Του Μιλτιάδη Νεκτάριου *
Η παγκοσμιοποίηση έχει δημιουργήσει βαθύ ρήγμα στις δυτικές κοινωνίες. Έχουν διαμορφωθεί δύο μεγάλες κινητήριες δυνάμεις, με πολλές συνιστώσες. Μια εσωτερική και μια εξωτερική. Οι εξελίξεις αυτές ερμηνεύουν σε σημαντικό βαθμό την εκλογική συμπεριφορά των κοινωνιών της Δύσης.
Στο εσωτερικό των χωρών διαπιστώνεται ότι ο οικονομικός ανταγωνισμός εντείνει τις αντιθέσεις ανάμεσα στις παγκοσμιοποιημένες ελίτ, λιγότερο πληττόμενες από τη σχετική υποβάθμιση των δυτικών οικονομιών, και τον υπόλοιπο πληθυσμό ο οποίος βυθίζεται στην ανεργία και την φτωχοποίηση.
Η αντίδραση των κυβερνήσεων στη Δύση είναι να εφαρμόσουν πολιτικές λιτότητας και μείωσης του εργατικού κόστους, για να αντιμετωπίσουν το εργατικό dumping των BRICS. Στην Ευρώπη, η Γερμανία ηγείται των εξελίξεων στον τομέα αυτό.
Έτσι, η παρατηρούμενη αύξηση της εξαγωγικής δραστηριότητας των γερμανικών επιχειρήσεων και τα πλεονάσματα στο εμπορικό ισοζύγιο της Γερμανίας, σημειώθηκαν περισσότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας - κόστους εργασίας και λιγότερο σε όρους ανταγωνιστικότητας - τιμής.
Η παρατήρηση αυτή σημαίνει ότι την βασική συνιστώσα των ευρωπαϊκών και διεθνών εξαγωγικών και άλλων επιδόσεων της γερμανικής οικονομίας αποτελούν κυρίως οι οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες, η ευελιξία της αγοράς εργασίας, η διεύρυνση της φτωχοποίησης, η διάβρωση της κοινωνικής συνοχής, κλπ. Οι υπόλοιπες χώρες της Δύσης αντιμετωπίζουν χειρότερα αποτελέσματα φτωχοποίησης και ανισοτήτων διότι δεν μπόρεσαν να γίνουν τόσο ανταγωνιστικές όσο η Γερμανία.
Στον δυτικό κόσμο οι πολίτες είναι τρομαγμένοι από τις μεταβολές. Αφενός δεν κατανοούν τις παγκόσμιες διεργασίες στην οικονομία, αφετέρου ξέρουν εμπειρικώς ότι μέχρι στιγμής η παγκοσμιοποίηση δεν δούλεψε προς όφελός τους. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από τα στοιχεία σχετικής μελέτης της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Τα στοιχεία αυτά δείχνουν ότι η παγκοσμιοποίηση έβγαλε από τη φτώχεια εκατομμύρια ανθρώπους στον πρώην Δεύτερο και Τρίτο Κόσμο και δημιούργησε εύρωστες οικονομικώς μεσαίες τάξεις στην Κίνα, στην Ινδία και αλλαχού, όπου τα εισοδήματα τους αυξήθηκαν κατά 80% περίπου στην εικοσαετία 1988-2008.
Ενώ τα εισοδήματα των μεσαίων στρωμάτων στο Δυτικό Κόσμο στην εικοσαετία 1988-2008 παρέμειναν στάσιμα και σε πολλές περιπτώσεις συρρικνώθηκαν. Οι μόνοι ωφελημένοι της περιόδου 1988-2008 στην Δύση ήσαν το 1% των ανώτατων εισοδηματικών κλιμακίων του πληθυσμού.
O Martin Wolf επισημαίνει ότι από το 1980 μέχρι το 2016 στην Δυτική Ευρώπη το πλουσιότερο 1% καρπώθηκε όσο και το φτωχότερο 51% του πληθυσμού, ενώ στη Βόρεια Αμερική το 1% καρπώθηκε όσο και το φτωχότερο 88% του πληθυσμού.
