Και ξαφνικά ο νέος Αμερικανός Πρόεδρος εγκαινιάζει με μια ad hominem επίθεση κατά του Βλάντιμιρ Πούτιν μια εποχή ακόμη μεγαλύτερης αντιπαλότητας με την Μόσχα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι οι Αμερικανο-Ρωσικές σχέσεις εισέρχονται στην εποχή των παγετώνων. Ή μήπως δεν είναι και τόσο απροσδόκητη αυτή η εξέλιξη; Σχεδόν την ίδια στιγμή, στην Αλάσκα, οι συνομιλίες μεταξύ ΗΠΑ και Κίνας διολίσθησαν σε έναν διπλωματικό καβγά άνευ προηγουμένου.
Και στις δύο περιπτώσεις, εκτός από την ένταση, δεν υπάρχει κάτι που να αιφνιδιάζει. Ο Αμερικανός Πρόεδρος είχε προαναγγείλει ότι η αμερικανική στρατηγική απέναντι στην Ρωσία του Πούτιν θα είναι στρατηγική ισχύος και ανάσχεσης. Το ίδιο και απέναντι στην Κίνα για την οποία θεωρεί ότι η κατευναστική προσέγγιση του προκατόχου του της επέτρεψε να απειλεί τους συμμάχους και τα συμφέροντα των ΗΠΑ στην Νοτιοανατολική και Ανατολική Ασία.
Με δεδομένη την εξαιρετικά ρευστή παγκόσμια κατάσταση, η προσπάθεια του Τζο Μπάιντεν να εφαρμόσει μια σκληρή πολιτική ισχύος με έναν τόσο απροκάλυπτο τρόπο ίσως μοιάζει άστοχη και επικίνδυνη. Όμως, η Διοίκηση Μπάιντεν αντιδρά σε ένα στρατηγικό περιβάλλον που διαμορφώθηκε αρνητικά για τις ΗΠΑ την περίοδο Τραμπ. Την εποχή που ο ίδιος ήταν Αντιπρόεδρος, η Ουάσιγκτον προωθούσε μια πολιτική θετικής επανεκκίνησης (reset) των σχέσεων της με την Ρωσία.
Αν και δεν έχει το στρατηγικό βάρος της Σοβιετικής Ένωσης, η Μόσχα κατέστησε (μετά την εισβολή στην Κριμαία) κεντρικό στοιχείο της παγκόσμιας πολιτικής της την υπονόμευση της εσωτερικής πολιτικής συνοχής των ΗΠΑ. Η υβριδική εμπλοκή της σε δύο Προεδρικές εκλογές δεν αφήνει περιθώρια μη αντίδρασης στην Ουάσιγκτον.
Είναι σαφές ότι η εντυπωσιακή οικονομική ανάκαμψη (σχεδόν 7% η πρόβλεψη για φέτος και ανάλογη το 2022) και η επιβίωση των θεσμών μετά την λαίλαπα Τραμπ, οπλίζουν την Ουάσιγκτον με την απαραίτητη αυτοπεποίθηση για να στείλει το μήνυμα της «επιστροφής» και του τέλους της πολιτικής Τραμπ και του φλερτ με όλους τους αυταρχικούς δεσπότες και της απαξίωσης των παλιών συμμαχιών.
Τίποτε δεν μπορεί να μείνει ανεπηρέαστα από την «επιστροφή» των ΗΠΑ σε πιο δυναμικά μοτίβα στρατηγικής εμπλοκής στην Ανατολική Μεσόγειο και την ευρύτερη Μέση Ανατολή. Ο νέος (ένας ακόμη) Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ ΗΠΑ και Ρωσίας θα φέρει την Άγκυρα (αλλά και την ΕΕ) ενώπιον αφόρητων διλημμάτων. Οποιαδήποτε περεταίρω αναβάθμιση της συνεργασίας Άγκυρας-Μόσχας θα ενισχύει την καχυποψία της Ουάσιγκτον, αν δεν αντιμετωπίζεται εχθρικά. Υπάρχει επίσης το αίνιγμα της αμερικανικής στάσης απέναντι στο Ιράν. Το παράθυρο ευκαιρίας για την επιστροφή των ΗΠΑ στην συμφωνία για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης δείχνει να κλείνει. Αν αυτό συμβεί, η Άγκυρα θα έχει ένα ακόμη σημαντικό πρόβλημα.
Ξαφνικά, η φιλοδοξία της Άγκυρας να διαμορφώσει τις εξελίξεις σύμφωνα με το νέο-οθωμανικό όραμα του καθεστώτος Ερντογάν δεν θα φαντάζει το ίδιο ελκυστική και το κόστος της εξάρτηση από τις γεωπολιτικές προτιμήσεις της Ρωσίας θα γίνει πολύ υψηλό με αμφίβολο το όποιο όφελος. Οι περιφερειακές περιπέτειες ίσως αποδειχθούν αδιέξοδες, τουλάχιστον στην τρέχουσα συγκυρία.
Οι επόμενοι μήνες θα δείξουν αν η Τουρκία έχει αποφασίσει τελεσίδικα να αυτονομηθεί από τη Δύση. Σε κάθε περίπτωση, η τουρκικές θέσεις στο Αιγαίο, την Ανατολική Μεσόγειο και την Κύπρο δύσκολα θα αλλάξουν. Αυτό που θα παραμείνει δυναμικό είναι οι συσχετισμοί ισχύος.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι Καθηγητής Διεθνών Σχέσεων, Πάντειο Πανεπιστήμιο.