«Όλα αλλάζουν για να μην αλλάξει τίποτε»* ή «όλα αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν»**

«Όλα αλλάζουν για να μην αλλάξει τίποτε»* ή «όλα αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν»**

Του Κώστα Μελά*

Πίσω από όλες τις ηχηρές κραυγές, τα μεγάλα λόγια, τις φανταχτερές εκφράσεις, τα πομπώδη συνθήματα για την υποτιθέμενη επερχόμενη αλλαγή του ελληνικού οικονομικού υποδείγματος  φαίνεται να υπάρχει σκόπιμη (ή και αθέλητη) απόκρυψη της  «νέας» πραγματικότητας. Η προσεκτική ματιά ανακαλύπτει με ευκολία, ότι το πολυδιαφημιζόμενο «νέο» οικονομικό υπόδειγμα το οποίο σιγά-σιγά αποκαλύπτεται δεν διαφέρει σχεδόν σε τίποτε από  αυτό που ίσχυε μέχρι σήμερα.

Προσοχή. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν άλλαξαν όλα!!! Ακριβώς άλλαξαν όλα για να μείνουν όλα τα ίδια όπως χαρακτηριστικά λέει ο πρίγκιπας di Lambedusa ή «όλα αλλάζουνε και όλα τα ίδια μένουν» όπως υποστηρίζει το λαϊκό άσμα. Από τη γωνία εμφανίζεται σιγά-σιγά η «νέα» οικονομική πραγματικότητα που αποτελεί αντίγραφο της παλαιάς.

Η βασική αλλαγή που πραγματώθηκε, με την εφαρμογή του Μνημονίου, οφείλεται στη μετατόπιση του άξονα της οικονομικής πολιτικής στην πλευρά της δημοσιονομικής προσαρμογής σύμφωνα με το Μνημόνιο αλλά και το νέο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Διακυβέρνησης όπως αυτό ισχύει από την 1.1.2014. Αυτή η μετατόπιση αποτελεί το θεσμικό – μακροοικονομικό  πλαίσιο εντός του οποίου καλείται να δημιουργηθεί το νέο αναπτυξιακό υπόδειγμα. Σωστότερα είναι το πλαίσιο που επιχειρεί να επιβάλλει επιτακτικά  τους όρους δημιουργίας του νέου αναπτυξιακού υποδείγματος. Δεν περιλαμβάνει, με τη γενική έννοια, απλά τους διεθνείς περιορισμούς, αλλά αποτελεί το ατσάλινο πλαίσιο λειτουργίας της οικονομίας που δεν επιδέχεται ευελιξίες και ευλυγισίες. Οι δημοσιονομικοί περιορισμοί αποτελούν τη βαρύνουσα πλευρά του πλαισίου, αποτρέποντας σχεδόν παντελώς τις κεϋνσιανές σταθμισμένες παρεμβατικές πολιτικές κάτι που αποτελεί παγκόσμια πρωτοτυπία μετά από τη μεγάλη κρίση του 1929. Με απλά λόγια αυτό σημαίνει για την ελληνική οικονομία τα εξής από σήμερα τουλάχιστον μέχρι το 2022:

- Δημιουργία συνεχών πρωτογενών πλεονασμάτων, μέσο ύψος 3,5%  μέχρι το 2022, τα οποία θα εκρέουν από το εισοδηματικό κύκλωμα προκειμένου να αντιμετωπισθεί το δημόσιο χρέος.

- Ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών

- Η μεγέθυνση της οικονομίας επαφίεται στις επενδύσεις και στις εξαγωγές.

- Η ανεργία θα μειωθεί μόνο με τη δημιουργία νέων θέσεων από τις επενδύσεις του ιδιωτικού τομέα.

Δεν χρειάζεται να θέσουμε υπό τη βάσανο της θεωρητικής κριτικής τις παραπάνω θέσεις διότι είναι η ίδια η εξέλιξη της πραγματικότητας η οποία δίνει καταρχάς απαντήσεις.

Οι αλλαγές που επήλθαν και συνεχίζουν να επέρχονται (οι περίφημες μεταρρυθμίσεις) έχουν αλλάξει ολοκληρωτικά το θεσμικό πλαίσιο που διέπει όλες τις σχέσεις  οι οποίες αναφέρονται στην οικονομική διαδικασία. Οι συγκεκριμένες μεταρρυθμίσεις προκάλεσαν ένα τεράστιο κόστος στην ελληνική οικονομία σε καταστροφή παραγωγικού δυναμικού (κλείσιμο ή υποαπασχόληση παραγωγικού δυναμικού των επιχειρήσεων, υψηλή ανεργία κτλ). Παρότι το καταβληθέν κόστος ευκαιρίας είναι υπέρμετρα υψηλό και καταστροφικό, θα μπορούσε κανείς να το θεωρήσει, με τεράστια ανεκτικότητα, ως κόστος της δημιουργικής καταστροφής. Όμως ούτε αυτό μπορεί να υποστηριχθεί εκ του αποτελέσματος.

