Οι επιδοματικές πολιτικές δεν μειώνουν την οικονομική ανισότητα. Απεναντίας "εκπαιδεύουν" και εθίζουν τους αποδέκτες τους σε αυτές. Όταν γίνονται μέσο άσκησης πολιτικής, οι φορολογούμενοι γίνονται όλο και πιο απρόθυμοι να αυξήσουν το εισόδημά τους, αφενός γιατί γνωρίζουν ότι μέρος της αύξησης θα καταλήξει στην εφορία, αφετέρου γιατί θα χάσουν το "σίγουρο" επίδομα, όπως λέει στο Liberal ο επίκουρος καθηγητής στο King's College London, Βαγγέλης Διοικητόπουλος.
Επικαλούμενος και την εμπειρία του από τη βρετανική πραγματικότητα, εξηγεί ότι στη Βρετανία η καταπολέμηση της φτώχειας δεν γίνεται με αύξηση του ύψους των επιδομάτων σε εισόδημα ή σε είδος, παρά με πολιτικές ενεργούς απασχόλησης, και έξυπνα εργαλεία όπως η παροχή μερισμάτων σε καινοτόμες επιχειρήσεις, και επενδύσεις στην επαγγελματική κατάρτιση.
Έξυπνα εργαλεία που δεν θα επιβαρύνουν τα νοικοκυριά χρειάζονται και άλλοι τομείς με ανάγκη μεταρρύθμισης, όπως στα ελληνικά πανεπιστήμια, με τον καθηγητή του King's College να φέρνει ως παράδειγμα το βρετανικό μοντέλο. Εκεί το κράτος ναι μεν απελευθέρωσε το ανώτατο ύψος διδάκτρων στα πανεπιστήμια, στον αντίποδα όμως παρέχει άτοκα δάνεια σε όλους τους φοιτητές ανεξαρτήτως οικογενειακού εισοδήματος, τα οποία αποπληρώνονται μόνο όταν αυτοί καταφερουν να βρουν δουλειά με απολαβές από ένα επίπεδο και πάνω.
Εδώ αντίθετα έχουμε μείωση διδάκτρων στα μεταπτυχιακά, γεγονός που ναι μεν ελαχιστοποιεί το κόστος φοίτησης, όμως ταυτόχρονα μειώνει τους διαθέσιμους πόρους για την απασχόληση υψηλής ποιότητας καθηγητών, συνεπώς μειώνει την ποιότητα της εκπαίδευσης, και κατ'' επέκταση τους μελλοντικούς μισθούς των αποφοίτων.
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Ζείτε και εργάσεσθε στο εξωτερικό. Πως αντιλαμβάνεσθε το ελληνικό πρόβλημα, και το γεγονός ότι σε οκτώ μήνες η Ελλάδα εξέρχεται του 3ου Μνημονίου; Έχει τα φόντα να σταθεί στα πόδια της;
Από νέες επιστημονικές έρευνες και την εμπειρική μου γνώση, το ελληνικό πρόβλημα το κατατάσσω με σειρά σημαντικότητας, σε θεσμικό, σε κοινωνικής συμπεριφοράς-συνεργασίας, και σε αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής.
Τα μνημόνια συνέβαλαν στη μερική βελτίωση της αξιοπιστίας της οικονομικής πολιτικής και της χρηματοδοτικής εμπιστοσύνης. Ωστόσο, θα μπορούσε να επιτευχθεί το ίδιο ή καλύτερο αποτέλεσμα με καλύτερη διαχείριση και, συνεπώς, λιγότερο επίπονες συνέπειες.
Η άποψή μου είναι ότι η μεταρρυθμιστική προσπάθεια θα πρέπει να συνεχιστεί. Απλώς η έμφαση θα πρέπει να δοθεί στις θεσμικές μεταρρυθμίσεις, καθώς επίσης, και στη δημιουργία κινήτρων για την αλλαγή της συμπεριφοράς των ατόμων. Τα καλά νέα είναι ότι αυτές οι αλλαγές μπορούν να επιτευχθούν χωρίς επιπρόσθετες οικονομικές θυσίες για τους πολίτες.
