Οι προτεραιότητες της ασκούμενης φορολογικής πολιτικής

Δεν αρκεί να αφήσουμε πίσω μας την πανδημία για να βγούμε από την οικονομική κρίση. Τα προγράμματα στήριξης των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων που πλήττονται, αποτελούν μια προσωρινή σανίδα σωτηρίας. Όμως το ξέφωτο της οικονομικής ανάπτυξης δεν πρόκειται να το αντικρύσουμε αν βασιστούμε πάνω στα εγχώρια επιδόματα, σήμερα, και στα ευρωπαϊκά πακέτα ανάκαμψης, αύριο.

Πράγματι οι εισροές από τα κονδύλια του ευρωπαϊκού ταμείου ανάκαμψης θα δώσουν αρκετές ποσοστιαίες μονάδες στην άνοδο του Ακαθάριστου Εθνικού Προϊόντος (ΑΕΠ). Θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίες και θα αλλάξουν την χώρα στον τομέα της ενέργειας, του περιβάλλοντος, των υποδομών, της παιδείας και της ψηφιακής κοινωνίας.

Ωστόσο, τα βασικά ζητούμενα για την ελληνική οικονομία και το πέρασμά της σε ένα άλλο επίπεδο, θα επηρεαστούν μόνο έμμεσα, από τον οργασμό ανάπτυξης των τομέων που προαναφέρθηκαν. Οι εθνικές στοχεύσεις και έχουν τεθεί από τη κυβέρνηση και που αποτελούν κοινό τόπο για όσους αντιλαμβάνονται την σημασία των αριθμών, είναι τρεις. 

Η πρώτη, είναι η άνοδος της συμμετοχής των εξαγωγών στο ΑΕΠ από 38% σήμερα σε 48% μέχρι το 2023.

Η δεύτερη, είναι η άνοδος της βιομηχανικής παραγωγής από το 9,5% στο 12%.

Και η τρίτη στόχευση, είναι ο διπλασιασμός των ξένων επενδύσεων μέχρι το 2023.

Σίγουρα, η φθηνότερη ενέργεια και οι ευκολίες από τη διεύρυνση των ψηφιακών υπηρεσιών θα συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση. Όμως οι βασικές κινήσεις που θα οδηγήσουν στην επίτευξη των εθνικών στοχεύσεων θα στηριχθούν κατά βάση σε άλλες πρωτοβουλίες και παράλληλες κινήσεις, που λόγω της πανδημίας και των οικονομικών επιπτώσεων της απαιτούν λεπτότατους χειρισμούς. 

Δεν είναι λίγοι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η ραγδαία μείωση των φορολογικών συντελεστών, θα οδηγήσει την οικονομία στο ποθητό αποτέλεσμα. Όμως αυτή η επιλογή, σε αυτή τη συγκεκριμένη συγκυρία, ίσως να ενέχει κινδύνους ανατροπής της πορείας της οικονομίας, όπως ανέφερε προ ημερών και ο Γενικός Διευθυντής του ΙΟΒΕ Νίκος Βέττας, επισημαίνοντας ότι δεν έχουν περάσει πολλά χρόνια από τη ουσιαστική πτώχευση της χώρας.  Ο καθηγητής του Οικονομικού Πανεπιστημίου, εστιάζει περισσότερο στην δημοσιονομική σταθερότητα και στις φορολογικές μεταρρυθμίσεις, με σκοπό να αποφευχθεί άπαξ δια παντός, η πιθανότητα δημιουργίας ανεξέλεγκτων ελλειμμάτων.

Οι μειώσεις των φόρων δεν είναι αυτοσκοπός. Οι μειώσεις τους, μεγαλώνουν τα διαθέσιμα κεφάλαια των πολιτών, που θα επιλέξουν οι ίδιοι αν θα τα καταναλώσουν ή θα τα αποταμιεύσουν. Ωστόσο οι μειώσεις φόρων, αποτελούν μέρος της  εξίσωσης ανάμεσα στις κρατικές δαπάνες και στο δημόσιο χρέος. Το δημόσιο χρέος βρίσκεται ήδη σε επίπεδο που δεν επιτρέπει περαιτέρω άνοδο του. Ταυτόχρονα οι κρατικές δαπάνες είναι αμφίβολο κατά πόσο μπορούν να περιοριστούν διότι οι δαπάνες στον υγειονομικό τομέα, στον τομέα της άμυνας και στον τομέα στήριξης συγκεκριμένων ομάδων πολιτών, δείχνουν ανελαστικές.

