«Ολοκληρωτική» Δικαιοσύνη (ή πώς πεθαίνουν σήμερα οι δημοκρατίες)

«Ολοκληρωτική» Δικαιοσύνη (ή πώς πεθαίνουν σήμερα οι δημοκρατίες)

Του Θανάση Διαμαντόπουλου*

Βρέχει λεφτά. Πολλά, ζεστά λεφτά. Γενναιοδώρως παραχωρούμενα με δικαστικές αποφάσεις. Γιατί όχι; Η γενναιοδωρία, όπως και η μεγαθυμία, είναι καλό πράγμα. Ιδιαίτερα όταν αυτός που την επιδεικνύει δεν την πληρώνει. Αντιθέτως επωφελείται και ο ίδιος απ' αυτήν…

«Εν αρχή ην» στα αναδρομικά, αυτονοήτως, το δικαστικό σώμα. Ευλόγως. «Από Θεού άρξασθαι». Τώρα ακολουθούν οι κάθε λογής εν ενεργεία και εν αποστρατεία ένστολοι. «Σκληρός πυρήνας του κράτους» γαρ, κατά την ευρηματική δικαστική φρασεολογία. Δόσις δεύτερη μάλιστα. Επίσης ευλόγως. Έχει άλλωστε εκριζωθεί η εγκληματικότης, και επομένως δικαιολογείται η επιβράβευση όσων το επέτυχαν. Ακολουθούν πολλοί άλλοι. Σχεδόν όλοι οι κρατικοδίαιτοι. Πλην των γιατρών του ΕΣΥ. Των μόνων ίσως που δουλεύουν πραγματικά στον δημόσιο τομέα.

(Όχι βέβαια πως και γι' αυτούς έχει μηδενική ισχύ ο γενικός 'δημοσιοϋπαλληλικός κώδικας' που προβλέπει πως «ο μισθός στον δημόσιο τομέα, κατά κανόνα, είναι για την κατοχή της θέσης, για την παροχή υπηρεσίας χρειάζεται –πρόσθετη- αμοιβή»)… Ο Όργουελ ήτο, λοιπόν, σαφής: «Όλοι είναι ίσοι. Κάποιοι, ωστόσο, είναι πιο ίσοι από τους άλλους».

Κάποτε είχα ακούσει με τα αυτιά μου τη μόλις προχθές επιλεγείσα ως νέα πρόεδρο του ΣτΕ (ως πότε άραγε αυτή η αρμοδιότητα θα ασκείται από την κυβέρνηση και γιατί δεν μεταβιβάζεται στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, προκειμένου να ασκείται με αυξημένη –συναινετική επομένως- πλειοψηφία των μελών της;) να διακηρύσσει κάτι δηλωτικό μια ιδιαίτερης νοοτροπίας: ότι οι αυξημένες προνομιακές απολαβές των δικαστικών λειτουργών επιβάλλονται εκ του συμφέροντος της κοινωνίας και όχι του προσωπικού τους! Προκειμένου η κοινωνία να απολαμβάνει δικαστικών υπηρεσιών εκ μέρους λειτουργών απερίσπαστων και ανεπηρέαστων, ώστε να διασφαλίζεται η ευθυδικία και η αμεροληψία τους.

Λογική που οδήγησε στο δικαστικό διανοητικό εφεύρημα της σύνδεσης του μισθού των δικαστών με αυτόν των –αιρετών, προσωρινών και, πλέον, μη συνταξιοδοτούμενων- κοινοβουλευτικών! Μόνο που ο συλλογισμός αυτός, στη λογική προέκτασή του, σημαίνει πως το συμφέρον της κοινωνίας, και δη των ειλώτων του ιδιωτικού τομέα, είναι να διασφαλίζονται αυξημένες προνομιακές απολαβές σε όλους τους δημόσιους λειτουργούς –αστυνομικούς, τελωνειακούς, εκπαιδευτικούς, πολεοδομίας κλπ- οι οποίοι, από τη φύση του λειτουργήματός τους, θα έπρεπε επίσης να θωρακιστούν έναντι πειρασμών, περισπασμών και χρηματισμών!