- Στην κοινή γνώμη του εξωτερικού έχουν εδραιωθεί δύο στερεότυπα: Η Ελλάδα δεν έχει θέση στο ευρώ, και η ελληνική οικονομία δεν επιδέχεται μεταρρυθμίσεις, παρά είναι καταδικασμένη να κινείται σε χαμηλό επίπεδο. Τι πιστεύετε;
Η τρέχουσα καθημερινότητα κυρίως σε πολιτικό επίπεδο αλλά και στην οικονομική και κοινωνική συμπεριφορά και κουλτούρα των Ελλήνων διαφέρει απο εκείνη της δυτικής Ευρώπης. Επομένως, αν και υπερβολική, έχει λογική βάση η αμφισβήτηση.
Ωστόσο, σύγχρονες επιστημονικές μελέτες κατάφεραν να κατανοήσουν και κυρίως να μετρήσουν τα βαθύτερα αίτια των θεσμικών και οικονομικών προβλημάτων. Ένα συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα, ως ανεπτυγμένη χώρα, βρίσκεται σε μία αναπόφευκτη ιστορική μετάβαση προς τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, όπως συνέβη και σε άλλες χώρες.
Επιπλέον, η μετάβαση αυτή μπορεί να επιταχυνθεί με την υιοθέτηση έξυπνων εργαλείων πολιτικής τα οποία χωρίς πολιτικό κόστος μπορούν να προωθήσουν την επιχειρηματικότητα, τη μεταρρύθμιση των θεσμών και τη δημιουργία κινήτρων ώστε οι οικονομικές αποφάσεις των ατόμων να συντελούν στο ευρύτερο οικονομικό και κοινωνικό όφελος.
- Αρκετοί πιστεύουν ότι ακόμη και αν βγούμε από το μνημόνιο, μια οικονομία με τις δομικές αδυναμίες της ελληνικής, δεν μπορεί σε βάθος χρόνου να συνεχίσει να συμπορεύεται με τις άλλες ευρωπαϊκές. Το ρωτώ γιατί το νούμερο ένα πρόβλημα της Ελλάδας προ κρίσης, δηλαδή το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας όχι μόνο παραμένει αλλά και έχει οξυνθεί. Ποια η άποψή σας;
Χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο προώθησης της ανταγωνιστικότητας που θα δίνει βάρος στη θεσμική αποτελεσματικότητα, στην επιχειρηματικότητα και στην εμπέδωση επενδυτικής κουλτούρας.
Πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι στατική έννοια. Είναι ένας αγώνας δρόμου καινοτομίας, υιοθέτησης νεωτερισμών και αύξησης της παραγωγικότητας που προκύπτει από τη συνειδητή βούληση να γινόμαστε καλύτεροι, τόσο ατομικά όσο και συλλογικά. Κοντολογίς, είναι ζήτημα κουλτούρας και συμπεριφοράς και όχι απλά ντιρεκτίβα κάποιας ομάδας τεχνοκρατών.
- Μπορείτε να μας δώσετε ένα παράδειγμα ατομικής και κοινωνικής συμπεριφοράς, που να δείχνει πόσο απέχουμε ακόμη από τα παραπάνω;
Ένα απλό παράδειγμα αφορά την καταναλωτική μας κουλτούρα. Σύμφωνα με πρόσφατη επιστημονική μου εργασία, μέρος της καταναλωτικής δαπάνης των ανθρώπων δεν αφορά τόσο την ικανοποίηση των ουσιαστικών τους αναγκών, αλλά προκύπτει ως αποτέλεσμα “κοινωνικών ανταγωνισμών”.
