Κάποιες φορές ανάμεσα σε αυτά που ο καλλιτέχνης και αυτά που ο κόσμος καταλαβαίνει υπάρχει διαφορά. Παράδειγμα.
Σε ηλικία οκτώ ετών με την τρίτη τάξη του δημοτικού της Γιούλας Μιχαλοπούλου – Πλαφουτζή είχαμε σε μια κυριακάτικη πρωινή παράσταση στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Το έργο ήταν για το Αλβανικό Επος. Πρωταγωνιστικός ρόλος του ηρωικού συνταγματάρχη Κωνσταντίνου Δαβάκη.
Το κείμενο το προβλεπόμενα πατριωτικό όπως και οι σκηνές. Στην πρώτη γραμμή του μετώπου έχει φτάσει η είδηση ότι ο Ιωάννης Μεταξάς είπε το όχι. Οι Ιταλοί ετοιμάζονται να κάνουν επίθεση και στην σκηνή επικρατεί ημίφως γιατί ακόμα δεν έχει ξημερώσει. Ο συνταγματάρχης καθισμένος πάνω σε μια κάσα από πυρομαχικά γράφει στο γόνατο γράμμα στην γυναίκα του. Διαβάζει δυνατά. «Αγαπημένη μου σύζυγος, αύριο μπαίνουμε στην μάχη. Κανείς δεν μπορεί να ξέρει αλλά ότι και να γίνει μην στενοχωρηθείς. Ο θάνατος για την πατρίδα είναι γλυκός». Τα λόγια είναι συγκινητικά αλλά τα αγοράκια της τρίτης τάξης της Γιούλας βαριόμαστε μέχρι θανάτου.
Η δράση όμως ανεβαίνει. Μαζί με το φως στην σκηνή αφού ξημερώνει. Ενας έλληνας στρατιώτης πλησιάζει τον Δαβάκη. «Κύριε συνταγματάρχα. Ερχονται». Ο Δαβάκης σηκώνεται. «Πάμε παιδιά μου. Για την Ελλάδα». Ο θίασος όμως δεν είναι πολυμελής, οπότε τα παιδιά είναι ένα ανθυπολοχαγός και ένας δεύτερος έλληνας στρατιώτης. Όχι ότι οι Ιταλοί είναι πολύ περισσότεροι. Από την άλλη πλευρά της σκηνής μπαίνουν τέσσερις – πέντε ιταλοί. Ακούγονται πυροβολισμοί. Ο συνταγματάρχης πέφτει. Ο πιστός ανθυπολοχαγός γονατίζει, ακουμπάει το κεφάλι του συνταγματάρχη στο γόνατο ακούει τα τελευταία του τα λόγια. «Αφήστε με εμένα. Εγώ πεθαίνω. Εμπρός εσείς. Στην μάχη. Για την πατρίδα. Αέρα». Ή κάτι τέτοιο αφού τα παιδάκια της τρίτης της Γιούλας Μιχαλοπούλου Πλαφουτζή δεν ακούμε. Γιατί αποθεώνουμε τους Ιταλούς που έχουν ανοίξει το σκορ. Κάπως έτσι έγινα Ουραγουάη – κάθε πειραιώτης που σέβεται τον εαυτό του έτσι την λέει – στο ποδόσφαιρο.
Ο έρωτας με την Ουρουγουάη ξεκίνησε το 1966 όταν στο εναρκτήριο ματς του Παγκοσμίου Κυπέλλου κράτησε την Αγγλία στο μηδέν. Ολοκληρώθηκε στο Παγκόσμιο Κύπελλο στο Μεξικό όταν η μεγαλύτερη άμυνα όλων των εποχών πάτησε το πόδι της στο γήπεδο. Η μυθική τετράδα των Αντσέτα, Ματόσας, Ούμπινα και του Μοντέρο Καστίγιο, πατέρα του Πάολο Μοντέρο, κλάδεψε κάθε αντίπαλο, ανεξάρτητα από ράτσα, χρώμα ή θρησκεία. Οσο ο Γιάννης Διακογιάννης στις θρυλικές μεταδόσεις του '70 καυτηρίαζε το αντιαθλητικό παιχνίδι των Ουρουγουανών τόσο εγώ με τον φίλο μου τον Γιαννάκη τον Κύρη καθόμαστε στο ημίφως του σαλονιού του σπιτιού του στην Μετσόβου και λέγαμε τα ονόματα της 11αδας της Ουρουγουάης σαν να ήταν τα 100 ονόματα του προφήτη. Μαζούρκιεβτις, Αντσέτα, Ματόσας, Ούμπινα, Μοντέρο Καστίγιο, Μουχίκα, Λουίς Κουμπίγια, Ρόχα, Εσπαράγκο. Μανέιρο. Χούλιο Λοσάντα. Με πιο συνηθισμένες αλλαγές Κόρτες, Μπαρένο. Μοράλες και Σαντοβάλ.
Στα 48 χρόνια που ακολούθησαν η Ουρουγουάη ποτέ δεν μας πρόδωσε. Μας χάρισε την πιο γρήγορη αποβολή στην ιστορία των παγκοσμίων κυπέλλων. Με την αποβολή του Χούλιο Μπατίστα στο πρώτο λεπτό για κλάδεμα στον Γκόρντον Στράχαν της Σκοτίας στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1986. Το πιο αλανιάρικο πέναλτι στην ιστορία των παγκοσμίων κυπέλλων. Το χέρι του Σουάρεζ στο τελευταίο λεπτό στο ματς με την Γκάνα στο Παγκόσμιο της Νότιας Αφρικής, που έχασε ο Ασαμόα, με την Ουρουγουάη να προχωράει στα ημιτελικά. Και τον μεγαλύτερο αρχηγό στην ιστορία του ποδοσφαίρου, τοn Ντιέγκο Φορλάν, που όταν πριν το ματς τραγουδούσε τον ύμνο της πατρίδας «Orientales, la Patria o la Tumba» ήξερες ότι εννοούσε κάθε λέξη του. Ιδιαίτερα το la tumba. Τον τάφο, που η ομάδα της Ουρουγουάης ήταν πρόθυμη να πάει για την τιμή της πατρίδας προτιμώντας πάντα να στείλει αντί αυτήν τους αντιπάλους της. Πάμε μωρή ομαδάρα.