Όλοι προσποιούνται: Η Αθήνα παραπλανά, οι Βρυξέλλες δεν ρωτούν

Όλοι προσποιούνται: Η Αθήνα παραπλανά, οι Βρυξέλλες δεν ρωτούν

Το παιχνίδι «παριστάνω ότι κάνω μεταρρυθμίσεις» είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να τελειώσει μια και καλή, δηλώνει ο διακεκριμένος βρετανός καθηγητής Κέβιν Φεδερστόουν στο Liberal.gr, τονίζοντας ότι πρέπει να κλείσει το σενάριο όπου όλοι προσποιούνται, όπου δηλαδή η Αθήνα διατυπώνει ψευδείς ισχυρισμούς, και οι Βρυξέλλες αποφεύγουν να ασχοληθούν.
 
Σχολιάζοντας την εικόνα της χώρας, ο καθηγητής Σύγχρονων Ελληνικών Σπουδών στο LSE σημειώνει ότι τα τελευταία χρόνια «βασικές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως η αξιοκρατική πρόοδος, έχουν παγώσει", διαπιστώνει "μερική υποχώρηση ως προς την ανεξαρτησία των θεσμών», προσθέτοντας ότι δυστυχώς "τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς να πρέπει να τις απαιτεί κάποιος από το εξωτερικό, εν προκειμένω οι Βρυξέλλες".

Εκφράζει την αισιοδοξία του ότι αν αναδειχθεί στις εκλογές μια κυβέρνηση με ισχυρή πλειοψηφία θα μπορέσει να πάρει τολμηρές πρωτοβουλίες για να προχωρήσει μεταρρυθμίσεις, ενώ ενόψει Ευρωεκλογών, τον "παρηγορεί το γεγονός ότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μικρότερη απ' ότι αρχικά αναμενόταν άνοδος των λαϊκίστικων κομμάτων", προσθέτοντας ταυτόχρονα ότι "πρέπει να φανούμε σκληροί με τις αιτίες του λαϊκισμού".

"Να αντιμετωπίζουμε τις ανισότητες και το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού, να δημιουργήσουμε μια νέα ενότητα", όπως λέει χαρακτηριστικά.

Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη

- Το μήνυμα που έστειλε κατά την ομιλία του στην Αθήνα ο επικεφαλής των θεσμών εκ μέρους της Κομισιόν, Ντέκλαν Κοστέλο ότι “η Ελλάδα πρέπει να παραμείνει στο μονοπάτι των μεταρρυθμίσεων”, είναι παρόμοιο με τα όσα ανέφερε στη πρόσφατη έκθεσή του το ΔΝΤ. Πόσο μεγάλος είναι ο κίνδυνος για την πορεία ανάκαμψης της χώρας απ' όλες αυτές τις καθυστερήσεις και την προσπάθεια να ξηλωθούν οι μεταρρυθμίσεις;

Η αξιοπιστία της δέσμευσης της Ελλάδας να μεταρρυθμιστεί, βρίσκεται σε κίνδυνο και οι παρατηρητές θα κρίνουν ανάλογα - όχι μόνο η ΕΕ αλλά και οι ξένοι επενδυτές, τους οποίους τόσο πολύ χρειάζεται η Ελλάδα.

Το παιχνίδι “παριστάνω ότι κάνω μεταρρυθμίσεις” είναι ένα παιχνίδι που πρέπει να τελειώσει μια και καλή. Οσο για τα οφέλη από αυτές τις μεταρρυθμίσεις θα γίνουν αισθητά σε μεσοπρόθεσμο έως μακροπρόθεσμο ορίζοντα, βοηθώντας στον καθορισμό του μελλοντικού μοντέλου ανάπτυξης. Οι νέοι Έλληνες έχουν ανάγκη από μια ελπίδα ότι υπάρχει ένα όραμα για μια διαφορετική Ελλάδα.

