Καταστροφικό είναι το σενάριο να υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός λόγω του εκλογικού κύκλου, θα στείλει εντελώς λανθασμένα μηνύματα στο εξωτερικό και τις αγορές, προειδοποιεί ο Παναγιώτης Λιαργκόβας, για τις αστοχίες στην εκτέλεση του προϋπολογισμού.
Σχολιάζοντας την κόπωση των φορολογικών εσόδων, ο πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, εκτιμά ότι αυτή θα ενταθεί φέτος όπως διαχρονικά συμβαίνει σε προεκλογικές χρονιές, και εκφράζει το φόβο ότι η παρούσα κυβέρνηση θα κληροδοτήσει στην επόμενη ένα μεγαλύτερο έλλειμμα. Επισημαίνει ότι οι αγορές και οι επενδυτές, βλέπουν μια χώρα, όπου τα επιτόκια στα ομόλογα παραμένουν υψηλά, εξαιτίας των δικών της αδυναμιών, όχι λόγω Ιταλίας, και αδύνατη να αντιμετωπίσει μείζονα θέματα, όπως τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, με αποτέλεσμα τη μεγάλη ευαισθησία στις διεθνείς αναταραχές.
«Τούτων δοθέντων, πολυτέλεια χρόνου δεν υπάρχει», τονίζει ο κ. Λιαργκόβας, που φοβάται ότι «μια μακρά και τοξική προεκλογική περίοδος θα καθυστερήσει περαιτέρω την πρόσβαση της Ελλάδας στις αγορές και την ισχυρή ανάκαμψη, εντείνοντας την αβεβαιότητα και ανατρέποντας ενδεχομένως την όποια πρόοδο έχει επιτευχθεί ως τώρα».
Στην παραπάνω άποψη συνηγορεί το γεγονός ότι η «παρούσα κυβέρνηση δε φαίνεται να διαθέτει ούτε το πολιτικό κεφάλαιο, αλλά ούτε και τη βούληση σε μια εκλογική χρονιά, να ολοκληρώσει κάποιες εναπομείνασες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
- Όλο και περισσότεροι ξένοι οίκοι εκτιμούν πως όσο νωρίτερα γίνουν οι εκλογές στην Ελλάδα, τόσο καλύτερα για την ελληνική οικονομία. Ποια η γνώμη σας;
Είναι σαφές πως η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε κρίσιμη καμπή, χωρίς άμεσο χρηματοδοτικό πρόβλημα, αλλά και χωρίς ευνοϊκές προοπτικές άμεσης πρόσβασης στις αγορές.
Εξακολουθεί δηλαδή να θεωρείται μη επενδύσιμη, ενώ και η διεθνής συγκυρία επιδεινώνεται (γεωπολιτική αστάθεια, Brexit, τέλος QE, εμπορικός πόλεμος, πιθανό ξέσπασμα νέας διεθνούς κρίσης, πολιτικοί συσχετισμοί στην Ε.Ε. κτλ).
Τούτων δοθέντων, πολυτέλεια χρόνου δεν υπάρχει, καθώς μια μακρά και τοξική προεκλογική περίοδος θα καθυστερήσει περαιτέρω την επίτευξη των βασικών στόχων της Ελλάδας (πρόσβαση στις αγορές- ισχυρή ανάκαμψη), εντείνοντας την αβεβαιότητα και ανατρέποντας ενδεχομένως την όποια πρόοδο έχει επιτευχθεί ως τώρα. Οι πρόωρες εκλογές είναι επομένως θετικό «ρίσκο» για τη χώρα.
- Πάντως οι ενδείξεις φθοράς στην οικονομία πληθαίνουν, τα έσοδα του προϋπολογισμού παρουσίασαν κόπωση, οι επενδύσεις είναι στάσιμες, ο ΟΟΣΑ βλέπει επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας...
Φαίνεται ότι η φοροδοτική ικανότητα των πολιτών έχει εξαντληθεί, γεγονός αναμενόμενο, όπως έχουμε τονίσει αρκετές φορές στο παρελθόν και επιβεβαιώνουν και τα στοιχεία για τις ληξιπρόθεσμες οφειλές των ιδιωτών από την Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων.
Η πολιτική της υπέρμετρης (και ως ένα βαθμό όχι απαραίτητης) φορολόγησης ανακόπτει την ανάκαμψη, μειώνει την ανταγωνιστικότητα, κρατώντας ουσιαστικά καθηλωμένη την ελληνική οικονομία και εγείροντας εύλογα ερωτήματα για τη δυνατότητα επίτευξης των φιλόδοξων δημοσιονομικών στόχων.
Ας μην ξεχνάμε ότι σημαντικό μέρος των εσόδων προέρχεται από αναγκαστικά μέτρα είσπραξης, καθώς και ρυθμίσεις οφειλών παρελθόντων ετών. Ως εκ τούτου, κρίνεται αναγκαία η μείωση των φορολογικών βαρών.
- Σας ανησυχεί το ενδεχόμενο τα έσοδα του 2019, ακριβώς επειδή είναι προεκλογική χρονιά, να παρουσιάσουν ακόμη μεγαλύτερη υστέρηση από εκείνα του 2018;
Κοιτάζοντας τα δημοσιονομικά στοιχεία της Ελλάδας διαχρονικά όντως διαπιστώνει κανείς ότι κατά τα εκλογικά έτη το έλλειμμα αυξανόταν- κυρίως για τους λόγους που αναφέρετε- με την ευθύνη μείωσής του να μετατίθεται στην επόμενη κυβέρνηση.
Εξάλλου, η αδυναμία πλήρους ελέγχου της πορείας των εσόδων καθιστά σκόπιμο να αποφεύγονται οι υπέρμετρες αυξήσεις φόρων σε περίπτωση δημοσιονομικής προσαρμογής.
Όμως, στη συγκεκριμένη χρονική συγκυρία, όπου η χώρα δεν έχει ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές, θα ήταν καταστροφικό να υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός λόγω του εκλογικού κύκλου, στέλνοντας εντελώς λανθασμένα μηνύματα διεθνώς και ουσιαστικά ακυρώνοντας τις θυσίες των Ελλήνων τα τελευταία χρόνια.
- Τι βλέπουν οι αγορές και παραμένουν επιφυλακτικές απέναντι στην Ελλάδα;
Πλέον καθίσταται σαφές ότι για τη διατήρηση των επιτοκίων σε επίπεδο άνω του 4,2% δεν ευθύνονται αποκλειστικά εξωγενείς παράγοντες (π.χ. κρίση στην Ιταλία).
Η ελληνική οικονομία ουσιαστικά παραμένει αποκλεισμένη, παρουσιάζοντας ταυτόχρονα μεγάλη ευαισθησία σε διεθνείς διαταραχές λόγω της αβεβαιότητας που επικρατεί γύρω από την αντιμετώπιση σε μείζονα θέματα (πχ μη εξυπηρετούμενα δάνεια) και άρα τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές της.
Σε αυτά επίσης συγκαταλέγονται οι σημαντικές καθυστερήσεις σε κρίσιμες μεταρρυθμίσεις (Δημόσιο, ιδιωτικοποιήσεις), η υποχώρηση της ανταγωνιστικότητας και των επενδύσεων, οι πιθανές δικαστικές αποφάσεις, τα πρόσφατα κρούσματα αναξιοπιστίας σε μεγάλες εισηγμένες επιχειρήσεις και τελικά η αναιμική ανάκαμψη, απαιτώντας τεράστιες προσπάθειες για την πλήρη πρόσβαση στις αγορές.
- Εντέλει, ποιες νάρκες κληροδοτεί αυτή η κυβέρνηση στην επόμενη;
Αυτό εξαρτάται και από το χρόνο που θα επιλέξει η κυβέρνηση να προκηρύξει εκλογές, αλλά σε κάθε περίπτωση, η παρούσα κυβέρνηση δε φαίνεται να διαθέτει ούτε το πολιτικό κεφάλαιο, αλλά ούτε και τη βούληση σε μια εκλογική χρονιά, να ολοκληρώσει κάποιες εναπομείνασες κρίσιμες μεταρρυθμίσεις, προσφέροντας με τον τρόπο αυτόν λύση σε ορισμένα σημαντικά ζητήματα που ταλανίζουν την ελληνική οικονομία, τα κυριότερα από τα οποία αναφέραμε πιο πάνω.
Απαραίτητο ωστόσο είναι να τονιστεί η αναγκαιότητα λύσης στο μείζον πρόβλημα των "κόκκινων δανείων", με τρόπο που, αφενός να υποστηρίζει την ανάκαμψη των τραπεζών ώστε να χρηματοδοτήσουν την οικονομία, και αφετέρου να μη διαταράσσει την κοινωνική συνοχή.
* O Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και πρώην επικεφαλής του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής