Το νέο μοντέλο του ασφαλιστικού στοχεύει στο να αποκαταστήσουμε ξανά την εμπιστοσύνη των νέων στο ασφαλιστικό μας σύστημα, τονίζει στο liberal.gr ο υφυπουργός Εργασίας Πάνος Τσακλόγλου, μιλώντας για την ανάγκη να εξασφαλιστούν υψηλότερες συντάξεις από αυτές του υφισταμένου συστήματος επικουρικής ασφάλισης στους μελλοντικούς συνταξιούχους.
Ερωτηθείς κατά πόσο με την αλλαγή αυτή θωρακίζεται το Ασφαλιστικό και απομακρύνεται ο κίνδυνος να μιλάμε κάποια στιγμή στο μέλλον για περικοπή συντάξεων, απαντά αρνητικά, επικαλούμενος ότι οι αναλογιστικές μελέτες δείχνουν ότι με τις αλλαγές αυτές το σύστημα συγκλίνει σε επίπεδα συνταξιοδοτικής δαπάνης με τον μέσο ευρωπαϊκό όρο.
Μέχρι σήμερα, όπως εξηγεί, βάζαμε όλα τα αυγά σε ένα καλάθι, με αποτέλεσμα να ήμασταν εξαιρετικά ευάλωτοι στο δημογραφικό παράγοντα. «Με την εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης επιτυγχάνουμε την επιθυμητή διαφοροποίηση», τονίζει ο κ. Τσακλόγλου και προσθέτει ότι αν είχαμε ένα συνταξιοδοτικό αποκλειστικά κεφαλαιοποιητικό, το σύστημά μας θα ήταν ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Ο νέος ατομικός «κουμπαράς» θα αφορά νέους μισθωτούς και αυτοπασχολούμενους που εισέρχονται για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας, αλλά και εθελοντικά τους σημερινούς εργαζόμενους έως 35 ετών. Τι σημαίνει για εργαζομένους, ασφαλιστικό και για την οικονομία αυτή η μεταρρύθμιση;
Το ενδιαφέρον με αυτή τη μεταρρύθμιση είναι ότι τα παραπάνω τρία μέρη είναι αλληλένδετα και άρρηκτα συνδεδεμένα. Στο επίπεδο του ασφαλιστικού, η μεταρρύθμιση αποσκοπεί στο να περιορίσει την έκθεση της κοινωνικής ασφάλισης στο λεγόμενο «δημογραφικό κίνδυνο» (πολλοί συνταξιούχοι, λίγοι εργαζόμενοι). Στο επίπεδο της οικονομίας, η μετάβαση στην κεφαλαιοποίηση έχει στόχο να δημιουργήσει πόρους, σημαντικό τμήμα των οποίων θα επενδυθεί στη χώρα μας, ώστε να επιτύχουμε υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης, περισσότερες δουλειές και υψηλότερη παραγωγικότητα και μισθούς. Στο επίπεδο των εργαζόμενων, το πιο βασικό είναι να μπορέσουμε να αποκαταστήσουμε την εμπιστοσύνη των νέων στο ασφαλιστικό μας σύστημα, ενώ παράλληλα να εξασφαλιστούν υψηλότερες συντάξεις από αυτές του υφισταμένου συστήματος επικουρικής ασφάλισης στους μελλοντικούς συνταξιούχους.
- Υπάρχει σκέψη να δούμε μελλοντικά αυτό το κεφαλαιοποιητικό σύστημα να επεκτείνεται και πέραν των επικουρικών συντάξεων και στην κύρια σύνταξη; Ή το «παλιό» σύστημα του Ασφαλιστικού θα μείνει για πάντα άθικτο στην 2η πιο γερασμένη χώρα της ΕΕ;
Αυτό που λείπει σήμερα από το ασφαλιστικό μας σύστημα είναι η διαφοροποίηση. Έχουμε ένα σύστημα αποκλειστικά διανεμητικό, δηλαδή οι σημερινές εισφορές χρηματοδοτούν τις σημερινές συντάξεις. Βάζουμε «όλα τα αυγά μας σε ένα καλάθι», με αποτέλεσμα να είμαστε εξαιρετικά ευάλωτοι στο δημογραφικό παράγοντα. Με την εισαγωγή της κεφαλαιοποίησης επιτυγχάνουμε την επιθυμητή διαφοροποίηση. Θέλω να πω ότι αν είχαμε ένα συνταξιοδοτικό αποκλειστικά κεφαλαιοποιητικό, το σύστημά μας θα ήταν ευάλωτο στις διακυμάνσεις της αγοράς. Η απάντηση στην ερώτησή σας είναι απλή: δεν αλλάζουμε το σύστημα της κύριας σύνταξης, γιατί σκοπός μας είναι να πάρουμε τα πλεονεκτήματα και των δύο συστημάτων και να αντιμετωπίσουμε τους κινδύνους μέσω της διαφοροποίησης.