Συγκεκριμένα, όταν αποκτούμε επιπλέον εισόδημα αγοράζουμε καταναλωτικά αγαθά για να αποδείξουμε την κοινωνική μας υπεροχή (πχ. κινητά τηλέφωνα υψηλής αξίας), αντί να αποταμιεύσουμε ή να επενδύσουμε.
Το παράδοξο είναι ότι αυτή η πρακτική δεν βελτιώνει το βιοτικό μας επίπεδο, αλλά τροφοδοτεί έναν ιδιότυπο “κοινωνικό ανταγωνισμό”, όπου όλοι καταναλώνουμε δίχως όμως να αλλάζει η σχετική μας θέση. Οι δε ευρύτερες συνέπειες είναι : χαμηλότερη αποταμίευση, λιγότερες επενδύσεις, χαμηλότερη καινοτομία και, κατ' επέκταση, χαμηλότερα επίπεδα ανταγωνιστικότητας.
- Μπορούμε να εξάγουμε κάποια συμπεράσματα από το πραπάνω παράδειγμα ως προς την άσκηση οικονομικής πολιτικής;
Ένα άμεσο συμπέρασμα είναι ότι οι πολιτικές εφάπαξ εισοδηματικών μεταβιβάσεων και αυξήσεων, (όπως το πρόσφατο κοινωνικό μέρισμα), δεν μειώνουν μακροχρόνια την οικονομική ανισότητα, διότι οι αποδέκτες αυτών των επιδομάτων δεν χρησιμοποιούν το επιπρόσθετο εισόδημα για τη δημιουργία μελλοντικού εισοδήματος.
Έτσι προκαλείται μονάχα προσωρινή αύξηση της κατανάλωσής τους, δίχως μακροχρόνιες θετικές επιδράσεις στο μελλοντικό εισόδημα που είναι το πραγματικό ζητούμενο.
Συνεπώς, θα ήταν αποδοτικότερο αν οι ίδιοι πόροι επενδύονταν σε πολιτικές βελτίωσης της απασχολησιμότητας αυτών των κοινωνικών ομάδων (πχ. πολιτικές ενεργούς απασχόλησης, μερίσματα σε καινοτόμες επιχειρήσεις, επενδύσεις στην επαγγελματική κατάρτιση, κ.α.).
Απεναντίας, οι επιδοματικές πολιτικές “εκπαιδεύουν” και εθίζουν τους αποδέκτες τους σε αυτές. Σαν αποτέλεσμα, κάποιοι φορολογούμενοι γίνονται όλο και πιο απρόθυμοι να αυξήσουν το εισόδημά τους, αφενός γιατί γνωρίζουν ότι μέρος της αύξησης θα καταλήξει στην εφορία, αφετέρου γιατί θα χάσουν το “σίγουρο” επίδομα. Είναι κάτι σαν παγίδες “μόνιμης φτώχειας”.
Κανονικά θα έπρεπε αν π.χ. προσφερθεί στον δικαιούχο του κοινωνικού μερίσματος μια θέση εργασίας, αλλά εκείνος την αρνηθεί, τότε να χάνει και το επίδομα. Κάθε επιδοματική πολιτική, θα έπρεπε να συνοδεύεται και από αυστηρές πολιτικές επανένταξης στην αγορά εργασίας, όπως και από ελέγχους απόκρυψης εισοδημάτων. Διαφορετικά μπορεί κάλλιστα να λειτουργεί ως κίνητρο φοροδιαφυγής ή “μαύρης εργασίας”. Όλες για παράδειγμα οι παροχές σε είδος, σαν το κοινωνικό τιμολόγιο της ΔΕΗ, δίνονται με αποκλειστικό κριτήριο το περιεχόμενο των φορολογικών δηλώσεων, δίχως να υπάρχει κανένας έλεγχος αν αυτές ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα.
