Η ελληνική οικονομία παρά την εκρηκτική άνοδο του ενεργειακού κόστους, θα κλείσει τη χρονιά του 2021 με πρωτοφανείς ρυθμούς ανάπτυξης, που θα ξεπεράσουν ακόμα και τις πιο αισιόδοξες προβλέψεις. Είναι πιθανό, η αύξηση του ΑΕΠ να πλησιάσει και το 8,5%. Και όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η πανδημία ελέγχεται μεν καλύτερα, αλλά δεν έχει τιθασευτεί στον βαθμό, που θα επέτρεπε στην αγορά να κινηθεί απρόσκοπτα.
Ωραία. Για το 2021, αποδεικνύεται εκ του αποτελέσματος ότι τα καταφέραμε με το παραπάνω. Οπότε τα ερωτήματα εστιάζονται στο τι πρόκειται να συμβεί μέσα στο 2022, με την ελπίδα της «επιστροφής στην κανονικότητα». Όμως όσο και να κοιτάζουμε πίσω μας νοσταλγικά, στην «κανονικότητα» των περασμένων ετών, θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η επιστροφή στο «γλυκό» και «βολικό» παρελθόν δεν υπάρχει. Σαν κοινωνία και σαν οικονομία, θα κινούμαστε πλέον σε ένα περιβάλλον ευμετάβλητο, πολυπαραγοντικό, με μειωμένη σιγουριά και χαμηλότερη προβλεψιμότητα. Με λιγότερες βεβαιότητες, με περισσότερες αβεβαιότητες, με διαρκείς προκλήσεις και με επαναλαμβανόμενες κρίσεις, μέσα από τις οποίες πρέπει να αναζητούμε τις ευκαιρίες που προκύπτουν.
Το 2022 θα είναι διαφορετικό. Θα κουβαλάει μαζί του τις απρόβλεπτες εξελίξεις της πανδημίας, την κινούμενη άμμο της ενεργειακής κρίσης, τις πληθωριστικές πιέσεις που θα φανεί αν θα είναι προσωρινές ή θα μας συνοδεύουν για καιρό, τις σημαντικές αυξήσεις των πρώτων υλών καθώς
και τα απόνερα από την τρικυμία, που επικρατεί ανάμεσα στους κρίκους της εφοδιαστικής αλυσίδας. Και φυσικά μέσα στο 2022 θα φανεί αν η ΕΚΤ
θα προχωρήσει στην άρση των αγορών ομολόγων στο πλαίσιο του προγράμματος PEPP (Pandemic Emergency Purchase Program). Ένα γεγονός που θα μπορούσε να οδηγήσει σε άνοδο του κόστους του δανεισμού της χώρας. Θα φανεί επίσης, το αν η ΕΚΤ θα επιλέξει να χρησιμοποιήσει μια νέα σειρά προγραμμάτων στήριξης της ρευστότητας του συστήματος. Ασφαλώς και το περιβάλλον αυτό, δεν μπορεί να
θεωρηθεί σαν επιστροφή στην «κανονικότητα».
Ωστόσο, το νέο τοπίο μέσα στα οποίο θα ανατείλει το 2022, έχει και ορισμένα θετικά χαρακτηριστικά, που δεν προϋπήρχαν. Για παράδειγμα, τη ριζική αλλαγή του επενδυτικού κλίματος επί το θετικότερο. Τη βελτίωση των πάσης φύσεως αξιολογήσεων και έμπρακτων κινήσεων, για την εγχώρια οικονομία, το τραπεζικό σύστημα, τις κρατικές ομολογιακές εκδόσεις, τις ιδιωτικές ομολογιακές εκδόσεις, για τις αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στο χρηματιστήριο, για τις ιδιωτικοποιήσεις και για άλλα πολλά.
Αυτό το τοπίο, το συμπληρώνουν οι νέοι - πρωτοφανείς σε μέγεθος - διαθέσιμοι ευρωπαϊκοί πόροι από το Ταμείο Ανάκαμψης, μαζί με τα νέα
εργαλεία χρηματοδοτήσεων που εμπεριέχουν ιδιωτικά κεφάλαια και τραπεζικές χρηματοδοτήσεις, καθώς και το Εθνικό Σχέδιο «Ελλάδα 2.0». Οι
εκτιμήσεις των αναλυτών είναι, ότι όλοι οι προαναφερθέντες παράγοντες θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μια αύξηση του ΑΕΠ, στα επίπεδα του 4%.
Βέβαια, το μεγάλο στοίχημα της κυβέρνησης δεν θα είναι μόνο οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας, αλλά και η διαχείριση της ακρίβειας, που έχει
άμεσες επιπτώσεις στα νοικοκυριά. Σε προηγούμενο άρθρο με τίτλο «Ο μόνος αντίπαλος της κυβέρνησης είναι το κύμα της ακρίβειας», είχαμε αναφέρει ότι η διαχείριση της ακρίβειας περνάει και μέσα από τον τομέα της επικοινωνίας, αλλά από τον τομέα της πραγματικής και ουσιαστικής οικονομικής παρέμβασης.
Τέλος, το 2022 θα είναι μια ακόμα χρονιά που η κυβέρνηση θα πρέπει να αντιμετωπίσει και τα τέσσερα βασικά ελλείμματα της εγχώριας οικονομίας.
Το δημοσιονομικό έλλειμμα, το οποίο θα βελτιωθεί και ίσως θα εξαλειφθεί, καθώς η μεγέθυνση της οικονομίας θα οδηγήσει σε αύξηση των δημοσίων εσόδων.
Το εμπορικό έλλειμμα, που αποτελεί μια χέουσα πληγή, για όσον καιρό η πραγματική οικονομία δεν παράγει προϊόντα, που αφ’ ενός να μπορούν να υποκαταστήσουν τα αντίστοιχα εισαγόμενα και αφ’ ετέρου να μπορούν να διεισδύσουν στις ξένες αγορές.
Το έλλειμμα ανταγωνιστικότητας και το έλλειμμα μεταρρυθμίσεων, η μείωση και εξαφάνιση των οποίων, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση για τη σύγκλιση της ελληνικής παραγωγικής μηχανής με τις αντίστοιχες ευρωπαϊκές.
Θα χαρακτηρίζαμε το 2022, σαν το έτος των επικών μαχών κατά των πάσης φύσεως ελλειμμάτων της πραγματικής οικονομίας.