- Το ρωτώ γιατί παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει μέχρι σήμερα ψηφίσει πολλούς νόμους και προαπαιτούμενα, στην πραγματικότητα, ελάχιστα πράγματα έχουν αλλάξει. Διαπιστώνετε κάποια βελτίωση ως προς τη δυσλειτουργία της δημόσιας διοίκησης και των θεσμών στην Ελλάδα; Βλέπετε αλλαγές επτά μήνες μετά το τέλος του 3ου μνημονίου;

Ο κίνδυνος είναι ότι έχουμε ένα σενάριο που όλοι προσποιούνται: Η Αθήνα διατυπώνει ψευδείς ισχυρισμούς και οι Βρυξέλλες προτιμούν να μην ρωτούν. Βασικές φιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις, όπως η αξιολόγηση επιδόσεων, η εκτίμηση επιπτώσεων και η αξιοκρατική πρόοδος, έχουν “παγώσει” τα τελευταία χρόνια. Παρατηρούμε οριακή βελτίωση στην ποιότητα, και μερική υποχώρηση ως προς την ανεξαρτησία των θεσμών. 

Φοβάμαι ότι τέτοιες μεταρρυθμίσεις δεν μπορούν να υλοποιηθούν χωρίς να πρέπει να τις απαιτεί κάποιος από το εξωτερικό (Ε.Ε.). Οι μεταρρυθμίσεις εκ των έσω είναι εξαιρετικά αβέβαιες, ενώ η Ελλάδα δεν είναι μοναδική περίπτωση τέτοιας νοοτροπίας.

Η ΕΕ πρέπει να αναπτύξει μία εντελώς νέα στρατηγική διακυβέρνησης για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των χαμηλής ποιότητας θεσμών που δεν είναι αποτελεσματικοί: Αυτό συνεπάγεται περισσότερη, όχι λιγότερη “Ευρώπη”, κίνητρα, όχι μόνο κανόνες. 

- Πιστεύετε ότι μετά τις επόμενες εθνικές εκλογές στην Ελλάδα, η κυβέρνηση που θα προκύψει από αυτές θα έχει την πολιτική βούληση να κερδίσει το στοίχημα των μεταρρυθμίσεων;

Η αισιοδοξία μου θα αυξάνονταν αν οι εκλογές αναδείκνυαν ένα νικητή με ισχυρή πλειοψηφία. Και η στρατηγική κίνηση που πρέπει να κάνει η νέα κυβέρνηση είναι να προχωρήσει από την αρχή στις πιο τολμηρές πρωτοβουλίες της, εκμεταλλευόμενη το πλεονέκτημα της επιτυχίας της.

Η νέα κυβέρνηση θα πρέπει να καταστήσει σαφείς τις δύσκολες επιλογές και να διαχωρίσει τη θέση της από το παρελθόν, παρά να ακολουθήσει μια άνετη, και ασφαλή εκλογική στρατηγική κατευνασμού απέναντι στα κατεστημένα συμφέροντα.

- Έτερο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στην Ελλάδα ακόμη ψάχνουμε για μια εθνική στρατηγική ως προς το που θα θέλαμε να βρεθούμε σε 15-20 χρόνια από σήμερα, σε σύγκριση μάλιστα με τις άλλες χώρες που έζησαν κι αυτές μνημόνια. Θα πάψει ποτέ αυτή η χώρα να βλέπει τον εαυτό της ως θύμα των Βρυξελλών; Θα αποκτήσει ποτέ την ιδιοκτησία των μεταρρυθμίσεων; 

 Η επίρριψη ευθυνών στους άλλους και η θυματοποίηση εμφανίστηκε στην Ελλάδα στις αρχές του 2010. Οι επιλογές που έγιναν τότε από τους έλληνες πολιτικούς προκάλεσαν σύγχυση. Η ατζέντα αφέθηκε στα χέρια της τρόικας η οποία έκανε μεγάλα και χονδροειδή λάθη.

Εγκατελείφθηκε η αίσθηση ιδιοκτησίας της στρατηγικής ανάπτυξης της Ελλάδας και το πολιτικό κλίμα απέκτησε ένα χαρακτήρα βραχυπρόθεσμο, αποσπασματικό και εκδικητικό.

Το παραπάνω συναντώνται περισσότερο σε ένα σύστημα με χαρακτηριστικά “πολιτικών φυλών” που στερείται συναίνεσης μεταξύ των κομμάτων.

Το 1974 ο Καραμανλής κατάφερε να προσεγγίσει τους πολιτικούς του αντιπάλους προκειμένου να εξασφαλίσει τη μετάβαση στην επόμενη ημέρα. Παρομοίως σήμερα χρειάζεται μετά τις εκλογές μια τολμηρή πρωτοβουλία, προκειμένου να εξασφαλισθεί η συμμετοχή των διαφόρων κομμάτων σε βασικές, μακροπρόθεσμες μεταρρυθμίσεις.

