Του Σάκη Μουμτζή
Ο Α. Τσίπρας την πρώτη ημέρα του καινούργιου χρόνου, αισθάνθηκε την ανάγκη να δηλώσει πως οι εκλογές θα διεξαχθούν στο τέλος της θητείας της κυβέρνησης.
Είμαι βέβαιος πως ήταν ειλικρινής προχθές. Όμως ένας πολιτικός αρχηγός την προσφυγή στις κάλπες δεν την αποφασίζει με βάση προηγούμενες δηλώσεις του, αλλά υπολογίζοντας το συμφέρον του κόμματος του.
Αν πιστεύει πως η συγκυρία τον ευνοεί, ανεξαρτήτως δικών του δηλώσεων κατά το παρελθόν, προσφεύγει στην ψήφο του λαού.
Ποια όμως θα είναι η ευνοϊκή συγκυρία για τον ΣΥΡΙΖΑ; Μπορεί να ελπίζει σε εκλογική νίκη;
Αν η ηγετική ομάδα του προσεγγίζει με ρεαλισμό την πραγματικότητα, θα πρέπει να χαμηλώσει τον πήχυ.
Νομίζω πως ο Α. Τσίπρας θα πρέπει να είναι ικανοποιημένος, αν οι μετρήσεις δείχνουν πως η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας είναι πολύ δύσκολος στόχος.
Τότε παραμένει ζωντανός στο παιχνίδι της κεντρικής πολιτικής σκηνής και—καθώς είναι νέος στην ηλικία—έχει όλο το μέλλον μπροστά του.
Συνεπώς, θα διενεργήσει εκλογές αν η ψαλίδα Νέας Δημοκρατίας—ΣΥΡΙΖΑ κλείσει τόσο όσο να περιορίζονται οι ελπίδες του Κυρ. Μητσοτάκη για αυτοδυναμία.
Αν ο Α. Τσίπρας διαπιστώσει πως η ψαλίδα δεν κλείνει και όλες οι λοιπές ενδείξεις των δημοσκοπήσεων προμηνύουν μια καθαρή ήττα, τότε θα κυβερνήσει μέχρι τέλους. Είναι μονόδρομος αυτή η επιλογή.
Τι πρέπει να κάνει η Νέα Δημοκρατία για να επιτύχει μιαν άνετη νίκη που θα την οδηγήσει στην αυτοδυναμία;
Στην πολιτική υπάρχει ένας ανεξαίρετος κανόνας. Τις εκλογές τις κερδίζει όποιος επιβάλλει τα διλήμματα του.
Ο ΣΥΡΙΖΑ από το 2011 είχε ένα κεντρικό βραχίονα στην πολιτική του, το αντιμνημόνιο, και έναν επικουρικό, την σύγκρουση του «διεφθαρμένου» παλιού, με το «αγνό και ελπιδοφόρο» νέο.
Οι δύο πολιτικές συμπλέκονταν και δημιούργησαν το δίλημμα «εμείς ή αυτοί». Και ο Ελληνικός λαός προτίμησε τέσσερις συνεχόμενες φορές το «εμείς», γιατί αυτό το σύνθημα κυριάρχησε όλο αυτό το διάστημα.
Μετά την μνημονιακή στροφή του Α. Τσίπρα η αντιμνημονιακή πολιτική του έχει ακυρωθεί. Έμεινε όμως, και προβάλλεται κατά κόρον, η πάλη του παλιού με το νέο.
Η πάλη του πολιτικού συστήματος (πολιτικοί, εκδότες, δημοσιογράφοι, επιχειρηματίες) που οδήγησε την χώρα στην «καταστροφή» με τις δυνάμεις που αγωνίζονται για την «ανόρθωση» της.
Η Νέα Δημοκρατία οφείλει να αλλάξει το πεδίο της αντιπαράθεσης. Γιατί κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί πως τα στελέχη της έρχονται από το παρελθόν. Με τα λάθη τους και τις παραλείψεις τους.
Άρα πρέπει να αποδείξει πως το παλιό είναι πολύ καλύτερο από το νέο. Πώς τα επιτεύγματα όλων των μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων, δεν μπορούν να ακυρωθούν από λάθος επιλογές της περιόδου 2007-2011.
Τέσσερα χρόνια δεν μπορεί να αμαυρώσουν μια πορεία διαρκούς ευημερίας και αδιάλειπτης δημοκρατίας 35 ετών.
Ο Κυρ. Μητσοτάκης οφείλει να υπερασπισθεί την Ελλάδα της Μεταπολίτευσης και να προβάλλει –όπως και το κάνει—τα επιτεύγματα της περιόδου 2012-14, συγκρίνοντας τα με τις καταστροφικές πολιτικές του ΣΥΡΙΖΑ.
Οφείλει να αποστομώσει όλους αυτούς που μιλούν για το τέλος της Μεταπολίτευσης, καθώς δεν μας προβάλλουν το πολιτικό μοντέλο που θα την διαδεχθεί. Απλώς κατεδαφίζουν.
Γιατί η Μεταπολίτευση είναι συνυφασμένη με το πολίτευμα της φιλελεύθερης δημοκρατίας, που λειτούργησε και λειτουργεί –μέχρι στιγμής—επαρκώς.
Σε αυτό το πεδίο θα πρέπει να μεταφέρει την αντιπαράθεση ο Κυρ. Μητσοτάκης. «Εμείς φτιάξαμε την Ελλάδα της δημοκρατίας και της αταλάντευτης ευρωπαϊκής πορείας κι εσείς αγωνίζεστε να καταστρέψτε και τις δύο εθνικές επιλογές μας».
«Τελικά δεν είσαστε ούτε τόσο καινούργιοι ούτε τόσο αθώοι. Η Αριστερά έδιωξε τα εργοστάσια από την Ελλάδα, μπαχαλοποίησε την Παιδεία, η Αριστερά συνομιλούσε με τους δολοφόνους της 17 Νοέμβρη, η Αριστερά επέβαλλε την υποκουλτούρα των μετρίων».
Βέβαια, για να ειπωθούν όλα αυτά τα αιχμηρά και δηλητηριώδη, και πολλά άλλα, θα πρέπει εκεί στη Νέα Δημοκρατία να ξεκαθαρίσουν τις τακτικές τους κινήσεις και να μπουν με δυναμισμό στην τελική ευθεία.
Γιατί δεν απευθύνονται πλέον στους Νεοδημοκράτες, αλλά στο 20% περίπου των αναποφάσιστων, που θέλουν να ακούσουν καθαρές και απλές κουβέντες.
Να συγκρίνουν και να αποφασίσουν!