Το θεσμικό πλαίσιο που διέπει τις  αγορές προϊόντος , την  αγορά εργασίας, τις αγορές επενδύσεων –αποταμιεύσεων  και τις αγορές χρήματος έχει μεταβληθεί ολοκληρωτικά. Στόχος όλων αυτών των αλλαγών είναι η συμβολή τους στην ανάδυση ενός ποιοτικά διαφορετικού οικονομικού υποδείγματος το οποίο θα βασίζεται στη «νέα επιχειρηματικότητα», στην «εξωστρέφεια», στην «ενσωμάτωση νέων υψηλής στάθμης τεχνολογιών» αλλά και στην μεταλλαγή των υφισταμένων παραγωγικών μονάδων σε πλήρως ανταγωνιστικές ως προς το διεθνή ανταγωνισμό.  

Αυτό σημαίνει ότι σήμερα θα έπρεπε να ανιχνεύονται σημάδια αυτής της ποιοτικής μεταλλαγής του παραγωγικού υποδείγματος τόσο μικροοικονομικά δηλαδή στον επιχειρηματικό χώρο αλλά και μακροοικονομικά δηλαδή ενδυνάμωση των εξωστρεφών κλάδων, αύξηση των εξαγωγών με σαφή αλλαγή στο μείγμα των εξαγομένων προϊόντων (νέα προϊόντα, προϊόντα υψηλότερης ενσωματωμένης τεχνολογίας, μεγαλύτερη προστιθέμενη αξία κτλ). Παρά τις επίμονες προσπάθειες που καταβάλλουν, όλες οι κυβερνήσεις της εποχής του Μνημονίου και συγκεκριμένα ΜΜΕ να πείσουν  περί του λόγου το αληθές, δεν φαίνεται να υπάρχει, μέχρι σήμερα, κάτι που αξίζει να θεωρηθεί ως σημαντικό. Μεμονωμένες προσπάθειες γίνονται, όπως πάντοτε στον ελλαδικό χώρο, αλλά ακριβώς επειδή είναι μεμονωμένες δεν αποκτούν τη δυναμική που θα μπορούσαν σε ένα διαφορετικό περιβάλλον. Όμως η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να παράγει το ίδιο καλάθι προϊόντων και στους τρεις τομείς της. 

Δεν αποτελεί είδηση ότι η αλλαγή της παραγωγικής βάσης χρειάζεται  επέκταση σε καινοτόμα προϊόντα, σύγχρονης τεχνολογίας η οποία μπορεί να παρασχεθεί κυρίως μέσω των πολυεθνικών επιχειρήσεων και των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) τις οποίες επιχειρούν σε κάθε χώρα. Μάλιστα  ο κύριος όγκος των ΑΞΕ πραγματοποιείται μεταξύ των αναπτυγμένων χωρών. Η σημασία του γεγονότος αυτού είναι μεγάλη, γιατί ο βαθμός διάδοσης των νέων τεχνολογιών αποτελεί μέσο εκσυγχρονισμού της οικονομίαςΟι χώρες όπου κατευθύνονται οι άμεσες ξένες επενδύσεις με ενσωματωμένη υψηλή τεχνολογία δεν είναι χαμηλού εργατικού κόστους, αλλά υψηλής παραγωγικότητας και συνήθως υψηλής ποιότητας ανθρωπίνου κεφαλαίου. Δυστυχώς στην Ελλάδα οι ΑΞΕ  αποτελούν δυσεύρετο είδος  τα τελευταία σαράντα έτη. Δηλαδή πρόκειται για μια μεγάλη ιστορική περίοδο η οποία αφήνει εμφανώς τα ίχνη της αμφιβολίας και για τις μελλοντικές εξελίξεις. Δεν είναι τυχαίο το ότι η ΤτΕ υπογραμμίζει, με εύσχημο τρόπο, ότι μια βασική αβεβαιότητα σχετικά με τις μελλοντικές εξελίξεις  αποτελεί «η υλοποίηση των προθέσεων των πολυεθνικών επιχειρήσεων για παραγωγικές επενδύσεις στην Ελλάδα». Δηλαδή τίποτε δεν είναι βέβαιο σχετικά με νέες ΑΞΕ στην ελληνική οικονομία.