- Ενόψει των Ευρωεκλογών, το φάντασμα του λαϊκισμού στοιχειώνει όλη την Ευρώπη με τους λαϊκιστές αριστερούς και δεξιούς να προβλέπεται ότι θα εξασφαλίσουν υψηλά ποσοστά στις εκλογές του Μαΐου. Ποια είναι η βασική σας ανησυχία;

Με παρηγορεί το γεγονός πως οι πανευρωπαϊκές δημοσκοπήσεις δείχνουν πως η άνοδος των λαϊκίστικων κομμάτων είναι μικρότερη από ότι αρχικά αναμένονταν.

Είναι πολύ πιθανό τα παραδοσιακά κόμματα – EPP, PES, ALDE – να διατηρήσουν μεγάλη πλειοψηφία στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Όμως αυτό δεν θα πρέπει να μας κάνει να αγνοούμε την ευρύτερη πρόκληση για τον πολιτικό κόσμο η οποία απορρέει από τα κινήματα των λαϊκιστών. Διαμορφώνουν ένα τοξικό κλίμα που πνίγει τη λογική και τη σεβάσμια δημόσια συζήτηση.

Η απειλή για τις πολιτικές ελευθερίες, οι επιθέσεις κατά της Δικαιοσύνης, η μισαλλοδοξία, οι ψευδείς προσδοκίες, αποτελούν θεμελιώδεις απειλές για τον δημοκρατικό τρόπο ζωής, ενώ τα χαρακτηριστικά αυτά είναι έντονα σε πολλές χώρες της Ε.Ε. Είναι αλήθεια ότι συχνά συνοδεύονται από ευρύτερο αντιφιλελευθερισμό σε ένα σύστημα «ευνοιοκρατικού καπιταλισμού» με διαφθορά και χάρες. Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως του Όρμπαν στην Ουγγαρία, ο λαϊκισμός δέχεται οξυγόνο και από την πολιτική της ξενοφοβίας.

- Ωστόσο, όσο περισσότεροι λαϊκιστές ανέρχονται στην εξουσία, τόσο πιο εμφανές δεν γίνεται το κόστος του λαϊκισμού, όπως είδαμε να συμβαίνει στην Ελλάδα και στη Μ. Βρετανία;

Το 2015 στην Ελλάδα και το δημοψήφισμα του 2016 στη Μ. Βρετανία ήταν καταστροφή για την δημοκρατική διαδικασία. Χρειάζεται χρόνος για να γίνει πλήρως εμφανής η ψευδαίσθηση του λαϊκισμού.

Η πιο θεμελιώδης αλλαγή που υποδεικνύει τη γενικότερη άνοδο του λαϊκισμού είναι ο αντίκτυπος της οικονομικής ανασφάλειας και η προσφυγή σε μία νέα ταυτοτική πολιτική αποκλεισμού. Η οικονομική ύφεση έχει κάνει τα νοικοκυριά να νιώθουν μεγαλύτερη ανασφάλεια και αβεβαιότητα για το μέλλον τους.

Φωνές που ρίχνουν το φταίξιμο στους ξένους, ότι πρέπει να προστατεύσουμε την ταυτότητά μας καθώς απειλείται και ότι έχουμε χάσει την εθνική μας κυριαρχία και την ικανότητά μας να αποφασίζουμε για μας – αντηχούν σε ένα περιβάλλον οικονομικού αποπροσανατολισμού.

Τα συνθήματα των λαϊκιστών είναι απίστευτα σαγηνευτικά και εξαπολύουν ένα είδος «πολιτισμικού πολέμου». Πρέπει να είμαστε σκληροί με τις αιτίες του λαϊκισμού: Να αντιμετωπίζουμε τις ανισότητες και το αίσθημα κοινωνικού αποκλεισμού, να δημιουργήσουμε μια νέα ενότητα. Η επιστροφή σε ανοδικό οικονομικό κύκλο θα βοηθήσει. Αλλά πρέπει, επίσης, να επιβεβαιώσουμε εκ νέου τις βασικές φιλελεύθερες αξίες μας στον 21ο αιώνα, να κερδίσουμε τον πόλεμο του «ποιοι είμαστε» - οι καλύτεροι εαυτοί μας.

