει. Επομένως, αν η Ελλάδα πληρούσε τα σχετικά κριτήρια, θα μπορούσε να συμμετάσχει στο πρόγραμμα αυτό στο μέλλον, π.χ. όταν η ΕΚΤ θα αντικαθιστούσε ομόλογα που λήγουν με άλλα.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι τα ελληνικά ομόλογα τα οποία διαπραγματεύονται στις διεθνείς αγορές είναι σχετικά λίγα, τυχόν αγορά μικρού μέρους τους από την ΕΚΤ θα μπορούσε να μειώσει σημαντικά τις αποδόσεις τους.
Όμως, λόγω του ότι τα ελληνικά ομόλογα απέχουν πολύ από την «επενδυτική βαθμίδα», η ΕΚΤ δεν μπορεί να τα αγοράσει, χωρίς κάποιας μορφής «ασπίδα προστασίας» της χώρας μας.
Αυτή η ασπίδα θα μπορούσε να είναι η προληπτική γραμμή πίστωσης, την οποία όμως δεν αποδέχεται η ελληνική κυβέρνηση, ουσιαστικά καταδικάζοντας την οικονομία μας σε υψηλότερο κόστος δανεισμού για να ικανοποιήσει το αφήγημα της «καθαρής εξόδου» από τα Μνημόνια.
- Αρκετοί πάντως υποστηρίζουν ότι η συζήτηση για καθαρή ή μη έξοδο λειτουργεί αποπροσανατολιστικά. Και ότι το πραγματικό ζήτημα είναι η υπονόμευση της επόμενης τετραετίας με υπερπλεονάσματα. Τι αντιπροσωπεύει αλήθεια το πολυνομοσχέδιο, και το Μεσοπρόθεσμο που ψήφισε χθες η Βουλή;
Πιθανότατα, ακόμα και αν η Ελλάδα ζητούσε προληπτική γραμμή πίστωσης είναι αμφίβολο αν οι εταίροι μας θα συναινούσαν σε αυτό.
Οπότε, «ανάγκην φιλοτιμία ποιούμενη», η κυβέρνηση προβάλει σαν επίτευγμά της τη λεγόμενη «καθαρή έξοδο».
Όμως, η Βουλή έχει ήδη προνομοθετήσει σημαντικές δημοσιονομικές περικοπές για τα επόμενα χρόνια όπως αυτές απεικονίζονται στο Μεσοπρόθεσμο 2019-2022, και, κατά πάσα πιθανότητα, τμήματα της ελάφρυνσης χρέους που θα λάβει η χώρα μας θα συνδεθούν με την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Επομένως, το Τέταρτο Μνημόνιο είναι ήδη εδώ. Το μόνο που λείπει είναι η φθηνή χρηματοδότηση των Μνημονίων.
Όσο για το γεγονός ότι τα υπερπλεονάσματα βλάπτουν την οικονομική ανάπτυξη, επ' αυτού δεν έχω καμία αμφιβολία. Βέβαια, υπάρχουν χώρες όπου, όντως, η επίτευξη υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων συνοδεύτηκε από υψηλούς ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης.
Ωστόσο, στις χώρες αυτές μεγάλο μέρος του δημοσίου χρέους διακρατούσαν οι εγχώριες τράπεζες. Επομένως, κάθε φορά που η κυβέρνηση μείωνε το δημόσιο χρέος υπήρχαν περισσότεροι πόροι διαθέσιμοι για τη χρηματοδότηση του ιδιωτικού τομέα της οικονομίας, δημιουργώντας έναν ενάρετο κύκλο.
- Άρα, λέτε ότι είναι λάθος να συγκρίνει κανείς την Ελλάδα με χώρες όπως το Βέλγιο που έχουν στο παρελθόν πετύχει υψηλά υπερπλεονάσματα για ένα συνεχές διάστημα;
Ακριβώς. Αυτό δεν ισχύει στην περίπτωση της Ελλάδας όπου το χρέος διακρατείται από αλλοδαπούς και, επομένως, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα απλώς χρηματοδοτούν εκροή κεφαλαίου από τη χώρα.
Εξάλλου πρόσφατη μελέτη της Εθνικής Τράπεζας έδειξε ότι την περυσινή χρονιά σαν αποτέλεσμα της επίτευξης πρωτογενούς πλεονάσματος σημαντικά υψηλότερου από το συμφωνημένο στόχο, ο ρυθμός μεγέθυνσης της οικονομίας ήταν 1,2% χαμηλότερος.
Με άλλα λόγια, χωρίς το υπερπλεόνασμα ο ρυθμός ανάπτυξης του 2017 θα μπορούσε να ήταν σχεδόν διπλάσιος, δηλαδή 2,5%, σύμφωνα με τις ίδιες εκτιμήσεις.
Νομίζω ότι ο κύριος λόγος της προσπάθειας επίτευξης υπερπλεονασμάτων είναι πολιτικός.
