Της Μαριάννας Σκυλακάκη
Πριν κάποιες μέρες ο Ντόναλντ Τραμπ ζήτησε από τα κανάλια των ΗΠΑ να του παραχωρήσουν τη ζώνη υψηλής τηλεθέασης για να εκφωνήσει την πρώτη του ομιλία απευθείας από το Οβάλ Γραφείο. Με το ομοσπονδιακό κράτος να παραμένει κλειστό και την αντιπαράθεσή του με τους Δημοκρατικούς με αντικείμενο το τείχος στο Μεξικό να βρίσκεται σε αδιέξοδο, αποπειράθηκε να πείσει την κοινή γνώμη ότι το πείσμα του είναι δικαιολογημένο και εθνικά συμφέρον, καθώς η Αμερική κινδυνεύει από «μια διογκούμενη ανθρωπιστική κρίση και κρίση ασφαλείας στα νότια σύνορά της».
Η σχέση των λεγομένων του Τραμπ με την πραγματικότητα έχει ιστορικά υπάρξει -στην καλύτερη περίπτωση- χαλαρή. Σε αντίθεση με άλλες κρίσεις που έχει προκαλέσει ο Αμερικανός πρόεδρος κατά τη διάρκεια της θητείας του και επηρεάζουν άμεσα τα ευρωπαϊκά συμφέροντα, αυτή φαντάζει μάλλον επουσιώδης. Όμως, η νέα αυτή κατάφωρη χειραγώγηση στοιχείων και καταστάσεων σε ό,τι αφορά τη μεταναστευτική-προσφυγική ροή στα σύνορα της Αμερικής εμπνέει ήδη δημαγωγούς και στη δική μας πλευρά του Ατλαντικού - η μεταναστευτική και προσφυγική κρίση που πέρασε η Ευρωπαϊκή Ένωση τα τελευταία χρόνια υπήρξε άλλωστε πιο πραγματική απ'' οτιδήποτε έχει πρόσφατα βιώσει η Αμερική.
Έχουμε εισέλθει σε εκλογική χρονιά στην Ευρώπη και μην έχετε καμία αμφιβολία ότι το ζήτημα της ευρωπαϊκής διαχείρισης του προσφυγικού-μεταναστευτικού θα είναι ένα από τα κεντρικά θέματα στην ατζέντα των ευρωεκλογών. Φρεσκάροντας στο μυαλό μας όμως τα βασικά στοιχεία της κρίσης, αλλά και του μεγέθους της συγκριτικά με την αντίστοιχη ροή παγκοσμίως, είναι λιγότερο πιθανό να πέσουμε οι ίδιοι θύματα προεκλογικής χειραγώγησης.
Ένας άνισος καταμερισμός
Η προσφυγική κρίση υπήρξε την τελευταία πενταετία το βούτυρο στο ψωμί ακροδεξιών και αντιευρωπαϊκών κομμάτων σε όλη την Ευρώπη - ο βασικός μοχλός άντλησης ψήφων. Ήδη, η αύξηση της εκλογικής επιρροής τους έχει επηρεάσει με τη σειρά της παραδοσιακά κεντρώες δυνάμεις, πολλές από τις οποίες έχουν αρχίσει να αναπαράγουν επιμέρους κομμάτια της ξενοφοβικής ρητορικής τους, για την αδυναμία της Ευρώπης να αντέξει άλλους ξένους, για τον κίνδυνο που διατρέχει η κουλτούρα μας, για τις δόλιες (εγκληματικές αν όχι τρομοκρατικές) διαθέσεις των νεοαφιχθέντων, όπως φυσικά και για το ίδιο το μέγεθος του προβλήματος.
Για να δούμε τα πράγματα όμως στην πραγματική τους διάσταση, είναι χρήσιμο να αναρωτηθούμε: τι μερίδιο του βάρους σηκώνουν οι πλούσιες συγκριτικά χώρες της Ευρώπης σε σχέση με το παγκόσμιο σύνολο; Σύμφωνα με στοιχεία για το 2017 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, αναπτυσσόμενες χώρες φιλοξενούν 85% των προσφύγων παγκοσμίως, περίπου 16,9 εκατομμύρια ανθρώπους. Μάλιστα, οι λιγότερο αναπτυγμένες χώρες παγκοσμίως χορήγησαν άσυλο στο ένα τρίτο του συνόλου ή σε 6,7 εκατομμύρια πρόσφυγες.
