Της Έφης Λαμπροπούλου*
Το καλοκαίρι του 2002 έκλεισε ο κύκλος της «παλαιάς» τρομοκρατίας στην Ελλάδα ο οποίος εκπροσωπήθηκε από τον ΕΛΑ, τη 17Ν και παρόμοιες ομάδες που λειτουργούσαν από τα μέσα της δεκαετίας του ''70. Η «παλαιά» τρομοκρατία, γενικά, και ιδίως η 17Ν, προσπάθησε ευθέως με τη βία και την απειλή να αλλάξει το κοινωνικό σύστημα· τουλάχιστον έτσι διατεινόταν.
Πίστευε μάλιστα ότι είχε ηθική υποχρέωση γι'' αυτό, ότι η κοινωνία θα συμμετείχε μακροπρόθεσμα στην προσπάθεια και ότι οι τρομοκρατικές πράξεις αποτελούσαν το πρώτο βήμα για μια γενική αλλαγή συνείδησης που θα οδηγήσει στην ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και σε μια ριζική αλλαγή στην κοινωνία.
Οι προκηρύξεις της «παλαιάς» τρομοκρατίας ήταν πολιτικά επεξεργασμένες, ελληνοκεντρικές και συστατικό στοιχείο των επιθέσεών τους. Υπήρχαν ορισμένοι κανόνες «πολέμου», επιλεκτικότητα στόχων και χρησιμοποιούμενων μέσων. Επιπλέον, εξ όσων γνωρίζουμε, η σύνθεση των δύο βασικών ομάδων ήταν περισσότερο ή λιγότερο σταθερή και μικρή, όχι διάσπαρτη και οι συμμετέχοντες γνώριζαν ο ένας τον άλλον. Αυτή η περίοδος έληξε.
Η «νέα» τρομοκρατία έχει σημαντικές διαφορές με την παλαιά. Η προσπάθεια της «παλαιάς» τρομοκρατίας να κερδίσει τη συμπάθεια και την αποδοχή του γενικού πληθυσμού δεν είναι πλέον τακτικός στόχος. Οι ομάδες βασίζονται αποκλειστικά στην ηθική και υλική υποστήριξη των ιδεολογικών οπαδών τους, ενώ οι πολιτικές τους επιδιώξεις καθίστανται όλο και πιο ασαφείς όσον αφορά τα μέσα και τους στόχους που επιλέγουν και συχνά ιδιοτελείς (π.χ. απελευθέρωση κρατουμένων μελών). Τα κείμενά τους είναι «ιδεολογικοπολιτικά» αδύναμα, όπως και τα επιχειρήματά τους και η γλώσσα τους μηδενιστική, συχνά γλώσσα μίσους («Ας απελευθερώσουμε όλοι μας τα καταστροφικά μας ένστιχτα»).
Οι «κοινωνικές» δικαιολογίες των τρομοκρατικών ενεργειών τους με προκηρύξεις είναι περιττές και μάλλον εξαναγκαστικές. Οι προκηρύξεις δεν περιλαμβάνονται στο σύστημα επικοινωνίας τους, γι' αυτό και αργούν να κυκλοφορήσουν ή δεν συντάσσονται καθόλου παρά στην επομένη ή τη μεθεπόμενη επίθεση. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι και οι νέοι τρομοκράτες ενδιαφέρονται πολύ για τη δημοσιότητα των ενεργειών τους, αλλά αυτή εκπληρώνεται με τις επιθέσεις τους και όχι τη δικαιολόγησή τους.
Μέχρι τον Ιανουάριο 2009 που ξεκινά έντονα ο νέος κύκλος βίας στη χώρα δεν είναι γνωστό να ασχολήθηκαν οι ελληνικές κυβερνήσεις και τα συναρμόδια υπουργεία με την πρόληψη και τη μέριμνα για την αποτροπή δημιουργίας παρόμοιων καταστάσεων. Ποια ήταν η ενημέρωση και συζήτηση με μαθητές και φοιτητές, γονείς και εκπαιδευτικούς; Ποια η υποστήριξη σε χώρους συγκέντρωσης της νεολαίας; Καμία. Το κράτος κάθισε στις δάφνες του και ακόμη μία φορά πίστεψε ότι τελικά τα κατάφερε. Πρωτοβουλίες από την πλευρά των ειδικών, π.χ. πανεπιστημιακών, ή των πολιτικών κομμάτων, επίσης δεν είναι γνωστές. Όλοι όσοι είχαν ηθική και πολιτική υποχρέωση για την προάσπιση και θωράκιση των δημοκρατικών θεσμών μέσω της εκπαίδευσης και της διαπαιδαγώγησης επέδειξαν ωμή αδιαφορία.
Ούτε μετά τον Δεκέμβριο 2008, οι κυβερνήσεις και οι υπόλοιποι εφάρμοσαν οποιαδήποτε μέτρα πρόληψης και εκπαίδευσης της νεολαίας, ενημέρωσης των γονέων και υποστήριξης των εκπαιδευτικών. Αντιθέτως, οι εξεγέρσεις με τις καταστροφές και τις λεηλασίες ηρωοποιήθηκαν στα σχολεία, ενώ μια άνευ όρων κατανόηση και συμπάθεια από ένα μεγάλο μέρος των ΜΜΕ, ορισμένων πολιτικών κομμάτων και ακαδημαϊκών για τις «αντιδράσεις» των νέων τον Δεκέμβριο του 2008 ενίσχυσαν τις συνθήκες για τη νέα τρομοκρατία.
