Είσαι ένας μεσήλικας μέσου εισοδήματος και μένεις στην άκρη ενός χωριού που το λένε Ευρώπη. Μάλιστα είσαι από τους πιο φτωχούς του χωριού.
Αλλά θα έλεγε κανείς πως ακόμα και αυτό είναι επιτυχία, γιατί έτυχε να γεννηθείς εκεί, όταν την άκρη του χωριού την κατείχαν κάτι άνθρωποι που τους έλεγαν Οθωμανούς. Που σου έμαθαν το ραχάτι και το ρουσφέτι.
Πέρασες πολλά. Πολέμους, νίκες, ήττες, δημοκρατίες, χουντες, καλές εποχές αλλά και μια πρόσφατη χρεοκοπία από την οποία μόλις βγήκες.
Παρόλα αυτά τα κουτσοκατάφερες να έχεις ένα αξιοπρεπές σπίτι στην άκρη του χωριού - Ευρώπη είπαμε το λένε - με ένα μικρό κήπο που στην πάνω γωνία έχει ένα φράχτη ενώ στις υπόλοιπες μεριές σε περικυκλώνει ένα φιδισιο ποτάμι.
Μια μέρα κατά τις 3 τα ξημερώματα βλέπεις έναν να καβαλάει τον φράχτη. Δεν σου χτύπησε την αυλόπορτα απλά τον βλέπεις να ανεβαίνει και να πηδάει μέσα στον κήπο.
Αγουροξυπνημενος και ξαφνιασμενος πας να δεις τι γίνεται. Ορίστε λες, τι θέλετε;;. Ξέρετε ειμαι από τη Συρία. Είναι δύο χωριά πιο κάτω. Έχουμε πόλεμο εκεί. Θα ήθελα να έρθω στο χωριό σας.
Παρότι δεν σε ρώτησε, παρότι προσπέρασε δύο χωριά μέχρι να έρθει στο δικό σου, λες στον φουκαρά.. "Έλα αδερφέ. Έλα. Ξέρω από προσφυγιά και φτώχεια. Μικρό είναι το σπιτικό μου. Μικρός και ο κήπος μου αλλά θα χωρέσει μερικούς."
Αντιπαρερχεσαι που δεν σε ρώτησε, λες δεν πειράζει, φουκαράς είναι.
Το άλλο βράδυ το ίδιο. Ξαναξυπνάς τρομαγμένος και βλέπεις κάποιον να πλησιάζει με βάρκα από το ποτάμι. Έρχεται και αράζει στον κήπο σου.
Ετούτος δεν φαίνεται τόσο ταλαίπωρος αλλά τον πλησιάζεις με ευγένεια.
"Ποιος είσαι εσύ " ρωτάς. Είμαι από το Αφγανιστάν σου λέει. Είχα πόλεμο εκεί πριν κάποια χρόνια και θέλω να έρθω στο χωριό σου. "Μισό λεπτό ρε φίλε. Εσύ είσαι τρία χωριά πιο κάτω. Από εδώ θα έρθεις και εσύ;. Από τι κινδυνεύεις στο διπλανό χωριό;".
Αλλά τέλος πάντων τον βλέπεις κακομοίρη. Του λες "έλα και συ και βλέπουμε".
Το επόμενο βράδυ πάλι τα ίδια. Τώρα από το Πακιστάν. Τέσσερα χωριά πιο κάτω. Και χωρίς πόλεμο. Το καταπίνεις. Φουκαράς λες κι αυτός.
Κάπου θα τον βάλω.
Κι αυτό δεν έχει σταματημό.
Το επόμενο από το Μαρόκο και την Αλγερία. 5 χωριά πιο κάτω .
Και τα υπόλοιπα βράδια το ίδιο. Από τη Σομαλία. 7 χωριά πιο κάτω. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Κι άλλοι. Μέχρι και από το μακρινό Τρινινταντ.
Και κανένας δεν σε ρώτησε. Κι όλοι από πολλά χωριά πιο κάτω.
Και μπαίνεις στην αυλή σου μια μέρα και βλέπεις πολλούς, που δεν τους ξέρεις και που δεν σε ρώτησαν ποτέ και μαζί τους κάτι άλλοι καλοζωϊσμένοι μακρινοί συγγενείς από το σόι της γυναίκας σου που δεν τους χώνεψες ποτέ κατά βάθος, που τους λένε ΜηΚυΟ.
Και ξάφνου ένα βράδυ από το δίπλα χωριό που το λένε Τουρκία ορμάνε 100 νοματαίοι μαζί. Από όλα τα μέρη του κόσμου. 70 από το φράχτη. 30 από το ποτάμι. Άνθρωποπλημμύρα. Μερικοί είναι και αγριεμένοι.. Μερικοί δεν είναι. Αλλά και τι με αυτό;.
Είσαι στο σπίτι σου. Στον κήπο σου.
Κάθεσαι με την οικογένεια σου στο φράχτη και λες.
Ωπα παιδιά. Που πάτε;
Πάλι δεν σε ρώτησε κανείς. Πάλι δεν σου χτύπησαν την πόρτα. Πάλι είναι από πολλά χωριά πιο κάτω και στο δίπλα χωριό που το λέμε Τουρκία, δεν κινδύνευε κανείς από αυτούς, αλλά θέλουν να μπουν στο σπίτι σου.
"Ε όχι. Δεν θα μπουν άλλοι. Ως εδώ και μη παρέκει" φωνάζεις.
Και ξαφνικά πετάγεται μέσα από την αυλή σου εκείνος ο αχώνευτος από το σόι της γυναίκας σου που ποτέ δεν σου γέμισε το μάτι και σου φωνάζει.
"Άσε τους ανθρώπους ρε φασίστα"