Την ίδια χρονιά, οι 3 χώρες με τον μεγαλύτερο αριθμό προσφύγων και αιτούντων άσυλο ήταν η Τουρκία με 3,5 εκατομμύρια, οι περισσότεροι εκ των οποίων είχαν διαφύγει από την εμπόλεμη Συρία, το Πακιστάν με 1,4 εκατομμύρια, το σύνολο σχεδόν των οποίων είχε διαφύγει από το Αφγανιστάν, και η Ουγκάντα, όπου εκατομμύρια έχουν τραπεί σε φυγή από τον συνεχιζόμενο εμφύλιο στο Νότιο Σουδάν. Οσο για τον αριθμό προσφύγων που φιλοξενούνται συγκριτικά με τον πληθυσμό μιας χώρας, ο Λίβανος έχει τα πρωτεία: 1 στους 6 ανθρώπους ήταν πρόσφυγας υπό την ευθύνη της Ύπατης Αρμοστείας το 2017, με την Ιορδανία να κατατάσσεται δεύτερη (1 στους 14) και την Τουρκία τρίτη (1 στους 23).
1 στους 256
Το 2017 ο αριθμός των προσφύγων παγκοσμίως έφτασε στα 25,4 εκατομμύρια, ενώ ο αριθμός των βίαια εκτοπισμένων τα 68,5 εκατομμύρια - ένας τεράστιος όγκος ανθρώπων, ο οποίος αναμένεται να συνεχίσει να αυξάνεται, όσο οι βίαιες συγκρούσεις παρατείνονται και οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής γίνονται πιο αισθητές. Είναι μάλιστα προφανές ότι πιέζει δυσανάλογα τους πόρους των αναπτυσσόμενων εθνών, οι οικονομίες των οποίων δυσκολεύονται να απορροφήσουν τη ροή αυτή επιτυχώς. Αν θεωρούν οι Γερμανοί ότι αποτελεί πρόκληση να «μοιραστεί» ένα κατά κεφαλήν εισόδημα ύψους 122 δολαρίων την ημέρα με τους νεοαφιχθέντες, ή εμείς ένα εισόδημα ύψους 51 δολαρίων, τι να πει ο Λίβανος με 23 δολάρια την ημέρα, πολύ παραπάνω δε η Ουγκάντα, με 1,6 δολάριο!
Αυτό δεν σημαίνει ότι αυτό που βιώσαμε στην Ευρώπη, και ιδιαίτερα στην Ελλάδα, που αποτέλεσε βασική χώρα υποδοχής προσφύγων στο απόγειο της προσφυγικής κρίσης, ήταν ασήμαντο ή συνηθισμένο. Πάνω από 1,8 εκατομμύριο πρόσφυγες έχουν φτάσει στην Ευρώπη από το 2014. Πάνω από 1 εκατομμύριο ήρθαν στις ακτές μας μόνο το 2015, που ήταν μακράν η χρονιά με την εντονότερη προσφυγική ροή στη διάρκεια της κρίσης. Όμως, όταν συγκρίνει κανείς το συνολικό νούμερο της προσφυγικής ροής από το 2014 με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό της Ευρώπης, αντιλαμβάνεται ότι αν υπήρχε μια πιο ισομερής κατανομή, το ζήτημα ήταν επί της ουσίας διαχειρίσιμο. Αντ'' αυτού, δημιούργησε και δημιουργεί πολύ μεγαλύτερα προβλήματα στην πολιτική ζωή των ευρωπαϊκών χωρών απ'' ό,τι οι πραγματικές του διαστάσεις. Στα περίπου 512 εκατομμύρια της Ευρωπαϊκής Ένωσης, 2 εκατομμύρια πρόσφυγες δεν είναι δα και το τέλος το κόσμου: 1 στους 256!
Ευρωεκλογές: Τεράστια περιθώρια για σοβαρή κριτική
Εκεί ακριβώς θα έπρεπε να επικεντρωθεί και η συζήτηση γύρω από το ζήτημα εν όψει των ευρωεκλογών. Aπό την αρχή, άλλωστε, είχε να κάνει περισσότερο με την ευρωπαϊκή αναβλητικότητα και τη δυνατότητα των χωρών υπό τις παρούσες δομές της Ευρωπαϊκής Ένωσης να είναι ενωμένες σε κάποια ζητήματα και χωρισμένες σε άλλα, παρά στο καθαυτό μέγεθός του.
Προ ημερών, είχαμε την πιο πρόσφατη κραυγαλέα περίπτωση ευρωπαϊκής υποκρισίας. Ύστερα από εβδομάδες διαβουλεύσεων, η Μάλτα πέτυχε συμφωνία με άλλες οκτώ ευρωπαϊκές χώρες για τη μεταφορά 180 εκ των 300 μεταναστών που βρίσκονται εδώ και μέρες στα χωρικά ύδατα της χώρας περιμένοντας να αποβιβαστούν. Από αυτούς 44 θα επιστραφούν στο Μπαγκλαντές -χώρα προέλευσής τους- και 80 θα μείνουν στη Μάλτα. Η πιο πρόσφατη «κρίση» -αφορούσε 300 ανθρώπων- αποφεύχθηκε τεχνηέντως. Μέχρι την επόμενη...
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Πέμπτης, 17 Ιανουαρίου