- Ακούμε συχνά ότι ένας παράγοντας προσέλκυσης επενδύσεων είναι το εργατικό κόστος. Αν και στα χρόνια της κρίσης αυτό έχει μειωθεί σημαντικά, εντούτοις επενδύσεις δεν βλέπουμε. Μήπως πρόκειται για έναν ακόμη μύθο, και το πιο σημαντικό είναι η αύξηση της παραγωγικότητας όπου υστερούμε πάρα πολύ;
Ασφαλώς και το πρόβλημα δεν έγκειται στο εργατικό κόστος. Το πρόβλημα προσέλκυσης επενδύσεων σχετίζεται με σειρά παραγόντων όπως οι στρεβλώσεις στη σύνδεση του μισθού με τη παραγωγικότητα και η αβεβαιότητα που χαρακτηρίζει το επενδυτικό περιβάλλον.
Όταν ξέρει ο εργαζόμενος ότι ο μισθός του καθορίζεται από αυτό που παράγει, τότε θα κάνει το καλύτερο δυνατό που μπορεί για να βελτιώσει τις αποδοχές του. Και η επιχείρηση αναλόγως. Στη χώρα μας συμβαίνει το παράδοξο (γνωστό επιστημονικά), οι επιχειρήσεις να πληρώνουν παραπάνω από την παραγωγικότητα και οι εργαζόμενοι να πληρώνονται λιγότερο.
Το πρώτο πρόβλημα προκύπτει ως συνέπεια της υψηλής φορολογίας και των υψηλών ασφαλιστικών εισφορών, καθώς και άλλων στρεβλώσεων στην αγορά εργασίας. Το δεύτερο πρόβλημα είναι ξεκάθαρα θεσμικό και προϊόν της έλλειψης διαχρονικού συντονισμού στην άσκηση της οικονομικής πολιτικής.
- Πείτε μας κάποιες ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις που εφαρμόσθηκαν στη Βρετανία ή αλλού, (π.χ. στον τομέα της εκπαίδευσης, του ασφαλιστικού, της υγείας ή όπου εσείς κρίνετε) και οι οποίες θα μπορούσαν κατ' αναλογία να εφαρμοσθούν και στην Ελλάδα…
Πρόσφατα, η Βρετανική κυβέρνηση απελευθέρωσε το ανώτατο όριο διδάκτρων στα πανεπιστήμια έτσι ώστε το κόστος διδάκτρων τριετούς φοίτησης να μπορεί να αυξηθεί από τις 9.000 στις 27.000 λίρες. Παράλληλα, για να δώσει τη δυνατότητα φοίτησης σε όλους, παρέχει άτοκα δάνεια σε όλους τους φοιτητές, ανεξαρτήτως εισοδήματος και εγγυήσεων περιουσίας των γονέων. Το δάνειο αποπληρώνεται μόνο εάν ο φοιτητής βρει δουλειά με ετήσιες οικονομικές απολαβές από 18.000 λίρες και πάνω, το οποίο θεωρείται χαμηλό για τα βρετανικά δεδομένα. Όποιοι δεν καταφέρουν να βρουν δουλειά με απολαβές πάνω από αυτά τα επίπεδα, δικαιούνται να μην ξεχρεώσουν το δάνειο που έλαβαν.
Ας δούμε τι προκάλεσε αυτή η μεταρρύθμιση. Πρώτον, τα πανεπιστήμια απέκτησαν τη δυνατότητα να προσελκύουν καλύτερους καθηγητές και να παρέχουν υψηλής ποιότητας εκπαίδευση, η οποία θα οδηγεί σε υψηλότερους μισθούς για τους αποφοίτους τους.
