Η δημοσιοποίηση των στοιχείων της ελληνικής οικονομίας, για το πρώτο τρίμηνο του 2021 καθώς και τα στοιχεία του εμπορικού ισοζυγίου του πρώτου τετράμηνου, απασχόλησαν χθες όλα τα μέσα οικονομικής ενημέρωσης, καθώς αποτελούν μια ακτινογραφία της τρέχουσας οικονομικής κατάστασης. Σε μια πρώτη αντίδραση, τα χαμόγελα είναι απολύτως δικαιολογημένα. Σε μια δεύτερη, οι επιφυλάξεις έχουν και αυτές τη δική τους ερμηνεία.
Το Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν, αυξήθηκε κατά 7% σε ετήσια και 2,3% σε τριμηνιαία βάση. Αρκετά υψηλότερα από τις εκτιμήσεις των αναλυτών. Η αύξηση του ΑΕΠ, οφείλεται αφ’ ενός στην αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης κατά 10,5% και αφ’ ετέρου στις ακαθάριστες επενδύσεις παγίου κεφαλαίου που αυξήθηκαν κατά 12,7%. Η αύξηση της καταναλωτικής δαπάνης δείχνει ζωντάνια της αγοράς, όμως το ποσοστό της αύξησης των ακαθάριστων επενδύσεων παγίου κεφαλαίου εξακολουθεί βρίσκεται πολύ χαμηλότερα από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι μεγαλύτερο μέρος αυτών των επενδύσεων, είναι προσανατολισμένο στα ακίνητα, μη συνεισφέροντας με αυτόν τον τρόπο στην αύξηση της παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας της εγχώριας οικονομίας.
Τα πράγματα δεν πήγαν ωστόσο καλά στο εμπορικό ισοζύγιο, του οποίου το έλλειμμα κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Απριλίου 2022, αυξήθηκε κατά 71,6%. Δηλαδή, αυξήθηκαν υπέρμετρα οι εισαγωγές σε σχέσεις με τις εισαγωγές. Ωστόσο, αν από τις εισαγωγές αφαιρέσουμε τα πετρελαιοειδή, των οποίων οι τιμές είχαν απογειωθεί, το ποσοστό της αύξησης του ελλείμματος παραμένει υψηλό στο 46,8%.
Η αύξηση των εισαγωγών χωρίς τα πετρελαιοειδή, ήταν της τάξης του 30,7%, ενώ η αύξηση των εξαγωγών ανήλθε στο 21,2%, μη συμπεριλαμβανομένων των πετρελαιοειδών.
Όμως και τα πετρελαιοειδή αποτελούν μέρος της εξίσωσης, αφού οι εισαγωγές καυσίμων διπλασιάστηκαν σε αξία. Οπότε η ελληνική οικονομία βρίσκεται σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, μπροστά σε ένα έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου κατά το χρονικό διάστημα Ιανουαρίου - Απριλίου 2022 που ανέρχεται στα $12.444,4 εκατ. ή 11.301,1 εκατ. ευρώ, για να το προσαρμόσουμε στα δικά μας δεδομένα.
Η πορεία του εμπορικού ισοζυγίου θα εξαρτηθεί από δυο παράγοντες.
Ο ένας αφορά την εξέλιξη των τιμών της ενέργειας, που προσώρας οδηγεί σε διεύρυνση του ελλείμματος του ισοζυγίου.
Ο δεύτερος αφορά τις αναμενόμενες επιδόσεις του τουριστικού τομέα και των σχετικών υπηρεσιών.
Σύμφωνα με τις προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (European Economic Forecast, Spring 2022), εκτιμάται ότι το ισοζύγιο θα παραμείνει τελικά ελλειμματικό σαν ποσοστό του ΑΕΠ στο 6% από 5,9% το 2021 και ότι το 2023 θα διαμορφωθεί στο 4% του ΑΕΠ. Δηλαδή, στη μάχη ανάμεσα στις εισαγωγές και στις εξαγωγές, δηλαδή ανάμεσα στις πληθωριστικές πιέσεις στις τιμές της ενέργειας, που θα υποχωρήσουν σε βάθος χρόνου και στις εισπράξεις των τουριστικών υπηρεσιών, θα υπάρξει τελικά προβάδισμα στις τελευταίες.
Για μια ακόμα φορά, την «παρτίδα» θα προσπαθήσει να την σώσει η τουριστική βιομηχανία. Δεν αποτελεί όμως την λύση για την Ελλάδα του 2022 και πολύ περισσότερο για την Ελλάδα του 2030. Το μοντέλο πρέπει να αλλάξει. Η ανάγκη παραγωγής και εμπορίας καινοτόμων και ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών, που θα διεισδύσουν στις ξένες αγορές αποτελεί μονόδρομο.