Δεν είναι ευκαιριακή η επιλογή της έντασης με την Ελλάδα, άσχετα αν η Τουρκία την ανασύρει, όποτε τη χρειάζεται περισσότερο, λέει στο Liberal, ο Μιχάλης Τσινισιζέλης, καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Και εξηγεί ότι δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι μετά τις εκλογές του Ιουνίου, αφού το «ύφος» της εξωτερικής πολιτικής της Άγκυρας θα συνεχίσει να καθορίζει η επιδίωξη συνεκμετάλλευσης των υδρογονανθράκων της Κύπρου, και η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης σε συνδυασμό ή όχι με τις εξελίξεις στο Συριακό. Πολλώ δε μάλλον, όταν η επιδεινούμενη πορεία της οικονομίας της γείτονος, είναι ένας επιπλέον παράγοντας αστάθειας που θα επιδρά ολοένα και περισσότερο στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας και ίσως εξαναγκάσει τον Ερντογάν να στραφεί σε άλλες επιλογές.
Εκτιμά ότι το ζήτημα με τους δύο στρατιωτικούς θα παραμείνει παγωμένο, τουλάχιστον ως τις εκλογές του Ιουνίου, αφού οποιαδήποτε κίνηση του Ερντογάν θα οδηγήσει σε χαρακτηρισμό του ως «ενδοτικού».
Όσο για τις πρόσφατες κινήσεις στήριξης Μακρόν προς την Ελλάδα, δίχως να τις απαξιώνει, εντούτοις τις χαρακτηρίζει πολιτικά ασφαλείς, καθώς η Τουρκία, είναι σε αυτήν την συγκυρία ελάχιστα δημοφιλής ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και όχι μόνον. Ερωτηθείς αντίστοιχα για τις καλλιεργούμενες προσδοκίες περί στήριξης των εθνικών μας θεμάτων από τον Πούτιν, τις χαρακτηρίζει απλώς ως «απαράδεκτες αυταπάτες».
Συνέντευξη στον Γιώργο Φιντικάκη
– Κοινή παραδοχή είναι ότι το επόμενο δίμηνο, έως τις τουρκικές εκλογές, κρύβει κινδύνους ως προς τα ελληνοτουρκικά και τη Κύπρο. Άραγε, έως τότε θα πρέπει να «ξεχάσουμε» τυχόν θετικές εξελίξεις στο θέμα των δύο Ελλήνων στρατιωτικών;
Διαφαίνεται ότι η περίοδος μέχρι τις εκλογές στην Τουρκία το ζήτημα με τους δύο στρατιωτικούς μας «θα παγώσει». Ο Ερντογάν δεν πρόκειται να προβεί σε καμία κίνηση η οποία θα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον του όποιοι και να είναι τελικά οι αντίπαλοί του.
Το θέμα της «Ελλάδας» έχει δυστυχώς χρησιμοποιηθεί αρνητικά και κατά κόρον από όλες τις πολιτικές δυνάμεις της Τουρκίας – με εξαίρεση τους Κούρδους – και οποιαδήποτε κίνηση θα οδηγήσει αυτομάτως στον χαρακτηρισμό του Ερντογάν ως ενδοτικού. Άλλωστε, ο Ερντογάν και σε επίπεδο πολιτικών συμμαχιών εσωτερικά και σε επίπεδο ρητορικής «ακουμπά» στους εθνικιστές.
– Δεν είναι όμως λάθος να προσεγγίζουμε τη συζήτηση μόνο ως προς το τι θα συμβεί έως τον Ιούνιο; Το λέω με την έννοια, ότι εφόσον ο Τούρκος Πρόεδρος μονιμοποιήσει όπως όλα δείχνουν τις εξουσίες του, τι θα τον εμποδίσει ο αναθεωρητισμός του απέναντι στα ελληνοτουρκικά και τη Κύπρο, να γίνει ακόμη πιο ανεξέλεγκτος;
Αν πετύχει τον στόχο του ο Ερντογάν και κερδίσει τις εκλογές, όπως φαίνεται προς το παρόν τουλάχιστον, δεν πρόκειται να αλλάξει κάτι ριζικά στην εξωτερική πολιτική της Τουρκίας. Η ελπίδα μας θα μπορούσε να στηρίζεται στην υπόθεση ότι με την εκπλήρωση των στόχων του θα προσπαθούσε να ηρεμήσει τις ελληνοτουρκικές σχέσεις και να οικοδομήσει εκ νέου τις σχέσεις του με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Όμως το βασικό του ζήτημα, δηλαδή η συμμετοχή του στην εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων στην Κύπρο, θα παραμένει εν εξελίξει, και όχι σύμφωνα με τις επιθυμίες του.
Αυτό το ζήτημα αναμένω να καθορίζει και το «ύφος» της εξωτερικής του πολιτικής. Η αναθεώρηση της Συνθήκης της Λοζάνης σε συνδυασμό ή όχι με τις εξελίξεις στο Συριακό, αποτελούν μέρος της στρατηγικής της Τουρκίας εδώ και πολλά χρόνια.
Νομίζω ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή είναι μια στρατηγική και όχι ευκαιριακή επιλογή η οποία όμως είναι και ευκαιριακής έντασης με εργαλειακά χαρακτηριστικά. Ανασύρεται δηλαδή όποτε χρειάζεται.
– Λέγεται πως δύο λόγοι που έκαναν τον Ερντογάν να επισπεύσει τις εκλογές, είναι οι φόβοι του για σοβαρή επιδείνωση της τουρκικής οικονομίας το φθινόπωρο, αλλά και για μελλοντικές δυσκολίες στο Συριακό. Έστω λοιπόν ότι αυτοί οι φόβοι επιβεβαιώνονται. Ποιος μας λέει ότι ο Τούρκος Πρόεδρος, όντας ακόμη πιο ισχυρός μετά τον Ιούνιο, και προκειμένου να αποσπάσει τη προσοχή της κοινής γνώμης από αυτά τα ζητήματα, δεν θα κλιμακώσει τις προκλήσεις εναντίον Ελλάδας και Κύπρου;
Πράγματι η συγκυρία είναι προβληματική. Φαίνεται ότι η τουρκική οικονομία αποτελεί και την σοβαρότερη αιτία για την επίσπευση των εκλογών καθώς οι μεσομακροπρόθεσμες προβλέψεις για την κατάστασή της δεν είναι καλές, και ο Ερντογάν στηρίζεται στα κοινωνικά στρώματα που βελτίωσαν την θέση τους και τα εισοδήματά τους κατά την διάρκεια της εξουσίας του. Τώρα τα στρώματα αυτά, υφίστανται τις επιπτώσεις της ύφεσης- ο πληθωρισμός είναι ήδη διψήφιος.
Είναι και ένας επιπλέον παράγοντας αστάθειας που θα επιδράσει στην εξωτερική του πολιτική και ίσως τον εξαναγκάσει να στραφεί σε άλλες επιλογές, όχι απαραιτήτως πιο επιθετικές. Ο Ερντογάν είναι έμπειρος και ρεαλιστής πολιτικός και αυτό είναι κάτι που πρέπει να του το αναγνωρίσουμε.
– Σχολιάστε μου σας παρακαλώ, τις δηλώσεις στήριξης Μακρόν προς την Ελλάδα, καθώς και το γεγονός ότι το Πολεμικό Ναυτικό, πρόκειται να ενισχυθεί ως το καλοκαίρι με γαλλικές φρεγάτες. Στέκει η πολιτική ανάγνωση, ότι σε μια στιγμή που οι σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας διέρχονται κρίση, ο Μακρόν εκμεταλλεύεται τη συγκυρία για να ισχυροποιήσει την θέση του ως βασικού διαχειριστή του ευρωπαϊκού οράματος, και των ευρωπαϊκών συνόρων;
Καταρχήν, οτιδήποτε ενισχύει την δυνατότητα αποτροπής της χώρας μας είναι προφανώς καλοδεχούμενο. Νομίζω ότι η πολιτική ανάγνωση που προτείνετε για τον Μακρόν αποτελεί μέρος της γαλλικής λογικής με την επισήμανση ότι το ζήτημα αυτό δεν είναι καινούργιο. Είχε τεθεί από τον Σαρκοζί παλαιότερα, ενώ και το ζήτημα του εκσυγχρονισμού των φρεγατών του Π.Ν είναι κάτι που πρέπει να αντιμετωπισθεί σε σύντομο σχετικά χρόνο.
Χωρίς καμία διάθεση πάντως να την απαξιώσω, η κίνηση του Μακρόν είναι πολιτικά ασφαλής μιας και η Τουρκία είναι σε αυτήν την συγκυρία τουλάχιστον ελάχιστα δημοφιλής ανάμεσα στις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και όχι μόνον.
Σε κάθε περίπτωση, όποια ανάγνωση και να κάνει κάποιος σε όλα τα παραπάνω, δεν παύουν να είναι γεγονός. Δεν ισχύει το ίδιο για άλλες χώρες, για τις οποίες κατά καιρούς καλλιεργούμε προσδοκίες για στήριξη στα ελληνοτουρκικά.
– Ποίες εννοείτε;
Τη Ρωσία για παράδειγμα. Κατά καιρούς καλλιεργούνται προσδοκίες για στήριξη της Μόσχας στα ελληνοτουρκικά – τελευταίως μάλιστα αυτό συνέβη με αφορμή την υπόθεση των 2 στρατιωτικών – δίχως τελικά να επιβεβαιώνονται. Οι όποιες αυταπάτες με την Ρωσία είναι απαράδεκτες για όλους τους προφανείς λόγους.
* Ο κ. Μιχάλης Τσινισιζέλης είναι καθηγητής Ευρωπαϊκής Πολιτικής στο Εθνικό και Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Φωτογραφία: Ap Images