- Με τις έως τώρα αλλαγές μπορούμε να μιλάμε για ένα βιώσιμο Ασφαλιστικό σε βάθος χρόνου; Ή σε μερικά χρόνια θα αρχίσουμε να μιλάμε ξανά για περικοπές στις συντάξεις, όπως τόσες φορές στο παρελθόν;
Νομίζω ότι το ενδεχόμενο περικοπής συντάξεων είναι μάλλον απίθανο. Η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα ως ποσοστό τους ΑΕΠ ήταν πέρυσι η δεύτερη υψηλότερη στην ΕΕ. Όμως, οι αναλογιστικές μελέτες δείχνουν ότι, με τις αλλαγές που έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια το υφιστάμενο σύστημα, μακροχρονίως, συγκλίνει σε επίπεδα συνταξιοδοτικής δαπάνης κοντά στο μέσο όρο της ΕΕ, παρότι η συμβολή του προϋπολογισμού παραμένει σχετικά υψηλή.
- Η υφιστάμενη νομοθεσία προβλέπει σύνδεση της ηλικίας συνταξιοδότησης με το προσδόκιμο ζωής. Μπορεί επομένως να δούμε μέσα στα επόμενα χρόνια αύξηση του ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης ;
Από τις θετικότερες εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, τόσο στη χώρα μας όσο και σε όλο τον πλανήτη, είναι τόσο η διαρκής αύξηση του προσδόκιμου της επιβίωσης του πληθυσμού όσο και η βελτίωση της φυσικής κατάστασης των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας. Αυτές οι εξελίξεις έχουν οδηγήσει πολλές χώρες στο να προχωρήσουν νομοθετικά σε αυτόματη σύνδεση του προσδόκιμου της επιβίωσης με την ηλικία συνταξιοδότησης. Το ίδιο έχει κάνει και η χώρα μας. Όμως, όταν ψηφίστηκε η σχετική νομοθεσία (το 2010 θυμίζω) το όριο συνταξιοδότησης ήταν τα 65 έτη. Έκτοτε το όριο αυτό αυξήθηκε ήδη στα 67 έτη, ένα από τα υψηλότερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Επομένως, αν και η πιθανότητα αυτή είναι υπαρκτή, θεωρώ ότι είναι εξαιρετικά απίθανο να συμβεί στα αμέσως επόμενα χρόνια και σίγουρα δεν υπάρχει στους σχεδιασμούς του Υπουργείου σήμερα.
- Χρειάζεται να γίνει πιο ελκυστικό το σύστημα υπολογισμού της κύριας σύνταξης για όσους εργάζονται πολλά χρόνια ή για όσους ασφαλίζονται με υψηλές αποδοχές; Η κυβέρνηση έκανε πρόσφατα παρόμοιες κινήσεις αυξάνοντας τις συντάξεις για όσους έχουν πάνω από 30 χρόνια ασφάλισης. Χρειάζονται και άλλες τέτοιες κινήσεις;
Αυτή τη στιγμή η αρχιτεκτονική των κύριων συντάξεων στην Ελλάδα είναι παρόμοια με αυτή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Οι κύριες συντάξεις αποτελούνται από δύο τμήματα: την εθνική και την ανταποδοτική σύνταξη. Η εθνική σύνταξη καταβάλλεται από τον προϋπολογισμό έχοντας ως προϋποθέσεις μόνο τη συμπλήρωση ελάχιστου χρόνου ασφάλισης και τη μόνιμη και νόμιμη κατοικία στη χώρα. Τα ετήσια ποσοστά αναπλήρωσης της ανταποδοτικής σύνταξης αυξάνονται με τα έτη ασφάλισης. Δεδομένης της χαμηλής συμμετοχής ατόμων σχετικά μεγάλης ηλικίας στην αγορά εργασίας, νομίζω ότι αυτό είναι ένα έξυπνο σύστημα που δίνει επιπρόσθετα κίνητρα για παραμονή στην αγορά εργασίας και αύξηση της απασχόλησης και του ΑΕΠ.
- Της μεταρρύθμισης του Ασφαλιστικού εφάπτονται και άλλα καυτά ζητήματα, όπως η μαζική είσοδος γυναικών στην αγορά εργασίας καθώς και η μεγαλύτερη ενσωμάτωση σε αυτήν των μεταναστών. Τέτοιες κινήσεις δεν αποτελούν καταλύτη για ένα πιο εύρωστο Ασφαλιστικό και πότε θα τις δούμε;
Σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες της ΕΕ, το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας στην Ελλάδα είναι χαμηλό. Όμως, την προηγούμενη δεκαετία, παρά το ότι η αγορά εργασίας στη χώρα μας ήταν κάθε άλλο παρά «ανθηρή», το ποσοστό συμμετοχής των γυναικών στην αγορά εργασίας αυξανόταν διαρκώς και η τάση αυτή φαίνεται να συνεχίζεται. Η αύξηση της συμμετοχής των γυναικών στο εργατικό δυναμικό, η ομαλή ένταξη σε αυτό των μεταναστών που μένουν στη χώρα μας αλλά και η σταδιακή μείωση του ποσοστού ανεργίας που παραμένει σε υψηλά επίπεδα, σίγουρα μπορούν να δώσουν «ανάσες» στο ασφαλιστικό μας σύστημα και να μειώσουν την εξάρτησή του από τις μεταβιβάσεις του κρατικού προϋπολογισμού.