Σε μικροοικονομικό επίπεδο, το ζήτημα στη Δύση είναι πόση «δημιουργική καταστροφή» μπορούν να αντέξουν οι άνθρωποι. Και δεν μιλάμε μόνο για τη δημιουργική καταστροφή υλικών υποδομών, στις οποίες αναφερόταν ο Γιόσεφ Σουμπέτερ. Αναφερόμαστε στη δημιουργική καταστροφή δεξιοτήτων.
Σήμερα, ένας νέος που μπαίνει στην αγορά εργασίας θα αλλάξει τουλάχιστον πέντε φορές δουλειά μέχρι να βγει στη σύνταξη. Αυτό σημαίνει ότι οι δεξιότητές του θα καταστρέφονται και θα πρέπει να αναδημιουργούνται ανά οκτώ χρόνια.
Σε πολιτικό επίπεδο, το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν οι δυτικές κοινωνίες σήμερα είναι η άρνηση της νεωτερικότητας, ο φόβος για το μέλλον. Και αυτό είναι κάτι εντελώς νέο. Ο δυτικός άνθρωπος του 20ού αιώνα προσδοκούσε το μέλλον, ενώ τα πάσης φύσεων καθεστώτα (αριστερά και δεξιά) υπόσχονταν στους πολίτες ένα «καλύτερο αύριο». Τώρα κερδίζουν έδαφος οι εξωφρενικές ουτοπίες ότι με κάποιον πολιτικό τρόπο μπορεί να γυρίσουμε στο παρελθόν.
Υπάρχει και ο εξωτερικός παράγοντας. Η Δύση δεν μπορεί πλέον να εκμεταλλευτεί τον υπόλοιπο πλανήτη για να βελτιώσει το δικό της επίπεδο διαβίωσης. Η σταδιακή μείωση της ισχύος της Δύσης, στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, είχε ως συνέπεια και την συνεπακόλουθη δυσκολία των δυτικών κυβερνήσεων να εξασφαλίσουν την υπεσχημένη ευημερία στους πληθυσμούς τους. Έως πρόσφατα, τα παραδοσιακά κόμματα κατόρθωναν να καθυστερήσουν τις πολιτικές συνέπειες διά του δανεισμού. Καθώς όμως η στρατηγική αυτή αγγίζει τα όριά της, οι πολιτικές επιπτώσεις καθίστανται καταλυτικές.
Οι δυνάμεις των ελεύθερων αγορών της παγκοσμιοποίησης αργά αλλά σταθερά θα δημιουργήσουν τις νέες οικονομικές ισορροπίες, με τις οποίες πρέπει να προσαρμοστούν και οι κοινωνίες της Δύσης. Αυτό μπορεί να γίνει στο πλαίσιο μιας ειρηνικής συνύπαρξης και συνεργασίας, όπου, για παράδειγμα, η Δύση επενδύει τα κολοσσιαία αποθέματα των Ταμείων Συντάξεων που διαθέτει σε άλλες περιοχές του πλανήτη (όπου οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις μπορεί να είναι υψηλότερες) και, ταυτόχρονα, φροντίζει να εξασφαλίσει διεθνείς συμφωνίες για τον επαναπατρισμό των κεφαλαίων.
Τέτοιες συμφωνίες απαιτούν την ύπαρξη και δραστηριοποίηση υπερεθνικών θεσμών, οι οποίοι θα επιβάλλουν και στις χώρες του Δεύτερου και Τρίτου Κόσμου την υποχρέωση θέσπισης ελάχιστης κοινωνικής προστασίας των εργαζομένων στις χώρες αυτές, ούτως ώστε να επέλθει κάποια εξισορρόπηση των ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων σε επίπεδο εργατικού κόστους.
