Η κυβερνητική προσπάθεια για τη στήριξη επιχειρήσεων, επαγγελματιών και προφανώς μέσω αυτών και της απασχόλησης, μέσα στην κρίση του κορονοϊού, είναι έως σήμερα ισχυρή, πολυεπίπεδη και κυρίως επιτυχημένη,
Τώρα, όμως, η οικονομία εισέρχεται στη δύσκολη φάση της διοχέτευσης ρευστότητας από τις τράπεζες, σύμφωνα με ορισμένα δεδομένα.
Συγκεκριμένα:
α) τις κρατικές εγγυήσεις
β) την ευρωστία τους
γ) την ύπαρξη ρευστότητας περί τα 15 δις ευρώ για δανειοδοτήσεις έως το τέλος του χρόνου
δ) τον «αφελληνισμό» της ιδιοκτησίας τους και
ε) τα αποτελέσματα του ΤΕΠΙΧ ΙΙ
Έχοντας ως βάση τα παραπάνω θα έλεγα ότι οι ελληνικές τράπεζες παρά την ευρωστία τους, την ύπαρξη ρευστότητος και κρατικών εγγυήσεων αδυνατούν να ξεφύγουν από την λογική των τελευταίων χρόνων, να δανειοδοτούν δηλαδή με βάση αυστηρά τραπεζικά κριτήρια.
Το ΤΕΠΙΧ ΙΙ μπορεί να απορρόφησε ένα δισ.,αλλά αυτό κατευθύνθηκε σε δυνατούς παίκτες. Οι εξαιρέσεις οι οποίες σίγουρα υπάρχουν απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα. Οι διαβαθμίσεις όσων τα πήραν μπορούν εύκολα να αποδείξουν του λόγου μου το αληθές.
Η κυβέρνηση καταβάλλει πολύ μεγάλες προσπάθειες να τις πιέσει ώστε να ελαστικοποιήσουν τα κριτήρια.
Πόσο εφικτό είναι να αποδώσει αυτή η πίεση; Λίγο πιστεύω.
Οι ελληνικές τράπεζες, με κύρια ευθύνη του ΣΥΡΙΖΑ, έχουν περάσει από το 2015 στα χέρια ξένων funds που ενδιαφέρονται αποκλειστικά και μόνο για τα κέρδη των επιχειρήσεών τους, την αύξηση της χρηματιστηριακής αξίας τους και την μείωση της έκθεσής τους σε κόκκινα δάνεια.
Παλαιότερα οι μεγαλοιδιοκτήτες τους, αυτοί οι κατά τους σκληρούς αριστερούς, ακραίοι καπιταλιστές, είχαν και αίσθηση πατριωτικού καθήκοντος. Θα μπορούσαν,λοιπόν, να σηκώσουν ένα βάρος αντίστοιχο με το σημερινό, όταν μάλιστα στο τιμόνι της χώρας υπάρχει ένας Πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης με εξαιρετική σχέση λόγων και έργων, ειδικά στην οικονομία.
Σήμερα, αντίθετα, οι διοικήσεις τους είναι εντελώς απρόσωπες, έχουν στόχους, συγκεκριμένο πλαίσιο δανειοδοτήσεων και λειτουργίας με πολλαπλά επίπεδα ελέγχου και λογοδοσίας εκτός της χώρας. Οι εγκρίσεις δανείων πολλές φορές προκύπτουν αυτόματα μέσα από δείκτες, στοιχεία και επιχειρηματικά σχέδια, ακόμη και για μικρές επιχειρήσεις.
Μέσα, λοιπόν, σε ένα περιβάλλον οικονομικής αβεβαιότητας, πολύ φοβάμαι ότι θα συνεχίσουν να μη «βάζουν πλάτη», με υπαρκτό τον κίνδυνο, μέσω των δανειοδότησεων, να ισχυροποιηθούν ακόμη περισσότερο οι «ισχυροί».
Ήδη, ορισμένα μεσαία τραπεζικά στελέχη, στα επιχειρηματικά κέντρα των συστημικών τραπεζών έχουν «μοιράσει» στους ισχυρούς τους πελάτες, πριν καν ξεκινήσει, το πρόγραμμα εγγυοδοσίας.
Η λογική του «να έχω το κεφάλι μου ήσυχο» κυριαρχεί.
Ούτε η απειλή ότι θα μειωθεί η συμμετοχή στο πρόγραμμα όσων δεν ανταποκριθούν στην ελαστικοποίηση των τραπεζικών κριτηρίων μπορεί να αποδώσει. Οι διοικήσεις θα προτιμήσουν τη λογική του ελάχιστου ρίσκου.
Επίσης όταν μιλάμε για τραπεζικά κριτήρια ακόμη και ελαστικά, πρέπει να παίρνουμε υπόψιν ότι η δανειοδότηση ακολουθεί διαδικασίες χρονοβόρες και πιστεύω ότι έως το τέλος Ιουλίου θα έχουν γίνει λίγες εκταμιεύσεις.
Έτσι όμως, μεταξύ άλλων, δε θα μπορέσουν να στηριχθούν όσες επιχειρήσεις έβαλαν σε αναστολή τις επιταγές τους, με κυβερνητική απόφαση, κατά τη διάρκεια της κρίσης.
Οι επιταγές θα πρέπει να πληρωθούν στο διάστημα μεταξύ 15 Ιουνίου έως 15 Αυγούστου και προσωπικά πιστεύω ότι θα υπάρξει ένα τσουνάμι ακάλυπτων επιταγών με κίνδυνο να δημιουργηθεί ένα ντόμινο το οποίο θα παρασύρει πολλές επιχειρήσεις.
Η περιγραφή, βέβαια, μιας κατάστασης μπορεί να καλύπτει τις ανάγκες ενός άρθρου, όχι όμως μιας πολιτικής. Προτάσεις απαιτούνται ώστε η ρευστότητα να διοχετευθεί σε όσους το «παλεύουν» και όχι στους «πεθαμένους» η στους «ισχυρούς».
Προτείνω λοιπόν:
α) Το επιτόκιο δανεισμού στο πρόγραμμα εγγυοδοσίας να μην είναι εξαιρετικά χαμηλό όπως το άτοκο του ΤΕΠΙΧ II και έτσι να γίνει απαγορευτικό για τους ισχυρούς παίκτες που σήμερα δανείζονται με 1 έως 1,5%. Πρέπει να είναι κοντά στο μεσοσταθμικό επιτόκιο κάθε τράπεζας, π.χ. 3-4%,
β) Αν η κυβέρνηση κάνοντας το follow up στον πρώτο μήνα λειτουργίας του προγράμματος, αντιληφθεί ότι το πρόβλημα, κυρίως των συστημικών τραπεζών είναι γενικό, να προχωρήσει σε παύση της λειτουργίας του. Εύκολα μπορεί να ζητήσει από τις τράπεζες την διαβάθμιση των εταιρειών, οι οποίες θα έχουν ωφεληθεί έως τότε από το πρόγραμμα και έτσι να έχει πλήρη εικόνα της κατάστασης.
γ) το υπόλοιπο πρόγραμμα, ενισχυμένο προφανώς και με πόρους ώστε να αντικατασταθεί η μόχλευση των τραπεζών, να ανατεθεί στην Αναπτυξιακή Τράπεζα και
δ) να υπάρξει νέα αναστολή της πληρωμής επιταγών με πρόνοια ώστε όσοι κομιστές επιθυμούν να μπορούν να δανειοδοτηθούν ισόποσα, αυτόματα και χαμηλότοκα από την Αναπτυξιακή Τράπεζα.
Οι προτάσεις μου σίγουρα δεν λύνουν συνολικά το πρόβλημα της ρευστότητας, αλλά καταγράφουν τις υπάρχουσες δυσκολίες και αναδεικνύουν ένα διαφορετικό δρόμο.
Μακάρι να κάνω λάθος και σε ένα μήνα να αποδειχθεί ότι έχω άδικο. Ο πρώτος που θα πανηγυρίσει θα είμαι προσωπικά εγώ.
* Ο Στράτος Σιμόπουλος είναι Βουλευτής Α' Θεσσαλονίκης με την ΝΔ, Ηλεκτρολόγος Μηχανικός, πρώην Γενικός Γραμματέας Δημοσίων Έργων