Παρ΄ όλο που σε διπλωματικό επίπεδο και μάλιστα στους κόλπους του Συμβουλίου Ασφαλείας (ΣΑ) του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ), κυοφορείται μια σκληρή αντιπαράθεση ανάμεσα στη Γερμανία και στο κοινό μέτωπο Λαϊκής Δημοκρατίας της Κίνας και Ρωσίας, στο οικονομικό επίπεδο, βρισκόμαστε μπροστά σε δυο νέα παράλληλα ειδύλλια, με πρωταγωνίστρια τη Γερμανία.
Έτσι, καθώς λήγει η διετής θητεία της Γερμανίας ως προσωρινού μέλους του Σ.Α. του Ο.Η.Ε, ακούστηκαν φωνές από διάφορες χώρες που πρότειναν τη μόνιμη συμμετοχή της Γερμανίας στου Συμβούλιο Ασφαλείας. Τόσο η Ρωσία όσο και η Κίνα, αρνήθηκαν να μπουν σε μια τέτοια συζήτηση, θεωρώντας ότι η μόνιμη παρουσία της Γερμανίας, δεν αντικατοπτρίζει την εικόνα της Γερμανίας αλλά και ολόκληρης της Δύσης, στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου.
Ωστόσο το γεγονός αυτό δεν στάθηκε ικανό, να αποτρέψει την συνέχιση της εμβάθυνσης των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στη Γερμανία και στις συγκεκριμένες χώρες. Μια εμβάθυνση που δημιουργεί εξάρτηση της Γερμανίας, τόσο απέναντι στη Ρωσία, όσο και στην Κίνα. Η εξάρτηση απέναντι στην Ρωσία είναι ενεργειακής φύσεως, ενώ η εξάρτηση απέναντι στην Κίνα αφορά εμπορικές σχέσεις και μεταφορά τεχνολογίας.
Η Γερμανία είναι πλήρως εξαρτημένη από το Ρωσικό φυσικό αέριο για τις ενεργειακές της ανάγκες, το οποίο είναι κατά 20% φθηνότερο από την αντίστοιχη αμερικανική λύση. Και η επανέναρξη των εργασιών ολοκλήρωσης του υποθαλάσσιου αγωγού ρωσικού φυσικού αερίου NordStream2, κόντρα στις αμερικανικές απειλές για επιβολή κυρώσεων, είναι υψίστης σημασίας για την γερμανική βιομηχανική παραγωγή.
Η Γερμανία αρχίζει ολοένα και περισσότερο να εξαρτάται και από την Κίνα, ως εμπορικό συνέταιρο. Το 2019 η Κίνα ήταν η τρίτη μεγαλύτερη αγορά για τις εξαγωγές της Γερμανίας, απορροφώντας το 7,1% του συνόλου των γερμανικών εξαγωγών. Ταυτόχρονα η Κίνα καλύπτει το 10% των γερμανικών εισαγωγών. Το ετήσιο εμπορικό ισοζύγιο ανάμεσα στις δυο χώρες, παραμένει ελλειμματικό για τη Γερμανία κατά 15 δισ. ευρώ.
Η Γερμανία σχεδιάζει ακόμα μεγαλύτερες εξαγωγές προς την πολυπληθέστερη αγορά του πλανήτη, αλλά και χρησιμοποίηση των άφθονων διαθέσιμων κινεζικών κεφαλαίων για επενδύσεις, εντός της Γερμανίας. Μπορεί πρόσφατα, η ομοσπονδιακή κυβέρνηση να απέτρεψε την διείσδυση κινεζικών κεφαλαίων στη διαδικασία εξαγοράς εταιρειών ρομποτικής και υψηλής τεχνολογίας, ενώ αρνήθηκε την είσοδο στη Huawei. Όμως σήμερα, αφού εξασφάλισε την είσοδο της Deutsche Telecom στην Κίνα, αποδέχθηκε την είσοδo της China Mobile στο γερμανικό έδαφος.
Αμφότερες οι εξαρτήσεις της Γερμανίας, προβληματίζουν τη νέα προεδρία των ΗΠΑ, η οποία έχει δεσμευτεί να δημιουργήσει ένα ισχυρό μέτωπο δημοκρατικών χωρών, που θα αντισταθούν σε απολυταρχικά και ολοκληρωτικά καθεστώτα. Μια πρωτοβουλία που φωτογραφίζει ως βασικούς αντιπάλους τη Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας και τη Ρωσία.
Δεν πρέπει να λησμονούμε της κατηγορίες των ΗΠΑ για την ανάμειξη της Ρωσίας στις εκλογές του 2016 και τις αμερικανικές ενστάσεις για τη στάση της Κίνας σε οικονομικά θέματα, όπως είναι η κλοπή της πνευματικής ιδιοκτησίας και η κατάχρηση οικονομικής εξουσίας, αλλά και σε πολιτικά θέματα όπως είναι η καταπάτηση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και ο χειρισμός του Χονγκ Κονγκ.
Η αντιευρωπαϊκή πολιτική του πρώην προέδρου Τραμπ, έχει τραυματίσει τις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΕ και ειδικά αυτές ανάμεσα στις ΗΠΑ και τη Γερμανία. Ο οικονομικός χώρος που έχει η Γερμανία στο μυαλό της, είναι αισθητά ευρύτερος από αυτόν της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ειδικά με ένα Νότο του οποίου η αγοραστική δύναμη, συρρικνώνεται διαρκώς.
Οι ΗΠΑ, σημειώνουν ότι ούτε η Λαϊκή Δημοκρατίας της Κίνας, αλλά ούτε και η Ρωσία μπορούν να αποτελούν σταθερούς και αξιόπιστους οικονομικούς και επιχειρηματικούς εταίρους. Η Γερμανία δείχνει να τους εμπιστεύεται και να βασίζει πάνω τους, τα επόμενα βήματα της.