Τι σημαίνουν, όμως, επί της ουσίας οι δικαστικές αποφάσεις που αναγνωρίζουν αναδρομικά στους κάθε λογής «λειτουργούς του στενού πυρήνα του κράτους»; Μήπως πρόσθετους φόρους ή/και περικοπή κοινωνικών παροχών από μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα και αυτοαπασχολούμενους, μικροεπιτηδευματίες, βιοτέχνες, πολύτεκνους κλπ, δεδομένου πως τοξική βροχή υπάρχει, βροχή 500ευρων δεν έχει όμως ακόμη εφευρεθεί από τον φιλέλληνα Θεό, ώστε να καλύπτεται η πρόσθετη δημοσιονομική δαπάνη;

Μήπως, τελικά, αυτή η δικαστική λογική συνιστά διατράνωση της ηθικής υποχρέωσης της κοινωνίας να αιματοδοτεί ακόμη περισσότερο τον δημόσιο τομέα, εις επιβράβευση προφανώς της ποιότητας των υπηρεσιών που αυτός της παρέχει; (Εκτός εάν γίνει επίκληση, για υποστήριξη αυτής της λογικής, ενός νέου επιχειρήματος, που δεν έχει ακουστεί ακόμη: πως η περαιτέρω αιματοδότηση από τους αγοροδίαιτους του δημοσιοϋπαλληλικού πληθυσμού της χώρας επιβάλλεται ως αποζημίωση από τους πιο σκληρούς όρους εργασίας του τελευταίου αυτού πληθυσμού.

Οι εν λόγω πιο σκληροί όροι καταφαίνονται ακόμη και στα προβλήματα στις κυήσεις που προκαλούνται στον θηλυκό δημοσιοϋπαλληλικό πληθυσμό, εφόσον οι περισσότερες εγκυμοσύνες κυριών δημοσίων υπαλλήλων είναι επαπειλούμενες, ενώ η κυοφορία των υπόλοιπων κυριών είναι σχεδόν πάντα ασφαλής…)

Αλλά για να μεταφέρουμε τη συζήτηση σε ένα άλλο επίπεδο. Μπορεί, βέβαια, η άμεση συμμόρφωση στις αποφάσεις των δικαστηρίων, όπως συνεχώς διακηρύσσει ο γίγαντας της δημοσιογραφίας και της νομικής σκέψης Γ. Αυτιάς, να αποτελεί υποχρέωση της Πολιτείας. Θεμελιώδης, ωστόσο, βάση του δημοκρατικού πολιτεύματος –λέμε εμείς οι πνευματικά ταπεινοί- είναι η διάκριση των λειτουργιών του κράτους.

Και, σε μια δημοκρατία, την ευθύνη της δημοσιονομικής πολιτικής, άρα και του επιμερισμού του εθνικού πλούτου μεταξύ των διαφόρων επαγγελματικών κατηγοριών, την έχει η εκτελεστική εξουσία –διά του υπουργείου Οικονομικών που έχει πλήρη εικόνα των δημοσιονομικών περιθωρίων- προς τούτο εξουσιοδοτούμενη από τη λαϊκά νομιμοποιημένη νομοθετική εξουσία.

Τα υπόλοιπα συνιστούν σφετερισμό δημόσιας εξουσίας και ουσιαστική κατάλυση του δημοκρατικού πολιτεύματος, σε περιτύλιγμα «κράτους δικαίου». Όπως, δε, ανέλυσαν πρόσφατα οι Στ. Λεβίτσι και Ντ. Ζίμπλατ στο έργο τους «Πώς πεθαίνουν οι δημοκρατίες», στην εποχή μας το δημοκρατικό πολίτευμα δεν καταλύεται με πραξικοπήματα. Αλλά με άλλες πιο σοφιστικέ μεθόδους. Ανάμεσά τους οι δικαστικές αποφάσεις και το προσχηματικά λειτουργούν «κράτος δικαίου»…

* Ο κ. Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Πολιτικός επιστήμονας