Στις 17 Ιανουαρίου πέθανε από πνευμονία ο συγγραφέας Βαρλάμ Σαλάμοφ (1907 – 1982). Ας δούμε πώς περιγράφει τις τελευταίες του στιγμές μία αυτόπτης μάρτυρας.
«Αυτό που αντίκρισα δεν το είχα ξαναδεί ποτέ στη ζωή μου. Σε ένα μικρό δωμάτιο, υπήρχαν δύο κρεβάτια, δύο κομοδίνα και ένα τραπέζι. Βρώμα και δυσωδία. Δύο γέροντες, εκ των οποίων ο ένας ήταν ξαπλωμένος ακίνητος στο κρεβάτι, ο άλλος καθόταν γυμνός στο πάτωμα, δίπλα στο ξέστρωτο κρεβάτι, φορώντας κάτι κουρέλια, εξαντλημένος, όλη την ώρα κουνιόταν, το πρόσωπο του ήταν παραμορφωμένο. Ο πάτερ τον χαιρέτησε φωνάζοντας. Ο γέροντας ούρλιαξε κάτι τελείως ακατάληπτο και κούνησε το χέρι του, στο οποίο έσφιγγε ένα τσαλακωμένο κύπελλο από αλουμίνιο.
Οι ένοικοι αυτού του ιδρύματος ήταν μοναχικοί, άρρωστοι βαριά άνθρωποι, πολλοί από τους οποίους δεν ήταν γέροι, ούτε καν ηλικιωμένοι, υπήρχαν πολλοί νεαροί ανάπηροι, κατά κύριο λόγο με κινητικά προβλήματα. Ήταν προφανές ότι χρειάζονταν πρωτίστως φροντίδα, αφού δεν μπορούσαν να κινηθούν μόνοι τους, ορισμένοι δε από αυτούς δεν μπορούσαν καν να φάνε μόνοι τους.
Εκείνοι που μπορούσαν να κινηθούν έστω και λίγο ή είχαν μακρινούς συγγενείς, οι οποίοι πλήρωναν, έστω και κάτι λίγα χρήματα, είχαν πιθανότητες να επιβιώσουν. Αβοήθητοι, καρφωμένοι στο κρεβάτι, απλά πέθαναν, από την πείνα, γιατί δεν επιτρεπόταν να τους ταΐζουν με το κουτάλι ή από τα έλκη που προκαλούνταν επειδή τύχαινε να μένουν ξαπλωμένοι στο κρεβάτι μέρες ολόκληρες, πάνω στα υγρά, λερωμένα σεντόνια. Ούρλιαζαν όσο είχαν δυνάμεις να ουρλιάζουν, αλλά μάταια. Η ιατρική βοήθεια, ακόμη κι αν υπήρχε, σε αυτές τις συνθήκες δεν είχε κανένα νόημα. Γι’ αυτό και δεν υπήρχαν φάρμακα. Σε μερικούς, έδιναν κάτι χάπια, αλλά δεν ήταν όλοι σε θέση να τα καταπιούν. Κάθε φορά, πλησιάζοντας την πόρτα του «Οίκου αναπήρων και ηλικιωμένων», βίαζα τον εαυτό μου να μπει μέσα. Δεν κατάφερα ποτέ να το συνηθίσω. Νομίζω πως αυτού του είδους τα ιδρύματα είναι η πιο τρομακτική και αδιαμφισβήτητη μαρτυρία εκφυλισμού της ανθρώπινης συνείδησης, η οποία έγινε στη χώρα μας κατά τον 20ο αιώνα. Ο άνθρωπος έχει πια στερηθεί όχι μόνο το δικαίωμα για μία αξιοπρεπή ζωή, αλλά και για ένα αξιοπρεπή θάνατο.
Με κάλεσε ο αρχίατρος για να συζητήσουμε. «Δεν είστε συγγενείς, συνεπώς μην έρχεστε,- είπε. – Γιατί υπαινίσσονται «από εκεί», ότι δεν είναι η υγιής η ατμόσφαιρα, μου τηλεφώνησε μάλιστα ο Γιεφτουσένκο, ενδιαφέρονται διάφοροι… Δεν είναι καλό αυτό. Καταλαβαίνετε, φαντάζομαι, ότι μπορώ να μεταφέρω τον Σαλάμοφ σας σε ίδρυμα για χρόνια ψυχικά ασθενείς, να εξαφανιστεί, πολύ περισσότερο που υπάρχει αιτιολογία. Πριν από λίγες ημέρες προκάλεσε πλημμύρα, αφού δεν έκλεισε την βρύση στην τουαλέτα».
Μετά από λίγες ημέρες έγινε η πραγματογνωμοσύνη. Μπήκαν στο δωμάτιο, πλησίασαν τον Βαρλάμ Τίχονοβιτς και τον ρώτησαν τι ημέρα ήταν. Ο Βαρλάμ Τίχονοβιτς δεν απάντησε, ίσως να μην άκουσε, αλλά μάλλον δεν ήθελε να απαντήσει. Αφού του έκαναν μερικές ακόμη ερωτήσεις, όπως ποια ημέρα της εβδομάδας ήταν και κάτι ακόμη, η επιτροπή έφυγε από το δωμάτιο. Έτρεξα ξωπίσω τους, προσπάθησε να τους εξηγήσω πως ο Βαρλάμ Τίχονοβιτς δεν ακούει καλά, αλλά μου απάντησαν κοφτά που πάσχει από προϊούσα άνοια. Έφυγαν. Αν το μεταφράσουμε αυτό στην γλώσσα των ανθρώπων, σημαίνει ότι όταν ένας άνθρωπος που δεν βλέπει και δεν ακούει καλά, που ζει απομονωμένος, χωρίς να έχει ούτε τηλεόραση ούτε ραδιόφωνο, ούτε καν ημερολόγιο και δεν γνωρίζει τι μέρα είναι σήμερα, σημαίνει ότι πάσχει από γεροντική άνοια. Τέλος.
Το απόγευμα της 15ης του μηνός ο Σαλάμοφ εξαφανίστηκε. Μπήκαμε το άδειο δωμάτιο, στο καλοριφέρ ήταν κρεμασμένη μία καθαρή πιζάμα, στο κομοδίνο είχε μία στοίβα εφημερίδων «Ο Μοσχοβίτης λογοτέχνης» και προσκλήσεις για εκδηλώσεις στον «Οίκο συγγραφέων». Πήγαμε στην εφημερεύουσα νοσοκόμα, μας απάντησε πως δεν ξέρει τίποτα, πως δεν ήταν στη δική της βάρδια και πως πρέπει να πάμε στον αρχίατρο. Τα υπόλοιπα δεν τα θυμάμαι πολύ καλά, νομίζω πως την πίεσα λίγο, αλλά δεν έχει σημασία, κοίταξε κάποιο βιβλίο και μου έδωσε τη διεύθυνση: Οδός Αμπραμτσέφσκαγια Νο 32, Ίδρυμα ψυχασθενών.
Το πρωί της 17ης Ιανουαρίου, θα πρέπει να ήταν Σάββατο ή Κυριακή. Προς μεγάλη μας έκπληξη, δεν μας άφησαν να μπούμε. Ήρθε στην πόρτα και με βρήκε ο εφημερεύων ιατρός και άκουσε τις φωνές μου. Αποδείχτηκε καλός άνθρωπος. Μας επέτρεψε να επισκεφτούμε τον Βαρλάμ Τίχονοβιτς, παρόλο που δεν ήταν ώρα επισκεπτηρίων. Έκανε παγωνιά εκείνη την ημέρα, αλλά ήταν φωτεινή, το δωμάτιο ήταν μεγάλο και το έλουζε ο ήλιος (πάει να πει, είχε παράθυρα). Σε ένα κρεβάτι ήταν ξαπλωμένος ο Βαρλάμ Τίχονοβιτς, στο διπλανό κάποιος γέροντας βύζαινε το δάχτυλό του πασαλειμμένο με κόπρανα. Στη συνέχεια ο γιατρός μου είπε ότι ήταν ένας υψηλόβαθμος καγκεμπίτης στο παρελθόν.
Πλησιάσαμε τον Σαλάμοφ. Ψυχορραγούσε. Ήταν προφανές, αλλά παρόλα αυτά έβγαλα το στηθοσκόπιο. Ο Βαρλάμ Τίχονοβιτς πέθαινε από πνευμονία, η οποία εξελισσόταν σε καρδιακή ανεπάρκεια. Νομίζω πως όλα ήταν πολύ απλά, έφταιγε το στρες και η υποθερμία. Ήταν στη φυλακή, ήρθαν και τον πήραν. Τον μετέφεραν διασχίζοντας ολόκληρη την πόλη, χειμώνα, χωρίς πανωφόρι, δεν τους ενδιέφερε ότι δεν μπορεί να βγει έξω. Πιθανόν προσπάθησε να αντισταθεί, το υποθέτω, μια και για πολλά χρόνια δούλευα στην «Υπηρεσία Α’ βοηθειών».
Επέστρεψα στον εφημερεύοντα γιατρό, τον ρώτησα αν ο Σαλάμοφ υπόκειται σε κάποια αγωγή. Στην καταγραφή της πρώτης εξέτασης έγραφε πως ήταν ανήσυχος και προσπάθησε να δαγκώσει τον γιατρό. Η διάγνωση παρέμενε η ίδια: προϊούσα άνοια. Στην αγωγή εντόπισα ένα αντιβιοτικό, πάρει να πει πως έπαθε σχεδόν αμέσως πνευμονία. Πήγα στη νοσοκόμα και έμαθα ότι δεν είχε πάρει ακόμη το αντιβιοτικό του, δεν είχε έρθει η σειρά του. Ξαναπήγα στον γιατρό και, κατανοώντας πλήρως πως το νόημα των ενεργειών μου είναι καθαρά συμβολικό, του ζήτησα να του βάλουν όρο και να ενισχύσουν τη λειτουργία της καρδιά. – Παρακαλώ, μπορείτε να το κάνετε μόνη σας, μου απάντησε. Του έβαλα ορό μαζί με αντιβιοτικό. Για άλλη μία φορά επαναλαμβάνω πως δεν πίστευα ότι θα αλλάξει δραματικά η κατάστασή του. Ο Σαλάμοφ ψυχορραγούσε, αλλά παρόλα αυτά αποφάσισα να κάνω εκείνα τα λίγα που μπορούσα. Δεν άλλαξε τίποτα. Δεν μπορούσε πια να αλλάξει κάτι. Τότε άρχισα να λέω την προσευχή «Νυν απολύεις τον δούλο σου». Δεν θα πω πως ο Σαλάμοφ πριν πεθάνει μας αναγνώρισε, ελπίζω όμως ότι πρόλαβε να νιώσει την παρουσία μου. Δεν ξέρω. Μετά από μιάμιση ώρα ο Βαρλάμ Τίχονοβιτς πέθανε.
Επέστρεψα στο δωμάτιο, κοίταξα το κομοδίνο. Μία άδεια ταμπακέρα, έργο φυλακισμένου (προφανώς κάποιος του την είχε κάνει δώρο παλιά, αφού ο Βαρλάμ Τιχονοβιτς δεν κάπνιζε), ένα άδειο πορτοφόλι για ψιλά, ένα σκισμένο πορτοφόλι για χαρτονομίσματα. Μέσα στο δεύτερο είχε μερικούς φακέλους, αποδείξεις για την επισκευή του ψυγείου και της γραφομηχανής από το 1962, ένα παραπεμπτικό για τον οφθαλμίατρο στην πολυκλινική του Ταμείο Λογοτεχνών, ένα σημείωμα στο οποίο με μεγάλα γράμματα έγραφε: «Τον Νοέμβριο θα σας δώσουν επίδομα 100 ρούβλια. Ελάτε να τα πάρετε μετά», χωρίς ημερομηνία και υπογραφή, την ληξιαρχική πράξη θανάτου της Ν. Λ. Νεκλουντόβιγια, την ταυτότητα του σωματείου, την ταυτότητα της βιβλιοθήκης «Λένιν». Αυτά ήταν όλα. Ταυτότητα δεν είχε, χωρίς αυτή όμως δεν μπορούσε να βγει η βεβαίωση θανάτου. Ξαναπήγα στον γιατρό. Έμαθα πως πήραν την ταυτότητά του στην Υπηρεσία Δήλωσης Διεύθυνσης. Όλοι οι τρόφιμοι του ιδρύματος, έπρεπε αμέσως να καταγραφούν.
Η εξόδιος ακολουθία του Σαλάμοφ έγινε στο ναό του Αγίου Νικολάου στη περιοχή Κουζνετσί, γιατί αυτή την εκκλησία μας υπέδειξε ο π. Αλεξάντρ Μεν.
Απόσπασμα από τις αναμνήσεις της Γιλένα Ζαχάροβα, στο Συλλογή έργων για τον Σαλάμοφ, τεύχος 3, επιμέλεια Β. Β. Γιεσίποφ, Βολγκντά, εκδόσεις Γκριφόν, 2002.
Μετάφραση από τα Ρωσικά Δημήτρης Β. Τριανταφυλλίδης©