Έτσι, το 2013 σε απόρρητη έκθεση της αντιτρομοκρατικής υπηρεσίας για τον ακροαριστερό και τον ακροδεξιό εξτρεμισμό αναφέρεται ότι «Στα πανεπιστήμια και στις γειτονιές των μεγαλουπόλεων ανθεί ο αναρχισμός. Σε όλα τα στέκια της νεολαίας γίνεται αναρχικό πανηγύρι. Έχουν επιλέξει να μαζεύουν πιτσιρικάδες και να τους ρίχνουν στη φωτιά της ένοπλης βίας» (Enikos.gr, 10/11/2013).
Τον δε επόμενο χρόνο αξιωματικοί της ΕΛ.ΑΣ. περιγράφοντας την κατάσταση την τελευταία τετραετία τονίζουν ότι υπάρχει «μία πολύ γρήγορη ''''ανακύκλωση'''' προσώπων σε σύντομο χρονικό διάστημα» (The TOC, 4/2/2014). Δηλαδή, κάποια άτομα κατηγορούμενα για συμμετοχή στις δράσεις τρομοκρατικών οργανώσεων που βρίσκονταν σε διάφορες φυλακές της χώρας και αφέθηκαν ελεύθερα για διάφορους λόγους, ανέλαβαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην επιχείρηση αναβίωσης και ενίσχυσης της εγχώριας τρομοκρατίας. Είναι άγνωστο πόσα ακόμη αφέθηκαν ελεύθερα τα επόμενα χρόνια και εάν υπάρχει εμπλοκή τους.
Στις 30/5/2011 είχε δημοσιευθεί σε ηλεκτρονική ιστοσελίδα του αντιεξουσιαστικού χώρου «κείμενο-μπροσούρα» με τίτλο «Ο ΗΛΙΟΣ ΘΑ ΣΥΝΕΧΙΖΕΙ ΝΑ ΑΝΑΤΕΛΛΕΙ», το οποίο περιείχε περίληψη όλων των επιθέσεων που έχει πραγματοποιήσει η «Συνωμοσία Πυρήνων της Φωτιάς», και στη συνέχεια κείμενο με τις υπογραφές εννέα φυλακισμένων μελών της οργάνωσης. Στο κείμενό τους οι υπογράφοντες ανέφεραν ότι η πρώτη περίοδος δράσης της Σ.Π.Φ. τελείωσε και υποβάλλουν πρόταση για τη δημιουργία της «νέας Συνωμοσίας».
Τα κυριότερα σημεία της πρότασής τους ήταν α) ότι θα πρέπει να υπάρχει αποφασιστικότητα για επίθεση απευθείας στην εξουσία, β) ότι ο πόλεμος ενάντια στο κράτος πρέπει να διεξάγεται μαζί με τη σκληρή κριτική απέναντι στη κοινωνία, και γ) ότι είναι αναγκαία η διεθνής επαναστατική αλληλεγγύη για τη δημιουργία αυτής της νέας Συνωμοσίας. Το πιο ενδιαφέρον όμως σημείο είναι η αναφορά τους ότι όποιος συμφωνεί με αυτές τις τρεις προτάσεις, μπορεί, αν το επιθυμεί, να χρησιμοποιήσει το όνομα Σ.Π.Φ. σε κάποια από τις επιθέσεις που αυτός/οί θα διαπράξει/ουν. Επομένως, το όνομα μιας ομάδας μπορεί να χρησιμοποιείται από αρκετές άλλες (franchise) ή, όπως έχω επισημάνει και στο παρελθόν, η ίδια ομάδα μπορεί να χρησιμοποιεί αρκετά ονόματα για να προκαλεί σύγχυση και να παρουσιάζεται σε πολλές περιπτώσεις ως διαφορετική.
Κι εδώ ακριβώς τίθεται πάλι θέμα σε σχέση με την πρόληψη. Ποια μέτρα έχουν ληφθεί για τον περιορισμό της εξαγωγής τέτοιων κειμένων από τη φυλακή, της ανάρτησής τους, αλλά και για την ενδεχόμενη αποριζοσπαστικοποίηση αυτών των νέων ή τουλάχιστον το να μην επηρεάζουν άλλα άτομα στην φυλακή; Μέχρι σήμερα κανένα.
Προκύπτει όμως ένα επιπλέον σοβαρό ζήτημα. Θέλουν πραγματικά οι κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν το θέμα οριστικά όπως οι άλλες χώρες ή μήπως όχι; Γιατί σ' αυτή την περίπτωση θα μπορούσε να σκεφτεί κάποιος ότι υπάρχει εν τη ευρεία έννοια «αιχμαλωσία ρύθμισης» (Posner 1971, Stigler 1971), όπως στην Ιταλία από τη Μαφία ή στην Κολομβία από τα καρτέλ ναρκωτικών.
*Η κ. Έφη Λαμπροπούλου είναι καθηγήτρια Εγκληματολογίας του τμήματος Κοινωνιολογίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.