Κατ' αναλογία, οι φοιτητές επιλέγουν εκείνο το πανεπιστήμιο, του οποίου η ποιότητα των παρεχομένων υπηρεσιών θα οδηγήσει σε υψηλές μισθολογικές αποδόσεις ως αποτέλεσμα του άτοκου δανείου που έλαβαν. Ως αποτέλεσμα, οι φοιτητές (ανεξαρτήτως οικογενειακού εισοδήματος) αποκτούν πρόσβαση σε υψηλού επιπέδου πανεπιστημιακή εκπαίδευση που οδηγεί σε υψηλότερες οικονομικές απολαβές στο μέλλον.
- Κατ' αναλογία του παραπάνω παραδείγματος, μπορείτε να μας δώσετε ένα αντιπαράδειγμα μεταρρύθμισης στην Ελλάδα;
Σε πλήρη αντιδιαστολή με τα προαναφερθέντα βρίσκεται η τρέχουσα μεταρρύθμιση στην Ελλάδα κατά την οποία επιχειρείται η μείωση των διδάκτρων στα μεταπτυχιακά.
Η συγκεκριμένη μεταρρύθμιση, ναι μεν ελαχιστοποιεί το κόστος φοίτησης, όμως μειώνει ταυτόχρονα τους διαθέσιμους πόρους για την απασχόληση υψηλής ποιότητας καθηγητών. Με αυτό το τρόπο οι αξιόλογοι καθηγητές αποθαρρύνονται (μιας και προσελκύονται από τις καλύτερες απολαβές που προσφέρουν τα πανεπιστήμια του εξωτερικού), και άρα μειώνεται η ποιότητα της εκπαίδευσης και, κατ'επέκταση, οι μελλοντικοί μισθοί των αποφοίτων.
Με άλλα λόγια, για την ελαχιστοποίηση του κόστους ενός έτους φοίτησης, όσο η διάρκεια ενός μεταπτυχιακού, θυσιάζονται υψηλότεροι μισθοί για τα επόμενα 40 χρόνια εργασίας…
- Παρά τη μακροχρόνια κρίση, ο πολιτικός και δημόσιος διάλογος δεν έχει συγκλίνει ακόμη στο ποιές είναι οι απαραίτητες αλλαγές που πρέπει να γίνουν στην οικονομία. Δηλαδή η ανάλυση της ουσίας του προβλήματος παραμένει άκρως ελλειμματική. Δεν σας ανησυχεί αυτό;
Δεν με ανησυχεί τόσο ό,τι λέγεται, όσο ό,τι γίνεται. Μπορεί στο δημόσιο διάλογο να φαίνεται οτί δεν υπάρχει σύγκλιση, ουσιαστικά όμως φαίνεται ότι η πράξη, όσο αφορά την αντιμετώπιση του δημοσιονομικού σκέλους του ελληνικού προβληματος, δεν διαφέρει.
Εκτός από την καταστροφική περίοδο διαπραγμάτευσης, είδαμε μια μεγάλη μεταστροφή της κυβέρνησης η οποία πήρε το δρόμο της συνεργασίας (έστω και ατελούς) με τους ευρωπαικούς θεσμούς.
Βέβαια, εκείνο που με ανησυχεί ή καλύτερα με στενοχωρεί, είναι ότι ενώ υπάρχουν έξυπνα μέσα πολιτικής τα οποία μπορούν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη ευημερία για όλους και λιγότερη ανισότητα με άμεσες συνέπειες, βλέπουμε τη συνέχιση αναποτελεσματικών πρακτικών του παρελθόντος. Πρόσφατο παράδειγμα είναι οι τελευταίες μεταρρυθμίσεις στη παιδεία, που δυστυχώς είναι στη λάθος κατεύθυνση.