Έτσι αν εξαιρεθεί η πιθανολογούμενη κατάργηση του συμπληρωματικού φόρου στα ακίνητα (με έσοδα 270 εκατ. ευρώ), που αποδεδειγμένα θα δώσει από 1,1 έως 1,4 δισ. ευρώ στο ΑΕΠ της χώρας, η κυβέρνηση έχει προσανατολιστεί σε αυτήν την φάση, στη μείωση  του γενικότερου φορολογικού βάρους της εργασίας, αλλά και του κεφαλαίου. Και σε δεύτερο χρόνο, οι μειώσεις θα περάσουν στη κατανάλωση.

Η χώρα έχει ανάγκη από τη δημιουργία καλοπληρωμένων θέσεων απασχόλησης, υψηλής προστιθέμενης αξίας. Αυτές, θα προκύψουν κατά κύριο λόγο μέσα από ξένες επενδύσεις. Πριν από ένα μήνα, μεγάλη μη ευρωπαϊκή εταιρεία στο χώρο του Risk Μanagement, διερευνούσε την πιθανότητα να ανοίξει γραφείο στην Ελλάδα, με σκοπό μεταξύ των άλλων να αποκτήσει και ευρωπαϊκό διαβατήριο. Αναζητούσε δε, προσωπικό που να εξειδικεύεται στο προγραμματιστικό περιβάλλον Python καθώς και χρηματοοικονομικούς αναλυτές με πιστοποίηση CFA. Η εταιρεία πιθανότατα θα προχωρήσει τελικά, στην ίδρυση του γραφείου της στο Βουκουρέστι, καθώς το συνολικό κόστος της εταιρείας για τους δυνητικούς εργαζόμενους, συμπεριλαμβανομένων των φορολογικών, συνταξιοδοτικών και ασφαλιστικών βαρών, ήταν σημαντικά χαμηλότερο από αυτό της Ελλάδας. Για να μην αναφερθούμε στους συντελεστές εταιρικής φορολογίας και στον φορολογικό ανταγωνισμό στον γεωγραφικό χώρο της Κεντρικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης.  

Η διεύρυνση της φορολογικής βάσης σε πολίτες και εταιρείες που λειτουργούν κάτω από το ραντάρ της εφορίας, είναι επίσης το ζητούμενο για να μπορέσει το κράτος να φοροελαφρύνει τους λίγους, που πληρώνουν για όλους. Όπως ανέφερε προ ημερών ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας,  το 10% του συνόλου των φορολογουμένων δηλώνει μηδενικό εισόδημα και περισσότεροι από τους μισούς (58,9%) δήλωσαν εισόδημα μέχρι 10.000 ευρώ (φορολογικές δηλώσεις 2019), ενώ την ίδια χρονιά η Ελλάδα είχε τη δεύτερη υψηλότερη υστέρηση στον ΦΠΑ, 6,6 δις ευρώ. Η επέκταση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, μαζί με τη ηλεκτρονική τιμολόγηση και τον έλεγχο όλων των μικρών και μικρομεσαίων επιχειρήσεων που λειτουργούν εμφανίζοντας μονίμως ζημιογόνες χρήσεις, είναι μερικά μόνο από τα μέσα που θα οδηγήσουν σε αυτό το νέο στάδιο φορολογικής ισορροπίας. 

Δυστυχώς, δεν φαίνεται να υπάρχει σήμερα λόγω των συνθηκών, επαρκής δημοσιονομικός χώρος για να γίνουν άμεσα οι φορολογικές ελαφρύνσεις που όλοι ονειρευόμαστε. Διότι θα εμφανιστεί αμέσως ένα μεγάλο δημοσιονομικό κενό, μέχρι τη στιγμή, που τα αποτελέσματα αυτών των ελαφρύνσεων θα μετουσιωθούν σε εντονότερους ρυθμούς ανάπτυξης και ευημερίας.