Του Ανδρέα Ζαμπούκα
Μεταξύ μας τώρα, είμαστε μια κοινωνία περίεργη. Και καταφέρνουμε να γελοιοποιήσουμε τα πάντα, σε κάθε ευκαιρία. Ειδικά στις κοινωνικές μας εκδηλώσεις και στους εορτασμούς. Στα έθιμα, στις εκδηλώσεις μας, στη διαχείριση γενικότερα της πολιτιστικής μας ταυτότητας ή της συλλογικής μας μνήμης.
Στο ερώτημα αν πρέπει ή όχι να υπάρχουν παρελάσεις δεν έχει νόημα να απαντήσεις μονολεκτικά. Είναι μάλλον απλοϊκό να ακολουθήσεις την συμπλεγματική θεωρία της Αριστεράς που τις απορρίπτει. Γιατί αποδεικνύεται περισσότερο φαιδρή από τους υποστηρικτές τους, μιας και όταν η Αριστερά βρέθηκε στην εξουσία αλλά δεν τις κατήργησε.
Το μείζον ζήτημα είναι το πώς αντιμετωπίζουμε τα δημόσια τελετουργικά μας. Τα οποιαδήποτε. Τα θρησκευτικά, τα εθνικά, τα πολιτιστικά, τα πολιτικά. Όλα όσα διαδραματίζονται σε δημόσιο χώρο και έχουν να κάνουν με κάθε συλλογική στάση απέναντι σε σύμβολα ή διαδικασίες.
Κάνουμε τα πάντα για «κοινωνική καταξίωση». Πεπεισμένοι ότι φορώντας το προσωπείο της σοβαροφάνειας θα εκτιμηθεί δεόντως από τους «πελάτες» μας. Είτε πρόκειται για ψηφοφόρους είτε για πιστούς είτε για αναγνώστες είτε για την κλειστή κοινότητα που ανήκουμε. Ακολουθούμε εν ολίγοις, κατά γράμμα, την νόρμα ήθους, συμπεριφοράς και πειθήνιας συγκατάβασης σε αυτό που αποδέχεται η κρίσιμη μάζα που θα μας πιστοποιήσει κοινωνικά.
Μέσα στα τόσα φαιδρά που διαδραματίστηκαν και σε αυτή την επέτειο, ξεχώρισα μια εικόνα σοβαρότητας και ελπίδας. Την όμορφη έγχρωμη σημαιοφόρο και το δάκρυ της μαμάς της που χειροκροτούσε λίγο πιο πέρα. Βουβά και διακριτικά. Ήσυχα και τόσο αληθινά.
Μου θύμισε άλλες εποχές, πιο όμορφες, πιο γνήσιες και πιο δεμένες με γιορτές και πανηγύρια. Με επετείους και εορτασμούς που οι άνθρωποι τις είχαν πραγματικά ανάγκη στην όχι και τόσο συναρπαστική ζωή τους. Μου θύμισε τα σκετσάκια στο πρόχειρο πάλκο, τα ποιήματα, τους καλοντυμένους γονείς και βέβαια τις «ένδοξες» παρελάσεις μπροστά στον δήμαρχο και στους επίσημους.
Άλλοι όμως καιροί. Πιο κοντά σε μνήμες και πιο κοντά σε μια παραδοσιακή ζωή που αναπόφευκτα άλλαξε για όλους μας. Και για τα παιδιά μας. Γιατί δεν είμαστε πια οι ίδιοι. Ούτε η στάση μας απέναντι στην ιστορία ούτε και τα συναισθήματά μας. Δεν συγκινούμαστε πια όπως παλιά. Απλώς προσποιούμαστε την συγκίνηση για να επιμηκύνουμε περισσότερο την κοινωνική καταξίωση που μας καίει.
Η μάνα, όμως, η μετανάστις, η ελληνίδα, είναι αλλιώς. Η αριστούχος κόρη της είναι διαφορετική περίπτωση. Όπως και η οικογένεια των Αντετοκούνμπο, πιθανότατα έζησε την καταξίωση με άλλο τρόπο από αυτόν που οι υπόλοιποι Έλληνες, οι παλιοί, την επιζητούν.
Χωρίς να ξέρω ποιες είναι μάνα και κόρη, έχω την εντύπωση πως ο δρόμος της ενσωμάτωσης και ο αγώνας για διάκριση, επιβραβεύει και τα συναισθήματα των ανθρώπων. Κι αν υπάρχει ένα εθνικό νόημα στην σημειολογία της εικόνας, αυτό είναι ο ενθουσιασμός και η διάθεση αυτών των ανθρώπων να είναι Έλληνες. Όσο οι υπόλοιποι συμπολίτες τους και ίσως ακόμα πιο πολύ στην συνείδησή τους.
Το πρόβλημα με τις παρελάσεις δεν είναι μόνο ότι επιμένουμε να τις επιβάλουμε στα παιδιά μας, ως μιλιταριστικό κατάλοιπο. Είναι ότι δεν ξέρουμε να το κάνουμε σωστά. Το λάθος μας είναι ότι δεν ασκούμε αυτοκριτική να δούμε την προχειρότητα που μας γελοιοποιεί και μας εκθέτει.
Το μυστικό βρίσκεται πάντα στο στιλ. Και στην αισθητική αποτίμηση των πραγμάτων. Για μένα, η έγχρωμη Ελληνίδα μάνα που δάκρυσε για την άριστη κόρη της διέσωσε κάτι από την χρεία της μνήμης των ημερών. Κάπως συμμάζεψε το απέραντο κιτς της κακοδιαχείρισης των συμβόλων…