Αυτή θα ήταν μια κατάσταση Win-Win για όλες τις πλευρές. Από την άλλη πλευρά, εάν επικρατήσουν οι δυνάμεις του προστατευτισμού των δυτικών οικονομιών, τότε πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η διατήρηση των ανισοτήτων σε διεθνές επίπεδο θα προκαλέσει σοβαρές απειλές για την ειρήνη στις περιφέρειες της Δύσης.
Πώς αντιδρά το πολιτικό εποικοδόμημα στις παραπάνω εξελίξεις; Η πολιτική πραγματικότητα δείχνει ότι πλέον έχουν δημιουργηθεί κεντρόφυγες δυνάμεις εντός τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς.
Η Δεξιά έχει διαρραγεί. Στην άκρα δεξιά το κυρίαρχο αίσθημα είναι αυτό του εθνικισμού, της εναντίωσης στη μετανάστευση και συχνά του προστατευτισμού, γεγονός που δημιουργεί την ανάδυση μιας νέας συμμαχίας, που βασίζεται στη συνεκτική δύναμη μιας κοινής αίσθησης πολιτιστικής αποξένωσης.
Στην κεντροδεξιά, όπως μπορεί κανείς να διαπιστώσει από τις διαμάχες στους κόλπους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Συντηρητικό Κόμμα στη Βρετανία και σε όλη την Ευρώπη, ένα σημαντικό μέρος της Δεξιάς εξακολουθεί να θεωρεί τον εαυτό του ως υπερασπιστή του ελεύθερου εμπορίου, των ανοιχτών αγορών και, επίσης, θεωρεί την μετανάστευση ως θετική δύναμη.
Η Αριστερά διασπάται επίσης. Η άκρα αριστερά μετακινείται σε μια πολύ πιο παραδοσιακή κρατικίστικη θέση όσον αφορά την οικονομική πολιτική και σε μια μορφή πολιτικής ταυτότητας που είναι πολύ πιο ριζοσπαστική όσον αφορά τους πολιτιστικούς κανόνες. Ενώ η κεντροαριστερά μένει προσκολλημένη σε μια προσπάθεια να υπάρξει ένα ενοποιητικό εθνικό αφήγημα γύρω από τις έννοιες της κοινωνικής δικαιοσύνης και της οικονομικής προόδου.
Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, στην παραδοσιακή αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και στην εργασία έχει προστεθεί η νέα αντιπαράθεση μεταξύ ανοικτών και κλειστών οικονομιών. Οι ανοικτές οικονομίες αυξάνουν την απόσταση ανάμεσα στις ελίτ που λειτουργούν αποτελεσματικά στον ενοποιημένο κόσμο της κυκλοφορίας προσώπων, ιδεών και πληροφοριών και τους «λοιπούς» άλλους οι οποίοι, καθώς δεν διαθέτουν τα απαραίτητα εφόδια, περιθωριοποιούνται συνεχώς.
Σήμερα η προσαρμογή στις νέες συνθήκες εκφράζεται από τις δυνάμεις της φιλελεύθερης δημοκρατίας, οι οποίες συμπτύσσονται στην Κεντροδεξιά και στην Κεντροαριστερά. Παραδείγματα αποτελούν η επικράτηση του Μακρόν στη Γαλλία, καθώς και η μακρόχρονη διακυβέρνηση χριστιανοδημοκρατών και σοσιαλδημοκρατών στη Γερμανία.
Από την άλλη πλευρά βρίσκονται οι δυνάμεις του λαϊκισμού που συνασπίζουν όσους αποζητούν την προστασία από ένα απειλητικό περιβάλλον ανταγωνισμού στο κλείσιμο, υλικό και πνευματικό, των συνόρων και εκπροσωπούνται από την Ακροδεξιά και την Ακροαριστερά. Παραδείγματα αποτελούν η εκλογή Τράμπ στην Αμερική και η συμμαχία Λεπέν-Μελανσόν στη Γαλλία, καθώς και η σύμπραξη ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ στην Ελλάδα. Το βασικό χαρακτηριστικό του λαϊκισμού είναι ότι δίνει φαινομενικά μεγάλη έμφαση στη αρχή της λαϊκής κυριαρχίας.
Η κριτική που ασκεί στη φιλελεύθερη δημοκρατία τονίζει την υποτιθέμενη νόθευση αυτής της αρχής που οφείλεται στην υφαρπαγή της εξουσίας από τις ελίτ (πολιτικών, διανοουμένων, οικονομικά ισχυρών κ.ά.). Στις περισσότερες περιπτώσεις η λύση που προτείνουν είναι η επιστροφή της εξουσίας στα χέρια του λαού με διαμεσολαβητή τον Ηγέτη. Ο οποίος, κατά τεκμήριο, γνωρίζει την πραγματική βούληση του λαού, κατανοεί τις ανάγκες του, αφουγκράζεται την ψυχή του.
Ο λαϊκισμός ήταν πάντοτε επικίνδυνος, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσο επικίνδυνος όσο σήμερα. Διότι σήμερα υπάρχουν ευνοϊκότατες προϋποθέσεις για την εμφάνιση αλλά και τη διάδοσή του. Οι προϋποθέσεις έχουν να κάνουν με την παθογένεια της φιλελεύθερης δημοκρατίας αλλά και με το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης. Τα γενεσιουργά αίτια του σύγχρονου λαϊκισμού είναι κυρίως η πολυπολιτισμικότητα, οι ανοιχτές αγορές, οι τεχνολογικές επαναστάσεις, η καλύτερη και ευρύτερη προστασία των ατομικών δικαιωμάτων, των μειονοτήτων και των αδύναμων ομάδων.
Όλα αυτά είναι θετικά αλλά ο συνδυασμός τους δημιουργεί ίλιγγο, ειδικά σε όσους πολίτες δεν μετέχουν αλλά και σε όσους δεν μπορούν να αντιληφθούν γιατί το πρόσημο είναι συντριπτικά θετικό. Και τότε αυτοί οι πολίτες γίνονται έρμαια των λαϊκιστών, που η βασική τους υπόσχεση είναι ότι θα σταματήσουν τη Γη να γυρίζει, ότι θα την ξανακάνουν επίπεδη και σταθερή.
Είναι προφανές ότι οι υφιστάμενοι ιδεολογικοί και πολιτικοί σχηματισμοί συγκροτούν ένα εποικοδόμημα το οποίο παρουσιάζει πλέον καταφανή υστέρηση σε σχέση με τις οικονομικές, τεχνολογικές και γεωπολιτικές εξελίξεις του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Στην παραδοσιακή οριζόντια πολιτική διαφοροποίηση μεταξύ Αριστεράς και Δεξιάς, η παγκοσμιοποίηση προσέθεσε και μια νέα κάθετη διάσταση: την διαφοροποίηση μεταξύ Ανοιχτών και Κλειστών Κοινωνιών.
Σε μια γραφική αναπαράσταση της τομής δύο κάθετων αξόνων, στο κάτω μέρος του διαγράμματος φαίνεται ότι δημιουργούνται τάσεις σύγκλισης των άκρων [Δεξιάς και Αριστεράς] προς το μοντέλο της κλειστής κοινωνίας. Στο πάνω μέρος του διαγράμματος παρατηρείται η σύγκλιση των κεντρώων δυνάμεων [Δεξιάς και Αριστεράς] για την προώθηση των ανοιχτών κοινωνιών. Τα διαγράμματα βέβαια βοηθούν στην ευκολότερη αντίληψη των τάσεων, αλλά δεν μπορούν να προβλέψουν την τελική έκβαση των πραγμάτων.
Ο κίνδυνος της πολιτικής στη Δύση έγκειται στο ότι, χωρίς ένα ευρύ και σταθερό Κέντρο, τα δυο άκρα συναντώνται σε μια ασυμβίβαστη αντιπαράθεση. Ο βαθμός πόλωσης είναι τρομακτικός τόσο στις ΗΠΑ, στο Ηνωμένο Βασίλειο, σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες καθώς και στην Ελλάδα. Στις περιπτώσεις αυτές το κοινό χωρίζεται σε δύο έθνη που δεν σκέφτονται το ένα όπως το άλλο, δεν εργάζονται το ένα με το άλλο ή όντως δεν συμπαθούν το ένα το άλλο.
Σε ένα τέτοιο σκηνικό αποτελεί αδήριτη ανάγκη η δημιουργία του πολικού Κέντρου. Oι πολιτικοί του Κέντρου είναι δύσπιστοι έναντι της μεγαλόφωνης και διχαστικής ρητορικής, αποφεύγουν τα άκρα και αναζητούν συμβιβασμούς, αλλά έχουν υιοθετήσει μια αφ'' υψηλού θέαση του τρόπου με τον οποίο λειτουργεί ο πολιτικός κόσμος.
Η δημοκρατία έχει πνεύμα, όχι μόνο μορφή, και το σημερινό επίπεδο πόλωσης είναι ασυμβίβαστο με αυτό. Ο Martin Wolf επισημαίνει ότι μια φιλελεύθερη δημοκρατία επιβιώνει μόνο αν οι συμμετέχοντες αναγνωρίσουν τη νομιμότητα των άλλων συμμετεχόντων. Ένας ηγέτης που καλεί τους αξιωματούχους του να κινηθούν εναντίον των πολιτικών του αντιπάλων είναι ένας εν δυνάμει δικτάτορας, όχι δημοκράτης.
Για αυτό χρειάζεται μια νέα πολιτική που θα επιδιώκει να χτίζει γέφυρες και να φέρνει τους ανθρώπους κοντά, μια πολιτική που διαφέρει από την πολιτική του Κέντρου τού χθες σε δύο σημεία.
Πρώτον, πρέπει να κατανοήσουμε την ανάγκη για ριζικές αλλαγές, όχι μόνο για μεταρρυθμίσεις σε βάθος χρόνου. Η τεχνολογία από μόνη της θα μεταμορφώσει τον τρόπο που ζούμε, εργαζόμαστε και σκεπτόμαστε. Πρέπει να δείξουμε σε αυτούς που έχουν μείνει πίσω, ότι υπάρχει ένας τρόπος μέσα από την πρόκληση της αλλαγής και ότι αυτός μεταμορφώνει. Και πρέπει να απαντήσουμε στις εύλογες ανησυχίες για ζητήματα όπως η μετανάστευση, τα οποία είναι σύνθετα και πολυεπίπεδα και δεν πρέπει να απορρίπτονται ως γκρίνια από «αξιοθρήνητους εθνικιστές».
Με άλλα λόγια, πρέπει να δείξουμε ότι έχουμε αφουγκραστεί την εύλογη αίσθηση της αδικίας σχετικά με ορισμένες πτυχές της παγκοσμιοποίησης.
Δεύτερον, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι η σύγχρονη πολιτική δεν λειτουργεί επαρκώς για να αντιμετωπίσει την πρόκληση. Ενώ οι πολιτικοί που καταλαμβάνουν το κέντρο στα παραδοσιακά κόμματα θεωρούν ταμπού να συνεργάζονται μεταξύ τους, ωστόσο είναι αναποτελεσματικοί και ανίκανοι να πουν αυτό που πραγματικά πιστεύουν και ανίκανοι να εκπροσωπήσουν εκείνους που έχουν άμεση ανάγκη να εκπροσωπηθούν. Με έναν λόγο, το Κέντρο θα πρέπει να καταστεί ικανό να ανατρέψει το status quo, και σήμερα αυτή η επανάσταση είναι πάρα πολύ στο «πνεύμα της εποχής» και δεν πρέπει να αφεθεί στα χέρια των ακραίων.
Οι κοινωνίες της Δύσης πρέπει να προετοιμαστούν πολύ προσεκτικά και συστηματικά για να αντιμετωπίσουν τα πραγματικά προβλήματα που προαναφέραμε και τα οποία έχουν δημιουργήσει οι εξελίξεις του φαινομένου της παγκοσμιοποίησης. Στην Ευρώπη, για παράδειγμα, οι ανοιχτές αγορές προϊόντων και κεφαλαίων είναι τα κατ' εξοχήν εργαλεία για την δημιουργία των πλεονασμάτων των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών, αλλά και οι κατ' εξοχήν μηχανισμοί δημιουργίας ανισοτήτων μεταξύ των εργαζομένων καθώς και μεταξύ των χωρών-μελών της Ένωσης.