- Αρκετοί αναλυτές προχωρούν σε συγκρίσεις μεταξυ του Brexit και του παρ' ολίγον Grexit το καλοκαίρι του 2015. Εσείς βρίσκετε κάποιες ομοιότητες ;

Υπάρχουν κάποιοι σημαντικοί παραλληλισμοί. Έγραψα για αυτούς αμέσως μετά το δημοψήφισμα για το Brexit. Και στις δύο περιπτώσεις, οι λαϊκιστές ισχυρίστηκαν ότι μπορούσαν να συμβιβάσουν ασυμβίβαστους στόχους, πούλησαν υποσχέσεις που στερούνταν αξιοπιστίας, όπως ότι οι άνθρωποι πρέπει να ακολουθούν τις καρδιές τους και όχι τους ειδικούς, ότι οι ηγέτες τους θα δημιουργήσουν νέες συμμαχίες στην Ευρώπη με το δόγμα “διαίρει και βασίλευε”, ότι η Μέρκελ θα συμβιβαστεί, και ότι η γη είναι στη πραγματικότητα επίπεδη.

- Δεδομένων αυτών των παραλληλισμών, θεωρείτε ότι οι Βρετανοί θα έπρεπε να είχαν μελετήσει καλύτερα την ελληνική περίπτωση;

Ναι και πιο προσεκτικά. Την περίοδο πριν από το Brexit είχε αναπτυχθεί ένα συναίσθημα συμπάθειας για την Ελλάδα σχετικά με “αυτά που της έκανε η ΕΕ”. Αυτό χρησιμοποιήθηκε ως απόδειξη για τα κακόβουλα, αντιδημοκρατικά ένστικτα των Βρυξελλών. Ο Γιάνης Βαρουφάκης έχει γίνει μια μικρή διασημότητα στη βρετανική τηλεόραση.

Οι ευρωσκεπτικιστές λάτρευαν την αίσθηση του αγώνα του εναντίον των ηγετών της Ευρωζώνης, που αυτός προέβαλε προς τα έξω. Και φαίνεται ότι είχαν μια παρόμοια έλλειψη κατανόησης με τους Ελληνες για το πώς λειτουργεί η ΕΕ. Για να είμαι απόλυτα δίκαιος, δεν είμαι σίγουρος ποιον από τους τελευταίους Ελληνες ηγέτες θα έπρεπε να είχαν ακούσει οι Βρετανοί σχετικά με την Ευρώπη…

- Πιστεύετε ότι υπάρχει τελικά πιθανότητα να αποφευχθεί το Brexit;

Η εγχώρια διαδικασία στη Βρετανία είναι πλέον κωμική και χαοτική. Νομίζω ότι εδώ και αρκετούς μήνες η δυναμική είναι πλέον υπέρ ενός «μαλακού» Brexit, με τη Βρετανία να καταλήγει τελικά σε μια συμφωνία αντίστοιχη ή παρόμοια με αυτή που έχει η Νορβηγία με την ΕΕ.

Αλλά η αβεβαιότητα παραμένει. Δυστυχώς, υπάρχουν ελάχιστες πιθανότητες να μην συμβεί το Brexit.

 Η Τερέζα Μει διαχειρίστηκε πολύ άσκημα τις διαπραγματεύσεις: Δίνοντας προτεραιότητα στην ενότητά του δικού της κόμματος, αποφεύγοντας τις επιλογές, παρ' όλα αυτά δεν κατάφερε να αποφύγει την εσωκομματική διαίρεση.

Είναι επίμονη, ανθεκτική, αλλά έχει εγκλωβιστεί σε μια μόνο επιλογή. Εχασε τις ευκαιρίες να δημιουργήσει μια ευρεία συναίνεση. Αρνήθηκε να επισημάνει άλλες δυνατές επιλογές. Χρησιμοποίησε το χρόνο - ή την έλλειψή του- ως το βασικό μοχλό, αναγκάζοντας τους αντιπάλους της να επιλέξουν τη συμφωνία της ή καμία συμφωνία. Η ιστορία θα καταδικάσει τον Ντέιβιντ Κάμερον για τις επιλογές του στο Brexit και, νομίζω, ότι θα αξιολογήσει την Τερέζα Μέι ως έναν ακόμη μικρότερο ηγέτη από εκείνο.