Του Γρηγόρη Σαμπάνη*
Ξαφνικά, μόλις δύο μήνες μετά την… πεντακάθαρη έξοδο της χώρας από τα προγράμματα διάσωσης, αντί να συζητούμε για αναπτυξιακά σχέδια ή για τις προοπτικές ανάκαμψης της οικονομίας, καθημερινό θέμα συζήτησης είναι τα προβλήματα των τραπεζών, το «γκρέμισμα» των μετοχών τους και η συνέχιση του αποκλεισμού της χώρας από την αγορά ομολόγων, με την απόδοση των 10ετών τίτλων να κινείται προς το 5%.
Δυστυχώς, η αναζωπύρωση της ελληνικής κρίσης δεν φαίνεται ότι θα είναι ένα στιγμιαίο φαινόμενο, οφειλόμενο στις ιδιοτροπίες των αγορών και στους σατανικούς κερδοσκόπους που επιβουλεύονται τη χώρα και τον πλούτο μας.
Η κυβέρνηση είχε μπροστά της την άνοιξη όλα τα δεδομένα του ελληνικού προβλήματος, προειδοποιήσεις για την επερχόμενη αστάθεια στις αγορές υπήρχαν (τα σήματα είχαν σταλεί από τον Φεβρουάριο), αλλά, αντί να λάβει αποφάσεις για τον τρόπο εξόδου της χώρας από τα προγράμματα διάσωσης με ορθολογικά κριτήρια και προτάσσοντας το συλλογικό συμφέρον, προτίμησε να καθοδηγηθεί στις αποφάσεις της από πολιτικάντικα κριτήρια και να προτάξει το κομματικό συμφέρον.
Την περασμένη άνοιξη, όταν η κυβέρνηση είχε ήδη χαράξει την πορεία της προς μια απερίσκεπτη «καθαρή έξοδο», δεν χρειαζόταν να είναι κανείς νομπελίστας των Οικονομικών για να καταλάβει πόσο άστοχη ήταν αυτή η επιλογή.
Στις 28 Μαρτίου, γράφαμε, πάλι στις φιλόξενες στήλες του liberal.gr («Ο Ευκλείδης στη χώρα των… αναπτυξιακών θαυμάτων»), τα ακόλουθα:
«Βαδίζοντας σταθερά η κυβέρνηση στην κατεύθυνση μιας «καθαρής» εξόδου από το μνημόνιο, έχει τοποθετηθεί με περισσή σαφήνεια, όσον αφορά το τι ακριβώς δεν θέλει: ο τράχηλός της δεν σηκώνει προληπτικές γραμμές χρηματοδότησης, όση ασφάλεια και αν αυτές προσφέρουν στον ασταθή κόσμο της αγοράς ομολόγων.
Έχει αφήσει, προς το παρόν, αναπάντητα ορισμένα βασικά ερωτήματα της αγοράς, αλλά αυτό δεν φαίνεται να την προβληματίζει, όσο και αν αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα έχει «παγώσει» τις εισροές ξένων επενδυτικών κεφαλαίων σε μετοχές και ομόλογα.
Για παράδειγμα, αναπάντητο μένει ως τώρα ένα βασικό ερώτημα για το τραπεζικό σύστημα: τι θα συμβεί στις τράπεζες και, ενδεχομένως, στους καταθέτες, αν αυτές χρειασθούν ανακεφαλαιοποίηση το 2019 και δεν υπάρχει διαθέσιμη μια προληπτική γραμμή χρηματοδότησης από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας; Θα εφαρμοσθούν οι ευρωπαϊκοί κανόνες για το bail-in;
Σε τέτοια πρακτικά ερωτήματα δεν μπαίνουν στον κόπο να απαντήσουν οι σχεδιαστές της «καθαρής» εξόδου. Γι' αυτούς έχει σημασία πρωτίστως η διαμόρφωση ενός επικού, ηρωικού αφηγήματος περί τερματισμού της μνημονιακής σκλαβιάς, που νομίζουν ότι θα έχει υψηλή αξία εξαργύρωσης στο επόμενο εκλογικό ταμείο».