- Δεν θα έπρεπε οκτώ μήνες πριν τη λήξη του μνημονίου, να έχουμε καταλήξει για το πως π.χ. μπορεί να μεταρρυθμιστεί το συνταξιοδοτικό σύστημα ώστε οι εισφορές να μην αποτελούν δυσβάσταχτο βάρος για εργαζόμενους και επιχειρήσεις ; Η' ότι τα προβλήματα σε Υγεία και Εκπαίδευση δεν λύνονται μόνο με αυξήσεις δαπανών ή για το πως μπορεί να μεταρρυθμιστεί το δικαστικό σύστημα ώστε να μειωθούν οι καθυστερήσεις στην απονομή δικαιοσύνης…
Η αλήθεια είναι ότι αυτό το φαινόμενο δεν με εκπλήσσει. Θα αναφερθώ σε μια νέα έρευνα που μελετά τα αίτια του προβλήματος εφαρμογής των μεταρρυθμίσεων εξαιτίας της έλλειψης συνεργασίας και της απουσίας νεωτερισμών. Η ύπαρξη πολλών απόψεων και ιδεολογιών έχει το θετικό ότι η σύνθεση τους μπορεί να οδηγήσει σε κάτι πραγματικά καινοτόμο.
Από την άλλη, οι πολλές απόψεις δυσχεραίνουν τη συνεργασία. Θα σας εκπλήξω λέγοντας ότι σύγχρονες μελέτες δείχνουν πως η παραπάνω δυσκολία μπορεί να οφείλεται στην ποικιλομορφία των αρχέγονων γονιδίων ! Ενώ η έλλειψη κουλτούρας συνεργασίας, που έχουμε όλοι βιώσει από τα παιδικά μας χρόνια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την απουσία ομαδικών εργασιών στη πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, οξύνει ακόμα περισσότερο αυτό το φαινόμενο.
- Τι εννοείτε λέγοντας ότι τα αρχέγονα γονίδια σχετίζονται με την σύγκλιση απόψεων στο δημόσιο διάλογο;
Μελέτες έχουν δείξει οτι οι χώρες που βρίσκονται κοντά στην πηγή γέννησης του ανθρωπίνου είδους, δηλαδή στην Ανατολική Αφρική, είναι γενετικά ποικολόμορφες. Η ποικιλομορφία στα αρχέγονα γονίδια είναι ασφαλώς κάτι το θετικό, διότι εντέλει είναι οι δημιουργικές αντίθεσεις που βοηθούν στην απορρόφηση καινοτόμων τεχνολογιών, και παράγουν το καινούργιο.
Όμως όταν τα επίπεδα της ποικιλομορφίας είναι υψηλά, δίχως την ύπαρξη τυπικών και άτυπων θεσμών που προάγουν τη συνεργασία, (όπως δυστυχώς συμβαίνει στη χώρα μας), τότε τα αποτελέσματα μπορεί να μην είναι τα αναμενόμενα.
Μιλώντας σχηματικά, η ποικιλομορφία είναι ωφέλιμη όταν αυτή οριοθετείται, αλλά γίνεται λιγότερο ωφέλιμη έως και βλαπτική, σε ένα θεσμικά άναρχο περιβάλλον.
Δηλαδή, ενώ ως λαός είμαστε προικισμένοι με τα “γονίδια της καινοτομίας” έχουμε δυσκολία στη συνεργασία μεταξύ μας, όπως συμβαίνει και με άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Σε αντιδιαστολή, αν μάθουμε να συνεργαζόμαστε και να λειτουργούμε ομαδικά από τα παιδικά μας χρόνια, μπορεί αυτό να προκαλέσει εκπληκτικά αποτελέσματα στην οικονομική μας ευημερία.
- Πιστεύετε ότι μόνο μια επόμενη κυβέρνηση μπορεί να φέρει σε πέρας γενναίες μεταρρυθμίσεις ή είναι κάτι που υπερβαίνει μια κοινοβουλευτική θητεία;
Η χώρα μας συγκαταλέγεται αφενός στις ανεπτυγμένες χώρες, αφετέρου βρίσκεται σε μια παρατεταμένη περίοδο ύφεσης. Σύμφωνα με τις επιστημονικές θεωρίες ανάπτυξης, το πρώτο σημαίνει ότι δεν είναι μια χώρα που έχει δυναμική “παγίδας φτώχειας”, άρα η δυναμική της (η οποία συνεπάγεται ύπαρξη θεσμών και υψηλό ανθρώπινο κεφάλαιο), είναι να μεγενθύνεται κάθε χρόνο.
Ταυτόχρονα, όταν μια χώρα βρίσκεται σε παρατεταμένη περίοδο ύφεσης, οι αποδόσεις ακόμη και αλλαγών με μακροχρόνια ορίζοντα, όπως για παράδειγμα σε θεσμούς και επενδυτική κουλτούρα, έχουν άμεσα αποτελέσματα. Έπειτα από το κέρδος εμπιστοσύνης που έχει επιτευχθεί από τη δύσκολη δημοσιονομική προσαρμογή, πιστεύω ότι εκείνη η κυβέρνηση η οποία θα θέσει βάρος στους δύο πυλώνες που προανέφερα, θα έχει άμεσα αποτελέσματα.
- Εντέλει πιστεύετε ότι όσο σύνθετη και παρατεταμένη και αν υπήρξε η κρίση στην Ελλάδα, είναι εφικτός ένας άλλος δρόμος, πέρα από τη πεπατημένη; Δηλαδή την επιστροφή στα προς κρίσης μοντέλα;
Μετά από περίπου οκτώ χρόνια πολιτικής και οικονομικής κρίσης, πιστεύω ότι έχει γίνει κατανοητό σε σημαντική μερίδα των πολιτών ότι η επιστροφή σε παλιές πρακτικές είναι εντελώς ανέφικτη και ότι η ανοικοδόμηση της οικονομίας θα πρέπει να βασιστεί σε νέα μοντέλα. Το ζητούμενο είναι να επιτευχθεί ένα ικανοποιητικό επίπεδο συναίνεσης όσον αφορά την αναπτυξιακή στρατηγική της χώρας, και τα μέσα υπάρχουν.
- Τι σας φοβίζει περισσότερο στην επόμενη ημέρα της Ελλάδας; Αποκλείεται π.χ. μια βραχυχρόνια αύξηση των εισοδημάτων να παρερμηνευθεί ως έλλειψη ανάγκης για μεταρρυθμίσεις και να αποτελέσει λόγο για εφησυχασμό; Το έχουμε δει να γίνεται αρκετές φορές στο παρελθόν...
Δεν είναι μόνο το ζήτημα εφησυχασμού, αλλά και “μεταρρυθμιστικής κόπωσης” που αναπόφευκτα έχει επέλθει τόσο στους απλούς πολίτες όσο και στο πολιτικό προσωπικό.
Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο, οι νέες μεταρρυθμιστικές προσπάθειες θα πρέπει να έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά προκειμένου να έχουν πιθανότητες επιτυχούς εφαρμογής.
Συγκεκριμένα, δεν θα πρέπει να επιφέρουν επιπλέον οικονομικές θυσίες στα νοικοκυριά, ενώ θα πρέπει να επικοινωνηθούν με διαφανή και εποικοδομητικό τρόπο στους πολίτες, και να χαίρουν σχετικά ικανοποιητικής αποδοχής από τα κόμματα. Το τελευταίο αν και φαίνεται ομολογουμένως δύσκολο, εντούτοις είναι εφικτό με νέα εργαλεία πολιτικής.
Σε συζητήσεις που έχω με Έλληνες του εξωτερικού σε διάφορους επαγγελματικούς τομείς, αναγνωρίζουμε πολλούς τρόπους προσαρμοσμένους στην ελληνική πραγματικότητα ώστε να επιτευχθεί αυτό. Είμαι σίγουρος ότι το ελληνικό ανθρώπινο κεφάλαιο στο εξωτερικό είναι έτοιμο να παρέχει συμβουλές αφιλοκερδώς και δίχως προβολή. Ας το εκμεταλλευτούμε λοιπόν.