Εάν οι εξελίξεις στην ΕΕ δεν οδηγήσουν στην εισαγωγή δημοσιονομικών πολιτικών που θα αντισταθμίσουν τις ανισορροπίες των αγορών, τότε νομοτελειακά θα πρέπει να αναμένουμε και την επικράτηση περισσότερων λαϊκίστικων κινημάτων και την διάσπαση της Ένωσης τελικά.
Όσον αφορά την Ελλάδα, η πολιτική βάση απέχει παρασάγγες από το εποικοδόμημα των οικονομικών, τεχνολογικών και γεωπολιτικών εξελίξεων στην Ευρώπη και στον κόσμο. Όλα τα πολιτικά κόμματα της Μεταπολίτευσης δοκιμάστηκαν και απέτυχαν οικτρά.
Το πολιτικό προσωπικό ενδιαφέρεται μόνο για την κατάκτηση και νομή της όποιας εξουσίας, αδιαφορώντας στην ουσία για τον καθημαγμένο λαό και τις προοπτικές της χώρας, οι οποίες για όσους έχουν στοιχειώδη γνώση των πραγμάτων θα είναι ακόμα χειρότερες εάν δεν αποκτήσουμε άμεσα μια νέα εθνική στρατηγική ανάπτυξης. Τα βασικά συμπεράσματα της παραπάνω ανάλυσης ισχύουν απολύτως και για την Ελλάδα.
Οι επιλογές είναι δύο: ανοιχτή ή κλειστή κοινωνία. Οι δυνάμεις του λαϊκισμού του ΣΥΡΙΖΑ και των ΑΝΕΛ (σύγκλιση άκρας αριστεράς με την άκρα δεξιά) επιδιώκουν τον ουσιαστικό αποκλεισμό της χώρας και την διαιώνιση της εξουσίας τους, μέσω της σταδιακής φορολογικής εξόντωσης των μεσαίων τάξεων και της γενικής επέκτασης της φτωχοποίησης του πληθυσμού. Το κυριότερο εργαλείο επίτευξης των στόχων αυτών είναι τα «πλεονάσματα» που έχουν συμφωνηθεί μέχρι το 2060, και τα οποία θα εκμηδενίσουν οποιαδήποτε πιθανότητα ουσιαστικής οικονομικής ανάπτυξης της χώρας.
Από την άλλη πλευρά, οι κεντροαριστερές και οι κεντροδεξιές δυνάμεις, της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που είναι υπέρ της ομαλής ένταξης της χώρας στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, δεν έχουν πείσει ακόμα ότι διαθέτουν τα προγράμματα εξόδου από την πρωτοφανή κρίση που διέρχεται η χώρα. Το πιο απογοητευτικό στοιχείο είναι ότι το μισό εκλογικό σώμα δεν συμμετέχει στις εκλογικές διαδικασίες.
Παραμένει λοιπόν η ανάγκη συγκρότησης του πολιτικού Κέντρου που θα γίνει καταλύτης των εξελίξεων, χωρίς τα βαρίδια των υφιστάμενων κομμάτων, και θα εμπνεύσει εμπιστοσύνη στους πολίτες, που μέχρι στιγμής απέχουν, για να συμμετάσχουν σε ένα νέο ξεκίνημα για την χώρα. Εάν αυτό συμβεί, τότε θα αυξηθούν οι πιθανότητες επιτυχίας του εγχειρήματος για το ξανακτίσιμο μιας Νέας Ελλάδας, της καινοτομίας και της επιχειρηματικότητας, ανοικτής στον κόσμο και στον σκληρό πυρήνα της ΕΕ.
* Ο κ. Μιλτιάδης Νεκτάριος είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς