Του Παύλου Ελευθεριάδη*
Θα ήταν εύλογο να νιώσουμε κάποιου είδους συμπάθεια για την Τερέζα Mέι. Για δεύτερη φορά μέσα σε λίγες εβδομάδες το πιο σημαντικό έργο της πολιτικής της ζωής, η Συμφωνία Αποχώρησης της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση - ένα κείμενο σχεδόν 600 σελίδων που είναι αποτέλεσμα διαπραγματεύσεων που διήρκεσαν δύο χρόνια και συμφωνήθηκε τον Νοέμβριο από την ΕΕ – απορρίφθηκε από την βρετανική Βουλή με τεράστια πλειοψηφία. Σε κανονικές περιστάσεις η κοινοβουλευτική αυτή ήττα θα ήταν λόγος παραίτησης για την Πρωθυπουργό. Δεν ζούμε όμως κανονικές περιστάσεις.
Η Βρετανία περνά μια εντελώς πρωτοφανή κρίση πολιτικής και οικονομικής αστάθειας. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει αν η χώρα θα είναι μέλος της ΕΕ σε τρεις εβδομάδες. Για την αστάθεια αυτή υπεύθυνη είναι μόνο η Πρωθυπουργός, η οποία γι'' αυτό δεν δικαιούται καμίας συμπάθειας.
Η ίδια προκάλεσε αυτό το πρωτοφανές φιάσκο, με τρόπο που ήταν εντελώς προβλέψιμος σε όσους ήξεραν έστω και λίγο τι σημαίνει η ενιαία αγορά της ΕΕ. Το φθινόπωρο του 2016 η νεοεκλεγείσα Πρωθυπουργός υιοθέτησε όλα τα αιτήματα των ακραίων εθνικιστών μέσα στο κόμμα της: ανακοίνωσε ότι το δημοψήφισμα ήταν ψήφος εναντίον της μετανάστευσης από την ΕΕ, ότι η Βρετανία δεν χρειάζεται την ενιαία αγορά γιατί είναι «οικουμενική Βρετανία», ότι οι πολίτες που αλλάζουν χώρα είναι «πολίτες του πουθενά», ότι η συμμόρφωση προς το δικαστήριο της ΕΕ υπονομεύει την «εθνική κυριαρχία». Δήλωσε τότε ότι η έξοδος από την ΕΕ χωρίς συμφωνία είναι καλύτερη από μια «κακή συμφωνία».
Τόσο ο επιχειρηματικός κόσμος όσο και οι ειδικοί στο δίκαιο της ΕΕ την προειδοποίησαν ότι όλα αυτά θα βλάψουν σημαντικά την Βρετανική κοινωνία, θα καταστρέψουν την αυτοκινητοβιομηχανία και θα φέρουν οικονομική κατάρρευση στην περίπτωση βίαιης εξόδου από την ΕΕ. Της εξήγησαν επίσης ότι θα φέρουν μετά από δεκαετίες ένα φυσικό σύνορο μεταξύ Ιρλανδίας και Βορείου Ιρλανδίας, που θα απειλήσει την ειρήνη στην πολύπαθη περιοχή. Εκείνη συνέχισε απτόητη.
Δεν υποχώρησε ποτέ και δεν αναζήτησε συναίνεση από τις κεντρώες πολιτικές δυνάμεις ακόμα και όταν ηττήθηκε στις πρόωρες εκλογές του 2017. Στράφηκε τότε στο εθνικιστικό κόμμα της Βόρειας Ιρλανδίας, DUP. Εξαιτίας της στάσης της αυτής η Βρετανία σήμερα ζει έναν παροξυσμό εθνικισμού και φαντασιοπληξίας, με διαρκή παραπλάνηση για το τί είναι και τι κάνει η Ευρωπαϊκή Ένωση από τα λαϊκά έντυπα.
Η χθεσινή ήττα, που προκλήθηκε όταν τόσο το DUP αλλά και οι ακραίοι εθνικιστές στο Συντηρητικό Κόμμα ψήφισαν ενάντια στην συμφωνία (μαζί με όλη την αντιπολίτευση), μειώνει πλέον την διακριτική της ευχέρεια στο μηδέν. Σήμερα η Βουλή θα ψηφίσει για το αν επιθυμεί έξοδο χωρίς συμφωνία και αύριο θα ψηφίσει για το αν θέλει παράταση της προθεσμίας του άρθρου 50.
Το πιθανότερο αποτέλεσμα είναι ότι η Βουλή θα απορρίψει – για τώρα – την έξοδο χωρίς συμφωνία και αύριο θα ψηφίσει για μια μικρή παράταση. Το αδιέξοδο όμως παραμένει και θα εμφανιστεί ξανά στο τέλος της – όποιας - παράτασης. Η Βρετανία πρέπει να αποφασίσει αν επιθυμεί το μέλλον του απομονωτισμού και της εθνικιστικής έξαρσης που προτείνει το Συντηρητικό Κόμμα, ή αν προτιμά να παραμείνει στην Ευρώπη, τώρα που κατανοεί καλύτερα τα οφέλη.
Η προσωπική μου γνώμη είναι ότι αυτή η τρομερά σημαντική απόφαση απαιτεί ένα νέο δημοψήφισμα. Το σημερινό δίλημμα ήταν παντελώς άγνωστο το 2016. Στο κάτω κάτω, αν το αποτέλεσμα του 2016 δίνει εντολή στην Τερέζα Μέι για έξοδο από την ΕΕ πώς και το ίδιο της το κόμμα δεν μπορεί να συμφωνήσει ποια είναι ακριβώς η εντολή; Δυστυχώς όμως το ενδεχόμενο του δημοψηφίσματος είναι ακόμα μακρινό. Η ηγεσία της Βρετανίας, η Πρωθυπουργός αλλά και ο αρχηγός της Αντιπολίτευσης Τζέρεμι Κόρμπιν, προς το παρόν αδυνατούν να σκεφτούν ορθολογικά και μακροπρόθεσμα για το μέλλον της χώρας.
* Ο Παύλος Ελευθεριάδης είναι καθηγητής δημοσίου δικαίου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης και δικηγόρος στο Λονδίνο
AP Photo/Kirsty Wigglesworth