Αντιθέτως βλέπουμε να επαναλαμβάνεται με τον ίδιο ακριβώς τρόπο το μοτίβο της εισροής επενδύσεων χαρτοφυλακίου (βραχυπρόθεσμων κεφαλαίων τα οποία δεν ακινητοποιούνται ,ούτε εμπεριέχουν καμία τεχνολογία ώστε να επιδράσουν στην μεταβολή της παραγωγικής βάσης) εστιάζοντας για ακόμη μια φορά στον χρηματοπιστωτικό τομέα.  

Δύο μόνο λόγια για την τεράστια σημασία των ΑΞΕ στο ακολουθούμενο οικονομικό υπόδειγμα: οι ΑΞΕ ως συνέπεια των ιδιωτικοποιήσεων, στην ουσία υποκαθιστούν τις δημόσιες επενδύσεις του κεϋνσιανού υποδείγματος. Οι τελευταίες ως γνωστόν, ανοίγουν το δρόμο για την ανάκαμψη της οικονομίας, κυρίως μέσω της δημιουργίας θετικών προσδοκιών  για την οικονομία ενώ συγχρόνως μειώνουν το κόστος των υποδομών για τις ιδιωτικές επενδύσεις με αποτέλεσμα την ευκολότερη προσέλκυσή τους. Τον ίδιο ρόλο έχουν και οι ΑΞΕ στο νεοκλασικό υπόδειγμα, με την ουσιαστική διαφορά ότι οι ΑΞΕ επειδή είναι απόρροια των δυνάμεων της αγοράς εμπεριέχουν μεγάλη αβεβαιότητα ως προς την πιθανότητα επίτευξής τους. Δηλαδή στην περίπτωση της ελληνικής οικονομίας σχετικά με τις ΑΞΕ, υπάρχει το πραγματικό ερώτημα: αν δεν έρθουν τι θα πρέπει να πράξει η κυβέρνηση; Κάποιος πρέπει επιτέλους να απαντήσει.  

Στο χώρο της δημόσιας διοίκησης, η οποία αποτελεί το απόλυτο βαρίδι στην αναπτυξιακή διαδικασία και συνεπώς σήκωσε σημαντικό κόστος των αλλαγών, υπάρχει έστω και ένας (φαντάζομαι εκτός από τον αρμόδιο υπουργό) ο οποίος να υποστηρίζει ότι επήλθε ποιοτική αλλαγή; Ακόμη σήμερα  οι επιλογές για τους επικεφαλής στις  κρατικές θέσεις, για να αναφέρουμε ένα θέμα του συρμού, γίνονται με βάση κατά πόσον τα  πρόσωπα προς επιλογήν είναι φίλα προσκείμενα  με τα πολιτικά κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία. (Σημειώνω στο σημείο αυτό  ότι είμαι ίσως ο μοναδικός ο οποίος θεωρεί ότι αυτό δεν πρόκειται να μεταβληθεί, όπως δεν μεταβλήθηκε από την ίδρυση του ελληνικού κράτους). Η λειτουργία της δημόσιας διοίκησης αν δεν έχει χειροτερέψει, έχει παραμείνει τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο.

Στην Ελλάδα με βάση το πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής επιτεύχθηκε μόνο η ποσοτική μείωση των του εισοδήματος (25,0%) και κατ' αναλογία η μείωση των εισοδηματικών κριτηρίων (από 30 έως 40,0%), μείωση της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, με αποτέλεσμα το σπάσιμο της φούσκας που είχε δημιουργηθεί μέσω του δημόσιου δανεισμού και η οποία δεν μπορούσε πλέον να αναχρηματοδοτηθεί.

Η παραγωγική βάση της οικονομίας αφέθηκε στο έλεος  των συνεπειών αυτών των επιλογών, χωρίς καμία κατεύθυνση, χωρίς καμία καθοδήγηση, χωρίς κανένα προσανατολισμό χωρίς καμία βοήθεια, να βρει μόνη της το δρόμο της διεξόδου.  Σύμφωνα  με όσα ισχύουν σε όλες τις θεσμικές (αλλά και φυσικές) οντότητες, αν δεν υπάρξει καθοδήγηση αυτό που θα αναζητήσουν οι περισσότερες από αυτές τις οντότητες είναι το οικείο, το γνωστό, αυτό που επί χρόνια έχουν συνηθίσει να πορεύονται. Όλοι γνωρίζουμε ποιο είναι το οικείο στην ελληνική οικονομία. Άλλωστε το ζούμε παρατηρώντας τα δεκάδες καφέ, αρτοποιεία, σουβλατζίδικα, επισκευές οικιακών συσκευών κτλ, που κατακλύζουν τις κεντρικές περιοχές της Αθήνας και όχι μόνο. Αξίζει να ρίξουμε μια ματιά στις επενδύσεις της οικονομίας ανά κλάδο για να το εμπεδώσουμε και στατιστικά. 

Γραφική παράσταση 1

Ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου, αποσβέσεις και καθαρές επενδύσεις κατά κλάδο, 2015

 

Πηγή: Εβδομαδιαίο Δελτίο ΣΕΒ , 06.07.2017.

Ο μόνος κλάδος που παρουσιάζει θετικές καθαρές επενδύσεις αφορά στις Λοιπές υπηρεσίες , στον οποίο συμμετέχουν : Στον κλάδο των λοιπών υπηρεσιών καταγράφονται επισκευές συσκευών και ειδών προσωπικού και οικιακού εξοπλισμού, καθαριστήρια, κομμωτήρια/κουρεία, κέντρα αισθητικής, γυμναστήρια, γραφεία κηδειών, καθώς και παντός είδους δραστηριότητες οργανώσεων- επιχειρηματικών, εργοδοτικών, επαγγελματικών, συνδικαλιστικών, θρησκευτικών, πολιτικών, κ.ο.κ. Σημειώνεται ότι οι επενδύσεις στις «λοιπές υπηρεσίες» ως ποσοστό των επενδύσεων πλην αγοράς ακινήτων έχουν διπλασιασθεί στη διάρκεια της κρίσης και έχουν ανέλθει σε 7,9% το 2015 έναντι 4,3% το 2009. Η αύξηση των επενδύσεων σε «επισκευές» προσωπικών και οικιακών συσκευών αποτυπώνουν την τάση τα νοικοκυριά, λόγω περιορισμένων πόρων, να επιζητούν να επισκευάζουν τις παλιές, παρά να αγοράζουν νέες, συσκευές. Επίσης, η αύξηση των επενδύσεων σε «δραστηριότητες παροχής προσωπικών υπηρεσιών» εξηγείται με τη στροφή των νοικοκυριών, λόγω υψηλής ανεργίας, στην «επιχειρηματικότητα ανάγκης».

Ενώ κάνουμε ότι δεν βλέπουμε τις ελληνικές επιχειρήσεις να αποχωρούν από την χώρα γιατί η κυβέρνηση δεν αδυνατεί ή δεν θέλει να ασχοληθεί με το κόστος ενέργειας ή με το αντίστοιχο του χρήματος.

Σήμερα, επτά χρόνια εφαρμογής του Μνημονίου, υπό το βάρος των επισφαλών δανείων των επιχειρήσεων και των ενδεχομένων κινδύνων που μπορούν να προκύψουν για το τραπεζικό σύστημα, η κυβέρνηση αποφασίζει να ασχοληθεί με την «αναδιάρθρωση» του επιχειρηματικού ιστού της χώρας αναθέτοντας την επίλυση του τεράστιου αυτού προβλήματος… στις τράπεζες οι οποίες ως εμπλεκόμενες στο πρόβλημα έχουν έννομο συμφέρον να προχωρήσουν σε λύσεις (όπως θα έπραττε άλλωστε ο καθένας που θα βρισκόταν σε παρόμοια θέση) οι οποίες συνάδουν με την όσο μεγαλύτερη δυνατή εξασφάλιση των ίδιων συμφερόντων τους.

Η αναμενόμενη «αναδιάρθρωση» ουσιαστικά σημαίνει στην παρούσα φάση ένα μεγάλο downsizing της υπάρχουσας παραγωγικής βάσης μέσω εξαγορών, συγχωνεύσεων και κλεισίματος επιχειρήσεων ώστε η εκκαθάριση των αγορών να συμβεί στο κατώτατο σημείο. Οι συνέπειες, στην απαξίωση φυσικού κεφαλαίου αλλά και στην αγορά εργασίας θα είναι περαιτέρω αρνητικές. Δυστυχώς η επικρατούσα λογική της γραμμικής και «εν σειρά» σταδιακής αντιμετώπισης  των προβλημάτων αποδεικνύεται λανθασμένη, αναποτελεσματική και με υψηλό κόστος.

Επιπλέον η καταδίκη, συλλήβδην, του προηγουμένου (να κάτι που χρειάζεται να προσδιορίσουν όσοι αναφέρονται σε αυτό όχι τόσο για το περιεχόμενό του, όσο για την χρονική του διάρκεια. Πότε αρχίζει;) αναπτυξιακού υποδείγματος άξιου μόνο να καεί στις φωτιές της κόλασης, αποτελεί πράξη αθεράπευτης εθελοτυφλίας και αποπροσανατολισμού για την ιστορική παραγωγική πραγματικότητα της ελληνικής οικονομίας.

Είναι τουλάχιστον αφελές να πιστεύει κανείς ότι στην παρούσα συγκυρία και υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες, θα επιτευχθεί η πολυπόθητη δραστική αλλαγή στο παραγωγικό υπόδειγμα της χώρας. Όλοι όσοι σκέπτονται με τον τρόπο αυτό, πρωταρχικά, λοιδορούν τους εαυτούς τους και στη συνέχεια όλους τους υπολοίπους. Προφανώς δεν συμπεριλαμβάνω στον κατάλογο τους πολιτικούς, δεδομένου ότι κανείς δεν θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα όσα υποστηρίζουν.

Αν τα παραγωγικά υποδείγματα των διαφόρων χωρών μπορούσαν να μεταβληθούν ολοκληρωτικά, σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα με βάση τα βολονταριστικά  προτάγματα  μιας «ατελέσφορης» οικονομικής επιστήμης, όπως αυτή που κυριαρχεί σήμερα, θα ζούσαμε σε άλλον κόσμο, πιθανά ιδανικό, όπως τα  α-παγωγικά οικονομικά υποδείγματα τα οποία δεν συνιστούν τίποτε περισσότερο από ασκήσεις στον μαυροπίνακα.

Δεν μπορεί κανείς να γεννήσει κάποιον άχρονο οικουμενικό συμβολισμό, όπως ακριβώς δεν μπορεί να επινοήσει άχρονο, οικουμενικό τρόπο ζωής τον οποίο κάποια ορθολογική ύπαρξη θα ακολουθεί όπου και όποτε συμβαίνει να ζει. Είναι κανείς ό,τι είναι, σε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο. Κανείς δεν μπορεί να διαφύγει από τις ιδιαίτερες κατηγορίες, κοινωνικές και ψυχολογικές, πνευματικές και συγκινησιακές που επικρατούν σε δεδομένο χώρο και χρόνο, και υπόκεινται στους νόμους της εξέλιξης (εκσυγχρονισμού).

Οι εκσυγχρονιστικές μεταβολές ( υπάρχουν διαφορετικά θα είμαστε μια χώρα νεκρή)είναι μακροχρόνιες και μακρόσυρτες, απαιτούν μεγάλη προσπάθεια για να ενσωματωθούν στο κοινωνικό γίγνεσθαι, είναι πολυδιάστατες, μη γραμμικές, οι κινήσεις τους περιλαμβάνουν άλματα προς τα εμπρός και μεγάλα πισωγυρίσματα, η ιστορία είναι ανοικτή, οι σκοποί της είναι ετερογενείς. Προπαντός δεν είναι βίαιες και ολικές. Είναι σταδιακές, επικεντρωμένες στους στόχους που ιεραρχικά τοποθετούνται πρώτοι. Αντανακλούν όλες τις συνιστώσες της ιστορικής πραγματικότητας. Στην ελληνική οικονομία  αυτό που επιβεβαιώνεται ιστορικά είναι ότι ο βηματισμός της ακολουθεί τη λογική: δύο βήματα μπροστά, ένα και ενενήντα βήματα πίσω. Μπορεί αυτό να μην αρέσει αλλά αυτό είναι. Και ευτυχώς μέχρι σήμερα, ως ιστορική τάση είναι ανοδική σε σύγκριση με τις 205 χώρες του πλανήτη. Οι βίαιες αλλαγές από τη μια μεριά ή οι παθητικές διαχειρίσεις από την άλλη προκαλούν τις μεγαλύτερες κρίσεις στην ελληνική οικονομία όλη την περίοδο του ελληνικού κράτους.

 Ο κ. Κώστας Μελάς διδάσκει διεθνή χρηματοοικονομική και τραπεζική στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

* Giuseppe Tomasi di Lampedusa, Ο Γατόπαρδος.
** Νίκος Παπάζογλου, Ο Υδροχόος.