Του Κωνσταντίνου Χαροκόπου
Εκφράζονται από παντού απορίες για τις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει η Γερμανία για την υπογραφή μιας συμφωνίας στην Λιβύη, αλλά και για την μη πρόσκληση της χώρας μας στην διάσκεψη του Βερολίνου. Εκφράζονται επίσης ενστάσεις για την στάση που τηρεί η Γερμανία στα ζητήματα του Διεθνούς Δικαίου, ανάμεσα στην Ελλάδα και στην Τουρκία.
Δια της επισήμου οδού, δηλαδή δια στόματος Στέφεν Ζάιμπερτ, πληροφορηθήκαμε ότι θέμα συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτή την Διάσκεψη για την Λιβύη, δεν υπήρχε από την αρχή. Ο εκπρόσωπος της γερμανικής κυβέρνησης, διευκρίνισε ότι αντικείμενο της Διάσκεψης δεν θα ήταν οι "συμφωνίες" που υπέγραψε η Τουρκία με την Λιβύη, αλλά η προσπάθεια τερματισμού της στρατιωτικής αντιπαράθεσης στην Λιβύη.
Επιπλέον, ο εκπρόσωπος του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, Ράινερ Μπρόιλ, δήλωσε ότι η γερμανική κυβέρνηση καλύπτεται στο θέμα της "συμφωνίας", από την επίσημη θέση της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι η Γερμανία στηρίζει πλήρως την Ελλάδα. Συγκεκριμένα ο Ράινερ Μπρόιλ, έκλεισε τις δηλώσεις του λέγοντας ότι "Η Ευρωπαϊκή Ένωση είχε λάβει σαφή θέση και βεβαίως η Γερμανία στηρίζει πλήρως αυτήν την απόφαση στο πλευρό της Ελλάδας".
Σε εντελώς αντίθετη κατεύθυνση κινήθηκε η γερμανική Bild, η οποία αποκάλυψε πριν από λίγες μέρες, πως η απουσία της Ελλάδας από την γερμανική πρωτοβουλία ειρήνευσης στην Λιβύη, ήταν αποτέλεσμα πιέσεων του Τούρκου προέδρου Ερντογάν προς την καγκελάριο Μέρκελ.
Φυσικά και υπάρχουν σαφείς πολιτικές διαστάσεις στην στάση της Γερμανίας, η οποία διακρίνεται από την προσήλωση της στα μακροχρόνια πολιτικά και οικονομικά συμφέροντα της και όχι από την δέσμευση της στις αρχές του διεθνούς δικαίου. Δηλαδή, στις αρχές που επικαλείται η χώρα μας, στην προσπάθεια της να λάβει στήριξη, απέναντι στο κρεσέντο των ολοένα αυξανόμενων τουρκικών διεκδικήσεων.
Δεν είναι άλλωστε τυχαία η στάση της Γερμανίας, που αποστασιοποιήθηκε από την υπόλοιπη ΕΕ, δίνοντας πράσινο φως για τέσσερις παραδόσεις οπλικών συστημάτων στην Τουρκία ύψους 3 εκατ. ευρώ, μέσα στις πρώτες έξι εβδομάδες, μετά τη στρατιωτική εισβολή της τελευταίας στη βόρεια Συρία. Το μεγαλύτερο μέρος των παραδόσεων αξίας περίπου 2,7 εκατ. ευρώ, αφορούσε στο ναυτικό, χωρίς να δίνονται συγκεκριμένες πληροφορίες για το είδος των οπλικών συστημάτων. Αυτή η γερμανική κίνηση αποτέλεσε αντικείμενο συζήτησης του Έλληνα υπουργού Εξωτερικών Νίκου Δένδια με τον Γερμανό ομόλογο του Χάικο Μάας κατά τη συνάντηση τους στο Βερολίνο.
Πίσω όμως από αυτήν την στάση της Γερμανικής κυβέρνησης, δεν κρύβονται μόνο πολιτικά συμφέροντα. Είναι βαθιά και σημαντικά τα οικονομικά συμφέροντα, που καθορίζουν αυτήν την μορφή σχέσης ανάμεσα στην Γερμανία και στην Τουρκία. Η σύγκριση με τα αντίστοιχα οικονομικά και επενδυτικά συμφέροντα της Γερμανίας στην Ελλάδα, δίνει από μόνη της απαντήσεις.
Το εμπόριο ανάμεσα στην Γερμανία και την Τουρκία, ανέρχεται στα 32 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και ακολουθεί σταθερά αυξητικούς ρυθμούς. Αντίθετα η Ελλάδα παραμένει στάσιμη στα 2 δισ. ευρώ, ως προς τις εξαγωγές της προς τη Γερμανία, ενώ οι εισαγωγές από την Γερμανία ήταν της τάξης των 5,7 δισ. ευρώ το 2018 και αυτές παρέμειναν στάσιμες, παρ’ ότι είναι βελτιωμένες σε σχέση με τις αντίστοιχες, που καταγράφηκαν κατά την διάρκεια της κρίσης.
Στην τουρκική αγορά, δραστηριοποιούνται περισσότερες από 7.000 επιχειρήσεις γερμανικών συμφερόντων. Ταυτόχρονα το ύψος των γερμανικών άμεσων επενδύσεων στην Τουρκία, αντιπροσωπεύει το 8% των συνολικών επενδύσεων που πραγματοποιούνται στην Τουρκία. Συγκριτικά με αυτά τα μεγέθη, το ύψος των συνολικών γερμανικών επενδύσεων στην Ελλάδα, ανέρχεται στα 4,2 δισ. ευρώ. Συνολικά στην χώρα μας λειτουργούν 121 Γερμανικές και Ελληνογερμανικές επιχειρήσεις, που απασχολούν 29.000 εργαζόμενους και πραγματοποιούν έναν ετήσιο τζίρο της τάξης των 8,3 δισ. ευρώ, που αντιστοιχεί στο 4,3% του ΑΕΠ της Ελλάδας.
Εάν σε αυτά τα καθαρά οικονομικά δεδομένα προσθέσουμε και την “τουρκικών συμφερόντων” οικονομική δραστηριότητα στο εσωτερικό της Γερμανίας, που υπερβαίνει σε ετήσια βάση τα 30 δισ. ευρώ, είναι εύκολο να αντιληφθούμε ότι στην ζυγαριά των εξωτερικών σχέσεων της Γερμανίας, το βάρος κλίνει προς την Τουρκική πλευρά.
Πολλές φορές η θωράκιση μιας χώρας και το κτίσιμο των ουσιαστικών συμμαχιών, προϋποθέτει την ύπαρξη κοινών ζωτικών οικονομικών συμφερόντων και όχι κάποιων γενικών σχέσεων “αλληλεγγύης” και “στήριξης”. Και αυτό, διότι οι πιέσεις των επιχειρηματικών και επενδυτικών συμφερόντων, δεν μπορούν να αφήσουν ανεπηρέαστες τις πολιτικές ηγεσίες.
Δυστυχώς, η Ελλάδα πληρώνει την πάγια και παραδοσιακή αντιμετώπιση της απέναντι στις ξένες επενδύσεις. Η αντιμετώπιση αυτή εκινείτο για χρόνια ανάμεσα στην επιφύλαξη, στην άρνηση, στην απόρριψη και στην ανατροπή τους. Σήμερα, που όλοι αναγνωρίζουν την αξία των συμμαχιών και των συμπράξεων ανάμεσα σε κρατικές οντότητες όπως είναι ο East Med, αλλά και ανάμεσα σε κράτη και σε μεγάλες εταιρίες όπως συμβαίνει με τις συμφωνίες για την έρευνα και εξόρυξη υδρογονανθράκων στο Ιόνιο Πέλαγος και στην Κρήτη ή τις συμφωνίες για τις μονάδες υγροποιημένου αερίου στην Αλεξανδρούπολη, έφτασε η στιγμή να σοβαρευτούμε. Να αποτινάξουμε τα εμμονικά μας σύνδρομα και να αντικρίσουμε στα μάτια τον πραγματικό κόσμο και τους υπό διαμόρφωση νέους συσχετισμούς.
*Ο αρθρογράφος είναι οικονομικός αναλυτής, με ειδίκευση στο σχεδιασμό σύνθετων επενδυτικών στρατηγικών.
Αποποίηση Ευθύνης : Το περιεχόμενο της στήλης, είναι καθαρά ενημερωτικό και πληροφοριακό και δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επενδυτική συμβουλή, ούτε υποκίνηση για συμμετοχή σε οποιαδήποτε συναλλαγή. Ο αρθρογράφος δεν ευθύνεται για τυχόν επενδυτικές και λοιπές αποφάσεις που θα ληφθούν με βάση τις πληροφορίες αυτές.