Στόχο έχει να δώσει την ευκαιρία στην κυβέρνηση να μοιράσει επιδόματα σε στοχευμένα στρώματα του πληθυσμού για προφανείς εκλογικούς λόγους.
- Και πόσο μπορεί να έχουν βάση οι προβλέψεις του Μεσοπρόθεσμου, που και το ίδιο το Δημοσιονομικό Συμβούλιο αμφισβητεί, για ανάπτυξη τα επόμενα χρόνια άνω του 2%, όταν από του χρόνου, αυξάνεται περαιτέρω ο λογαριασμός για τους συνταξιούχους, που θα χάσουν 2,5 δισ., ενώ το 2020 έρχεται μείωση 1,9 δισ. στο αφορολόγητο;
Όπως ανέφερα προηγουμένως, όντως, τα υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα μπορούν να αποτελέσουν σημαντικό ανασταλτικό παράγοντα στην προσπάθεια εξόδου της οικονομίας μας από το τέλμα.
Όμως, με δεδομένο το παραγωγικό κενό που καταγράφεται, οι βραχυπρόθεσμες και μεσοπρόθεσμες αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας μας μπορούν να υπερβούν το 2% ετησίως.
Για να πετύχουμε αυτούς τους ρυθμούς μεγέθυνσης, απαιτούνται σημαντικές επενδύσεις που, με τη σειρά, τους προϋποθέτουν φιλοεπενδυτικό κλίμα, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικον0μία, πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική πειθαρχία και συνέχιση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Δυστυχώς, κάποιες από αυτές τις προϋποθέσεις δεν έχουν εξασφαλισθεί ακόμα.
- Συμφωνείτε με τις εκτιμήσεις ότι τα μέτρα ελάφρυνσης του χρέους που θα αποφασίσουν για την Ελλάδα οι δανειστές στο Eurogroup της 21ης Ιουνίου, δεν θα είναι γενναία; Και ότι για μια ακόμη φορά θα κλωτσήσουν το τενεκεδάκι του χρέους λίγο παρακάτω, στη λογική ότι αφού «μπορείτε να το εξυπηρετείτε με τα υπερπλεονάσματα, δεν σας χρειάζεται σημαντική μείωση»;
Τα επόμενα χρόνια οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας ως ποσοστό του ΑΕΠ δεν είναι υψηλές.
Εξ ου και η έλλειψη πίεσης για τη λήψη πολιτικά οδυνηρών για τους δανειστές μας μέτρων ελάφρυνσης του χρέους τώρα. Επομένως, είναι πολύ πιθανό να έχετε δίκιο ως προς το «τι μέλλει γενέσθαι».
Όμως, η αναβολή λήψης μέτρων ελάφρυνσης του χρέους ή, έστω, ενός ξεκάθαρου οδικού χάρτη απομείωσής του, αυξάνει την αβεβαιότητα, διατηρεί τα επιτόκια του ελληνικού χρέους και το κόστος δανεισμού των ελληνικών επιχειρήσεων σε υψηλά επίπεδα και, τελικά, λειτουργεί ως ανασχετικός παράγοντας στις αναπτυξιακές προοπτικές της οικονομίας και της ίδιας της απρόσκοπτης εξυπηρέτησης του χρέους.
Σίγουρα, η πρόωρη επίτευξη υπερβολικά υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων δεν βοηθά προς την κατεύθυνση της άσκησης πίεσης για τη λήψη μέτρων ελάφρυνσης του χρέους.
- Σχολιάστε μας και τα συνεχή μηνύματα «μείνετε προσηλωμένοι στις μεταρρυθμίσεις μετά τον Αύγουστο» τα οποία πολλαπλασιάζονται τελευταίως από τους πιστωτές. Γιατί πιστεύετε ότι οι πιστωτές θεωρούν αρκετά πιθανό ένα πισωγύρισμα, και σπεύδουν κάθε τρεις και λίγο να μας θυμίζουν τις επιπτώσεις του;
Υποθέτω διότι διαβάζουν τις απανωτές δηλώσεις υπουργών εκτός του οικονομικού επιτελείου για κατάργηση μεταρρυθμίσεων, διορισμούς, σημαντική αύξηση του κατώτατου μισθού, κοκ.
Άλλωστε, εύκολα μπορεί να ερμηνευτεί με το ίδιο πρίσμα και η πρωθυπουργική ρήση ότι «μετά τον Αύγουστο αλλάζουμε σελίδα».
Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αποδίδουν με κάποια χρονική υστέρηση.
Πραγματικά, θα είναι κρίμα τώρα που έχουμε αρχίσει να δρέπουμε τους καρπούς τους να αρχίσουμε να τις ακυρώνουμε. Κατά τα χρόνια των Μνημονίων έχει υλοποιηθεί μεγάλος αριθμός μεταρρυθμίσεων στη χώρα μας.
Όμως, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα ξεκινούσε από πολύ χαμηλή βάση. Κατά την άποψή μου, η παραμονή μας στη λεωφόρο των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για την επιστροφή της Ελλάδας σε υψηλούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης.