Του Δημήτρη Καμπουράκη
Μιλούσα με κάποιον μικρομεσαίο υποψήφιο των ΑΝΕΛ. «Είμαι εναντίον της παγκοσμιοποίησης» μου είπε με στόμφο. «Κι εγώ είμαι εναντίον του νόμου της υδροστατικής» του απάντησα σοβαρά. Με κοίταξε διστακτικός. Δεν θυμόταν τον νόμο της υδροστατικής. Αναρωτήθηκε τι ν' απαντήσει και στο τέλος ξεφούρνισε την σαχλαμάρα του: «Οκ, άποψη σου. Εγώ πάντως δίνω μεγαλύτερη σημασία στον αγώνα κατά της παγκοσμιοποίησης».
Τι να του πω τώρα του ανθρωπάκου; Πως και μόνο η ύπαρξη αυτής της συζήτησης, μας μεταφέρει ως ανθρώπινα όντα στην εποχή πριν την αναγέννηση; Τότε που ο ορθός λόγος και η επιστημονική απόδειξη ζητούσαν υποχρεωτικά έγκριση ή απόρριψη από την Αριστοτελική θεολογία της καθολικής ηγεσίας, δηλαδή από ένα τσούρμο φανατικούς και οπισθοδρομικούς καρδινάλιους;
Να του πω ότι δεν είναι «άποψη» να είναι κάποιος εναντίον της παγκοσμιοποίησης γενικώς, ούτε εναντίον του νόμου της υδροστατικής ειδικώς; Διότι αφενός διαφωνεί με την ροή της ανθρώπινης ιστορίας και αφετέρου διαφωνεί με το γεγονός ότι ένα κούτσουρο (μόλις πέσει στο νερό) επιπλέει; Αλλά από κούτσουρο σε κούτσουρο προφανώς υπάρχει διαφορά: άλλα μένουν στην επιφάνεια κι άλλα πάνε σούμπιτα στον πάτο της θάλασσας, διατηρώντας ακέραιες τις «απόψεις» τους.
Καμιά φορά με πιάνει απελπισία με τις συζητήσεις που (λόγω δουλειάς) αναγκάζομαι να κάνω. Όχι τόσο με τον απλό κόσμο που καμιά φορά διαθέτει μιαν εκπληκτική ακριβολογία στις κουβέντες του, αλλά με ένα μεγάλο μέρος του πολιτικού προσωπικού της χώρας που παριστάνει το μορφωμένο και το ενημερωμένο. Ειδικά αυτή την περίοδο που ο κόσμος έχει πήξει από δευτερεύοντες υποψήφιους, ακούγονται απερίγραπτα και θλιβερά πράγματα.
Καθένας απ' αυτούς, πέραν μιας κάποιας επαγγελματικής ή κοινωνικής ειδίκευσης που διαθέτει (καμιά φορά ούτε αυτό, αλλά ας είναι), νιώθει την ανάγκη να αποστηθίσει κι ένα καθαρά πολιτικο-ευρωπαϊκό ποίημα, μην και τον περάσουν για αστοιχείωτο. Με κάθε ευκαιρία λοιπόν, αμολάει μια μπαρούφα ολκής, όπως «είμαι εναντίον της παγκοσμιοποίησης» ή «θέλω μια άλλη Ευρώπη χωρίς διευθυντήρια» ή «οι προοδευτικές δυνάμεις είναι αμεσοδημοκρατικές» κι έπειτα σπας εσύ το κεφάλι σου να εξηγήσεις τι θέλει να πει οι ποιητής.
Συνηθέστατα δεν θέλει να πει τίποτα. Και ακριβώς επειδή οι γνώσεις όλων αυτών είναι πιο ρηχές κι από τον αφρό που σχηματίζεται πάνω στην φραπεδιά που ρουφάνε, αντιδρούν υστερικά (και με απαγγελία δεύτερου αποστηθισμένου ποιήματος) μόλις κάποιος πάει να εκφράσει αντιρρήσεις στο πρώτο. Κοντολογίς, οι εχέφρονες και λογικοί άνθρωποι αυτού του τόπου, πρέπει να αποφεύγουν όπως ο διάολος το λιβάνι αυτό που θεωρητικώς αποτελεί την πεμπτουσία κάθε προεκλογικής περιόδου: την συζήτηση και την αντιπαράθεση επιχειρημάτων μεταξύ των πολιτών και των υποψηφίων.
Διότι πόσο σοβαρά μπορείς να συζητήσεις με κάποιον που δηλώνει από θέση αρχής εναντίον της παγκοσμιοποίησης και που ξέρεις ότι έχει έτοιμη την εκτόξευση εναντίον σου της κατηγορίας ότι είσαι γκλομπαλιστής (sic) και οπαδός του Σόρος; Εκεί βάζεις τα γέλια με τον ηλίθιο που έχεις απέναντι σου και πας παρακάτω, διακινδυνεύοντας όμως σοβαρά δεις αυτόν τον βλάκα να περιφέρεται νικητής και τροπαιούχος στους ώμους του ακροατηρίου σας, που αρνείται να σκεφτεί και προτιμά τα εύηχα και σαχλά συνθήματα. Αυτή είναι η Ελλάδα, που έλεγε κάποτε κι ένας πρωθυπουργός.