Δεν υπενθυμίζουμε τα παραπάνω για να αποδειχθεί ότι προβλέψαμε αυτό που ουδείς μπορούσε να φαντασθεί. Το αντίθετο: όσα γράψαμε τότε απλώς πιστοποιούν ότι καθένας, γνωρίζοντας στοιχειωδώς τις λειτουργίες των αγορών και του χρηματοπιστωτικού συστήματος και έχοντας μια απλή, ορθολογική αντίληψη των πραγμάτων, μπορούσε έγκαιρα να δει αυτό που η κυβέρνηση, δυστυχώς, δεν είδε ή δεν θέλησε να δει.
Ότι, δηλαδή, η λεγόμενη «καθαρή έξοδος», με τον τρόπο που σχεδιάσθηκε από την κυβέρνηση, με δική της επίμονη και παρά τις αντίθετες εισηγήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, άφηνε την οικονομία ευάλωτη σε διαταραχές του διεθνούς οικονομικού συστήματος και έρμαιο των δικών της ασθενειών, που έμειναν αθεράπευτες.
Ας δούμε την πραγματικότητα ως έχει και όχι μέσα από τους παραμορφωτικούς φακούς της πολιτικής, ή, ακόμη χειρότερα, του κομματισμού:
-
Η κυβέρνηση, έχοντας την αυταπάτη ότι τα πάντα στον κόσμο της οικονομίας αρχίζουν και τελειώνουν στα δημόσια ταμεία, θωράκισε το Δημόσιο με υπερβολικό τρόπο, με το γνωστό «μαξιλάρι» των 24 δις. ευρώ, νομίζοντας ότι θα κάλυπτε, με τον τρόπο αυτό, τα νώτα της για μεγάλη χρονική περίοδο (δεν θα ήταν αναγκασμένη να ζητήσει δανεισμό από την αγορά), ώστε να αφοσιωθεί στην ψηφοθηρία μέχρι τις επόμενες εκλογές.
-
Ξέχασε, όμως, σε αυτούς τους υπολογισμούς, ότι οι σύγχρονες οικονομίες έχουν χρηματοπιστωτική «καρδιά». Ακόμη και οι ισχυρότερες μπορούν να βυθισθούν στο χάος, αν υπάρξει μια σοβαρή διαταραχή στο χρηματοπιστωτική σύστημα, όπως είδαμε να συμβαίνει το 2008 στη μεγαλύτερη και πλέον σύγχρονη οικονομία του πλανήτη, την αμερικανική.
-
Ξέχασε η κυβέρνηση ότι έχουμε ένα τραπεζικό σύστημα βαθιά προβληματικό, με τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα να παραμένουν κοντά στο 50% των δανειακών χαρτοφυλακίων, με μια κεφαλαιακή βάση ισχυρή στα χαρτιά, αλλά σαθρή στην πραγματικότητα (το 70% των κεφαλαίων είναι μελλοντικές επιστροφές φόρων που έχουν αναγνωρισθεί σαν κεφάλαια). Η οποία δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι αντέχει να υποστηρίξει μια γρήγορη διαδικασία εξυγίανσης των χαρτοφυλακίων, που φέρνει, αναπόφευκτα, πρόσθετες ζημιές.
-
Ξέχασε η κυβέρνηση ότι η συμφωνία του Ιουνίου περιορίζει αυστηρά τις δυνατότητες χρήσης του «μαξιλαριού» των 24 δισ. ευρώ στην κάλυψη των αναγκών εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους. Για πρώτη φορά από το 2010, δεν υπήρχε στην άκρη ένα ποσό από τα διεθνή δάνεια, προορισμένο να καλύψει τις ανάγκες των τραπεζών. Το Δημόσιο βγήκε από το πρόγραμμα με «πανοπλία», οι τράπεζες αφέθηκαν γυμνές!
Φθάνουμε έτσι στη σημερινή αναστάτωση, που κυρίως οφείλεται σε δύο θεμελιώδεις αβεβαιότητες: α) ουδείς γνωρίζει πότε θα καταφέρει το Δημόσιο να γίνει ένα κανονικό κράτος με πρόσβαση στην αγορά ομολόγων για χρηματοδότηση, β) ουδείς μπορεί με βεβαιότητα να υποστηρίξει ότι υπάρχει ένα σχέδιο θωράκισης των τραπεζών, ενόψει της επιβεβλημένης (και σωστά!) από τον ευρωπαϊκό Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό ταχύτατης μείωσης των προβληματικών ανοιγμάτων μέσα στην τριετία 2019 – 2021.
Η κυβέρνηση, αντιλαμβανόμενη με καθυστέρηση το πρόβλημα, κινητοποιείται με πανικό και «πληγώνει» ακόμη περισσότερο την ήδη κλονισμένη εμπιστοσύνη των αγορών. Τι άλλο μπορεί να πει κανείς για την άτσαλη «διαρροή» σχεδίων για παροχή εγγυήσεων στις τράπεζες από το Δημόσιο, τα οποία πρέπει να περάσουν από… σαράντα κύματα για να εφαρμοσθούν, αν ποτέ μπορέσουν να εφαρμοσθούν. Αν με τέτοια προχειρότητα και ερασιτεχνισμό αντιμετωπίζονται τόσο σοβαρά χρηματοπιστωτικά θέματα, ποιος ξένος επενδυτής, άραγε, θα εμπιστευθεί την οικονομία και τις ελληνικές τράπεζες;
Μπορεί, άραγε, σήμερα ο πρωθυπουργός ή ο υπουργός Οικονομικών να κοιτάξουν στα μάτια ένα πολίτη και να πουν ότι η χώρα θα ήταν σήμερα σε χειρότερη κατάσταση, αν αντί της «καθαρής εξόδου» είχαν επιλέξει την προληπτική γραμμή που πρότειναν η Τράπεζα της Ελλάδος και η ΕΚΤ, με την οποία θα εξασφαλίζαμε: πρόσβαση στην αγορά ομολόγων με «εγγύηση» του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM), αγορά των ομολόγων από την ΕΚΤ, πρόσβαση στο μηχανισμό παροχής ρευστότητας στις τράπεζες με μηδενικό κόστος, αλλά και εγγύηση σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, επίσης από τον ESM (παρεμπιπτόντως: ο ESM τώρα, με ανακοίνωσή του, ξεκαθαρίζει ότι ουδεμία ανάμιξη έχει στα σχέδια υποστήριξης των τραπεζών από την ελληνική κυβέρνηση).
Μπορεί κανείς να υποστηρίξει σοβαρά ότι στο όνομα, δήθεν, της ανάκτησης της κυριαρχίας στην άσκηση οικονομικής πολιτικής, άξιζε τον κόπο να εκτεθούμε σε τόσους κινδύνους; Για να μην παραμείνει για ένα 12μηνο ακόμη η Ελλάδα τυπικά σε πρόγραμμα, άξιζε να ρισκάρουμε μια αναζωπύρωση της κρίσης; Όταν, μάλιστα, όλοι καταλαβαίνουμε πόσο «κυρίαρχη» είναι η κυβέρνηση στην άσκηση πολιτικής, βλέποντας τον υπουργό Οικονομικών να «ζητιανεύει» από τους Ευρωπαίους έγκριση για τη μη περικοπή των συντάξεων;
Η κυβέρνηση φέρει την πρώτη και κύρια ευθύνη για την επιστροφή της οικονομίας σε συνθήκες αστάθειας και αβεβαιότητας. Αφού δεν είχε την πρόνοια να συμφωνήσει για μια προληπτική γραμμή που θα θωράκιζε πραγματικά την οικονομία, ας ευχηθούμε ότι θα βρει το συντομότερο μια λύση για την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης στην οικονομία και στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
*O κ. Γρηγόρης Σαμπάνης είναι Οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών.