Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Στην τελευταία ταινία του Χριστόφορου Παπακαλιάτη, «Ένας άλλος κόσμος», υπάρχουν τρεις ερωτικές ιστορίες διαφορετικών ηλικιών που εκτυλίσσονται στη σύγχρονη Αθήνα του ρατσισμού, του κυνισμού και της φτώχειας. Στη δεύτερη, ο ίδιος ο Παπακαλιάτης υποδύεται έναν διευθυντή τμήματος πολυεθνικής εταιρείας που πρέπει να κάνει περικοπές εξαιτίας της κρίσης. Γι'' αυτόν τον λόγο, οι ξένοι ιδιοκτήτες στέλνουν στην Ελλάδα την πανέμορφη Αντρέα Όσβαρτ να εποπτεύσει τις απολύσεις που ο Παπακαλιάτης θα κάνει, με πόνο ψυχής!
Ο Χριστόφορος την συναντά και μεταξύ τους αναπτύσσεται ένα φλογερό πάθος. Όταν έρχεται η δύσκολη ώρα, εκείνος αντιστέκεται, πασχίζει, κάνει τα πάντα να μην διώξει τους εργαζόμενους, αλλά η Αντρέα, ως ανάλγητη και κυνική εκπρόσωπος του «νεοφιλελευθερισμού», δεν σηκώνει μύγα στο σπαθί της. Οι υπάλληλοι απολύονται, ένας από αυτούς, στενός φίλος του Παπακαλιάτη αυτοκτονεί και όλα κινούνται στα όρια του απόλυτου αδιεξόδου. Τίποτα δεν μπορεί να νικήσει τον κυνισμό του κεφαλαίου! Ούτε καν το ερωτικό ταμπεραμέντο ενός Έλληνα αυθεντικού εραστή.
Θα μπορούσε ο Αλέξης Τσίπρας να υποδυθεί τον ρόλο του δραματικού ήρωα στην ταινία; Ασφαλώς θα μπορούσε! Θα έδινε τη δική του μάχη, αναζητώντας πόνο, δακρύζοντας και πέφτοντας τελικά, ως ήρωας, στο πεδίο της μάχης, για χάρη των ψηφοφόρων του. Είμαι βέβαιος πως ο Παπακαλιάτης θα του έκανε την πρόταση, αν δεν ήταν πρωθυπουργός και αν δεν ήθελε βέβαια ό ίδιος να «επωφεληθεί» της υπέροχης Όσβαρτ…
Δεν έχω καμία αμφιβολία ότι οι πρόσφατες «αποκαλύψεις» των Wikileaks, για τις συζητήσεις μεταξύ στελεχών του ΔΝΤ, δίνουν την ευκαιρία στον πρωθυπουργό να παίξει έναν ακόμα δραματικό ρόλο. Άλλωστε, δεν είναι η πρώτη φορά. Έτσι ξεκίνησε την καριέρα του εξαρχής κι έτσι θα πορευτεί ως το τέλος. Πρώτα έγινε σύμβολο νεότητας για το πολιτικό σύστημα, στη συνέχεια ένας φέρελπις Τσε Γκεβάρα, μετά Ρομπέν των Δασών, έπειτα εκπορθητής της καπιταλιστικής Ευρώπης, διασώστης μισθών και συντάξεων, ηττημένος πλην τίμιος «αξιοπρεπής» Έλληνας και τώρα αγανακτισμένος πρωθυπουργός μιας χώρας που πέφτει θύμα ανάλγητων συνωμοτών.
Η συζήτηση μεταξύ του Πολ Τόμσεν και της Ντέλια Βελκουλέσκου είναι τόσο προβλέψιμη και φυσική που μόνο από «επιτηδευμένη αφέλεια» δίνει κανείς διάσταση συνωμοτικής προσπάθειας. Απλώς επαναλαμβάνει αυτό που ήδη γνωρίζαμε: Το ΔΝΤ θέλει το πρόγραμμα να πετυχαίνει τους δημοσιονομικούς στόχους και να έχει επαρκή χρηματοδότηση. Εμείς το φέραμε στο ξέφραγο αμπέλι της οικονομίας μας. Δεν ήρθε μόνο του. Και στο κάτω κάτω, τι μπορεί να φανταστεί κανείς ότι συζητούν στο ΔΝΤ, για την Ελλάδα; Τι περιλαμβάνει η ρητορική τους; Τη σημειολογία που χρησιμοποιεί ο λαϊκισμός του ΣΥΡΙΖΑ; Είναι τουλάχιστον ανόητο να περιμένουμε από ανθρώπους που ασχολούνται με νούμερα και οικονομικά μεγέθη να είναι «ΣΥΡΙΖΑ»! Να χρησιμοποιούν δηλαδή, στη σημειολογία τους, στοιχεία από τις «ρομαντικές» αφηγήσεις που έκανε ο Αλέξης στους οπαδούς του ή ο Χριστόφορος στις ταινίες του!
Είναι από χρόνια σαφές τι θέλει το ΔΝΤ από την Ελλάδα. Όπως και τι θέλουν οι δανειστές. Εκείνο που δεν είναι σαφές είναι τι θέλει η Ελλάδα από τον εαυτό της. Πραγματικά, τι νομίζουμε ότι συζητούν πίσω από τις κλειστές πόρτες οι ξένοι για μας; Πολύ ηπιότερα σίγουρα από αυτά που συζητούμε εμείς οι ίδιοι για την πολιτική διαχείριση της κρίσης εδώ και έξι χρόνια: ότι κανένα κόμμα δεν ήθελε μεταρρυθμίσεις και ότι από τους προηγούμενους η κυβέρνηση του Τσίπρα αντιστέκεται περισσότερο, προκειμένου να διασώσει το κομματικό κράτος και να ξεφύγει από την επιβεβλημένη «νομιμότητα» των ξένων. Αν δεν αρέσει η δικιά τους νομιμότητα, ας φτιάχναμε μία δική μας. Αλλά δεν την φτιάχνουμε…
Άρα λοιπόν, η αποκάλυψη συνομιλιών παραβιάζει ανοιχτές πόρτες και δίνει υλικό για δημοσιογραφικό διάλογο στον διεθνή και ελληνικό Τύπο. Τίποτα παραπάνω από επικοινωνία την οποία, βέβαια, σπεύδει ο Αλέξης Τσίπρας, ως άλλος ήρωας του Παπακαλιάτη, να την δραματοποιήσει και να την εκμεταλλευτεί, στις διεκδικήσεις του προς τους Ευρωπαίους, ενάντια στο ΔΝΤ.
Για άλλη μία φορά ο πρωθυπουργός υποδύεται ρόλους. Και μαζί του ολόκληρη η πολιτική μας αφήγηση μεταφέρεται σε κινηματογραφικό μελό για απλοϊκούς θεατές. Δυστυχώς για όλους μας, αυτή η τάση άρνησης της πραγματικότητας δεν πρόκειται να έχει happy end. Η χώρα μοιάζει, πράγματι, με ταινία και το χειρότερο είναι ότι, εκτός από τον μονίμως θυματοποιημένο πρωταγωνιστή, ακολουθούμε κι εμείς. Ως μάζα θλιβερών κομπάρσων, αδύναμη και ανίκανη να αντισταθεί…