Του Λέανδρου Τ. Ρακιντζή*
Όλοι συμφωνούμε ότι η ποινή της δεκαετούς κάθειρξης που επιβλήθηκε στην πλαστογράφο καθαρίστρια ήταν υπερβολική. Αλλά δυστυχώς, εφόσον η πράξη της πλαστογραφίας και η είσπραξη των χρημάτων όχι μόνο αποδείχθηκαν, αλλά ομολογήθηκαν από την κατηγορούμενη, έπρεπε να καταδικασθεί σύμφωνα με την κατηγορία, που της απαγγέλθηκε της παραβάσεως του ν.1608\1950.
Σαφώς της αναγνωρίστηκαν ελαφρυντικές περιστάσεις, ώστε η ποινή της δεκαετούς καθείρξεως ήταν ελαφρότερη, που μπορούσε να επιβληθεί. Γεννιούνται όμως κάποια ερωτήματα, που ελπίζω ο Άρειος Πάγος με την απόφαση του, που θα εκδοθεί κατόπιν ασκήσεως αναιρέσεως κατά της καταδικαστικής αποφάσεως, θα απαντήσει. Το κρίσιμο όμως σημείο είναι το ύψος της ζημίας και μάλιστα εάν υπερβαίνει το ποσό των 120.000 ευρώ, που υπέστη ο φορέας που απασχολούσε τη καθαρίστρια.
Δεν γνωρίζω όμως εάν κατά τον προσδιορισμό της ζημίας ελήφθη υπ'όψη όλο το ποσό που εισέπραξε η καθαρίστρια κατά τη διάρκεια της εργασιακής σχέσης ή αφαιρέθηκε από αυτό το ποσό που ωφελήθηκε ο φορέας από την εργασίας της κατά τις διατάξεις του αδικαιολόγητου πλουτισμού ή αν ο δικηγόρος της υπέβαλε στο δικαστήριο τη σχετική ένσταση.
Πάντως αν με τον παραπάνω υπολογισμό η ζημία του φορέα ήταν κάτω των 120.000 ευρώ , τότε το παράπτωμα της καθαρίστριας έχει χαρακτήρα πλημμελήματος και εφόσον έγινε πριν από είκοσι χρόνια περίπου και κατά το ποινικό και κατά το πειθαρχικό σκέλος έχει παραγραφεί.
Συνεπώς, αν η απόφαση του Εφετείου αναιρεθεί για οποιοδήποτε λόγο από τον Άρειο Πάγο, τότε παύει οριστικά οποιαδήποτε ποινική και πειθαρχική δίωξη εναντίον της, επιστρέφει στην εργασία της και εισπράττει αναδρομικά τους μισθούς του χρόνου , που ήταν απολυμένη και έζησε αυτή καλά, αλλά εμείς χειρότερα κατά κάτι, γιατί η
κοινωνία επωμίσθηκε το κόστος της παραβατικότητας της.
Η υπερβολική ποινή κατά της καθαρίστριας ξεσήκωσε και δικαίως θύελλες διαμαρτυριών από φιλάνθρωπα και ευγενή
άτομα με την επίκληση μάλιστα της περίπτωσης του Γιάννη-Αγιάννη, που αν γίνει δεκτή θα την επικαλούνται το 40ο\ο του
ελληνικού πληθυσμού, που ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας για κάθε είδους παραβατικότητα π.χ. δεν θα πληρώνει εισιτήριο στα μέσα συγκοινωνίας, άλλωστε η περίπτωση του Γιάννη-Αγιάννη προβλέπεται περιοριστικά στο άρθρο 377 Ποιν.Κωδ.
Εξάλλου υπήρξαν και αρνητικές αντιδράσεις ανθρώπων ενδεχομένως με περισσότερα προβλήματα από την καθαρίστρια, που διαμαρτύρονται, ότι κάποιοι καταλαμβάνουν θέσεις εργασίας στο δημόσιο με πλάγια μέσα ή παραβατικές μεθόδους και έτσι χάνονται θέσεις εργασίας για αυτούς. Είναι γεγονός ότι μέχρι στιγμής έχουν αποκαλυφθεί 2000 περίπου εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα με πλαστά πιστοποιητικά, δεν γνωρίζω όμως πόσοι έχουν απολυθεί ή τιμωρηθεί.
Η όλη υπόθεση ανέδειξε τρεις παραμέτρους, που όλοι δεν τολμούν ή δεν θέλουν να ασχοληθούν με αυτές:
1. Η παραγραφή των αδικημάτων και των ποινών είναι ένας καταξιωμένος θεσμός δικαίου, που απαντάται στις χώρες με
λατινογενές Δίκαιο, όχι όμως στις χώρες με αγγλοσαξωνικό Δίκαιο. Το πρόβλημα είναι πότε άρχεται η παραγραφή στο ποινικό και πειθαρχικό Δίκαιο. Σύμφωνα με το άρθρο 17 Ποιν. Κωδ. και 107 Κωδ. Δημ. Υπαλ. Χρόνος τελέσεως της πράξης θεωρείται ο χρόνος κατά τον οποίο ο υπαίτιος ενέργησε ή όφειλε να ενεργήσει. Ο χρόνος κατά τον οποίο επήλθε το αποτέλεσμα είναι αδιάφορος εκτός αν ορίζεται άλλως. Θεωρώ ότι τουλάχιστον οι μισές περιπτώσεις των πλαστών πιστοποιητικών έχουν παραγραφεί τόσο ποινικά, όσο και πειθαρχικά. Έχω προτείνει κατ'επανάληψη την τροποποίηση του άρθρου 17 Π.Κ ώστε η παραγραφή να αρχίζει από το αποτέλεσμα της εγκληματικής πράξεως και του 107
ΚΔΥ, ώστε η παραγραφή για τα πειθαρχικά αδικήματα να αρχίζει από τη γνώση της υπηρεσίας αυτών.
2. Όλοι μιλούν για την κατάργηση του ν.1608/1950 ως αναχρονιστικού λόγω των αυστηρών ποινών, που προβλέπει και ισχυρίζονται, ότι δεν απέδωσε ικανά αποτρεπτικά αποτελέσματα, αλλά στα 70 χρόνια της ισχύος του έχουν δημιουργηθεί τετελεσμένες καταστάσεις, που εάν καταργηθεί και αντικατασταθεί από ηπιότερο νόμο θα ανατραπούν. Άλλωστε είδαμε τα αποτελέσματα των ευμενών διατάξεων του ν.Παρασκευόπουλου. Ίσως πρέπει να θεσπισθεί η εφαρμογή της αρχής της αναλογικότητας ως προς τα κατώτατα όρια της ποινής, που προβλέπονται από τον1608/1950.
3. Να επιτρέπεται στο δικαστήριο η μετατροπή της κατηγορίας σε αδικήματα, που προβλέπονται σε άλλο κεφάλαιο του Π.Κ. Προσοχή όμως όλες οι αλλαγές πρέπει να γίνονται με περίσκεψη και μελέτη όλων των συνεπειών, γιατί η ποινική δικαιοσύνη αποτελεί οικοδόμημα, που μπορεί με εισαγωγή αστόχων διατάξεων να καταρρεύσει.
Σαφώς οι κρίνοντες κρίνονται. Οι πολίτες όμως και οι φορείς έχουν δικαίωμα βάσει κανόνων και αρχών να ασκούν καλόπιστη κριτική στις δικαστικές αποφάσεις επί νομικών και ουσιαστικών ζητημάτων με τρεις αστερίσκους:
α) η αυθεντική ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ανήκει κατά το Σύνταγμα μόνο στη δικαστική εξουσία και όχι στους πολίτες ή τους φορείς και ακόμη ούτε στη κυβέρνηση, που μπορεί δια της νομοθετικής οδού να τροποποιήσει ή καταργήσει νόμο
β) η ουσιαστική κρίση επί υποθέσεως στηρίζεται στην εκτίμηση των αποδείξεων, που συλλέγονται κατά την αποδεικτική διαδικασία ενώπιον των δικαστηρίων
γ) οι δικαστές υπέχουν πειθαρχική ευθύνη, όταν η κρίση τους υπερβαίνει τα ακραία όρια της δικαστικής κρίσεως, η δε πειθαρχική διαδικασία είναι μυστική, για τη διαφύλαξη του τεκμηρίου της πειθαρχικής αθωότητας των δικαστών, που μπορεί να προσβληθεί από δηλώσεις ή προσωπικές επιθέσεις κατ'αυτών.
* Ο Λέανδρος Τ. Ρακιντζης είναι Αρεοπαγίτης ε.τ.