Του Γιώργου Φλωρίδη
Αν επιχειρήσει κάποιος ν' αναδείξει το «σημείο- κλειδί» της τετραετούς πολιτικής Τσίπρα, αυτό βρίσκεται στη συνθήκη των Πρεσπών. Όχι μόνο στο περιεχόμενό της, αλλά στην πολιτική που εξυφάνθηκε και υλοποιήθηκε γύρω από τη συμφωνία και επ' ευκαιρία αυτής της συμφωνίας.
Η υπόθεση «Πρέσπες» χρησιμοποιήθηκε από τον Τσίπρα ως το μέσο για να γίνει αποδεκτός και χρήσιμος στον ξένο παράγοντα και, ταυτόχρονα, να θέσει τις βάσεις της εγχώριας επικυριαρχίας του με την ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος. Όλα αυτά όμως, με σοβαρότατο εθνικό και μεταρρυθμιστικό κόστος στην πορεία της ανασυγκρότησης της πτωχευμένης Ελλάδας.
Η εθνική διάσταση
Με την συμφωνία είναι βέβαιο, ότι οδηγούμαστε σε στρατηγική ήττα, σε ένα σημαντικό και χρονίζον εθνικό πρόβλημα. Ό,τι δεν κατάφεραν οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Στάλιν και η Κομμουνιστική Διεθνής, η ιστορική αφέλεια του ΚΚΕ και ο ηγεμονισμός του Τίτο, το «κατάφερε» η αριστερή λαϊκιστική κυβέρνηση του Τσίπρα και των συνεταίρων του. Νομιμοποίησε με την υπογραφή της Ελλάδας, την εθνικά επικίνδυνη ιδεολογία στα βόρεια σύνορα της χώρας, δηλαδή τον αυτόνομο «μακεδονισμό», με όχημα το κράτος των Σκοπίων. Αναγνώρισε, με βούλα και υπογραφή, ότι υπάρχει το μοναδικό, αυτόνομο «μακεδονικό» έθνος στην διεθνή κοινότητα και αυτό δια μέσου της «μακεδονικής» γλώσσας που μιλούν μόνο οι Σκοπιανοί και της «μακεδονικής» εθνότητας στην οποία ανήκουν μόνο οι Σκοπιανοί πολίτες.
Στην πραγματικότητα με τη συμφωνία των Πρεσπών, διαγράφηκε μία ενιαία εθνική πολιτική ενός ολόκληρου αιώνα, την οποία υπηρέτησαν αταλάντευτα όσοι κυβέρνησαν την Ελλάδα. Η αναγνώριση του «μακεδονισμού», με αυτόνομη κρατική μορφή και υπόσταση , σε μία περίοδο διεθνών ανακατατάξεων και γεωπολιτικών συγκρούσεων στο χώρο των Βαλκανίων, μπορεί ν' αποβεί μοιραία για τον ελληνισμό.
Οι θριαμβολογούντες για τη συμφωνία, απαντούν στους επικριτές της ότι δεν είναι δυνατό ένα μικρό και αδύναμο κράτος, όπως τα Σκόπια, να συνιστά κίνδυνο και απειλή για την Ελλάδα. Παραγνωρίζουν προφανώς ότι τα αδύναμα κράτη, γίνονται πολλές φορές, μέσα από καιροσκοπικές συμμαχίες, όργανα και εργαλεία ισχυρότερων δυνάμεων που επιδιώκουν ευρύτερες γεωπολιτικές ανακατατάξεις.
Και ποια θα είναι η αντίδρασή μας, όταν σε λίγο στους νομούς της Ελληνικής Μακεδονίας, θ' αρχίσουν να φυτρώνουν οι Στέγες Προστασίας του «Μακεδονικού» Πολιτισμού και θα ακούγονται οι φωνές για «Μακεδονική» εθνική μειονότητα στην Ελλάδα;
Ισχυρίζονται δε, ότι έπρεπε να κλείσει αυτό το εθνικό ζήτημα ώστε να επικεντρωθούμε στο μονίμως ανοικτό ζήτημα με την Τουρκία. Προφανώς και το ζήτημα αυτό θα έπρεπε να οδηγηθεί σε λύση. Όμως, κανένας Έλληνας δεν διανοήθηκε να αποδεχτεί μία πρόχειρη λύση, που θα συντηρήσει το πρόβλημα στο μέλλον με δυσμενέστερους και δυνάμει καταστροφικούς όρους για την Ελλάδα.
Η πολιτική διάσταση
Η συμφωνία των Πρεσπών, όμως, δεν αποτέλεσε απλά το βασικό όχημα της εθνικής πολιτικής των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ. Έπαιξε ευρύτερο πολιτικό ρόλο στην τετραετή θητεία της απερχόμενης κυβέρνησης. Ο Τσίπρας προχώρησε μια άτυπη και άρρητη συναλλαγή αμοιβαίων συμφερόντων με τις ξένες δυνάμεις. Είναι απ' αυτά που γίνονται, δεν γράφονται και βεβαίως δεν ομολογούνται. Ο ξένος παράγοντας πήρε σοβαρές διευκολύνσεις από την εξωτερική πολιτική Τσίπρα - Κοτζιά στο γεωστρατηγικό πεδίο, με αιχμή τις Πρέσπες, και του έδωσε χώρο για υποβάθμιση, παράκαμψη και ακύρωση της μεταρρυθμιστικής πορείας της χώρας.
Πέραν της κυβερνητικής προαναγγελίας για την μη περικοπή των συντάξεων που η ίδια προηγουμένως είχε δεχτεί να κοπούν, οι σύμμαχοι, εταίροι και δανειστές, μείωσαν την πίεση για εξυγίανση του κράτους, των τραπεζών με τα κόκκινα δάνεια, των ιδιωτικοποιήσεων, της επίσπευσης των εμβληματικών και αναγκαίων για τη χώρα μεγάλων επενδύσεων, όπως το Ελληνικό. Με μεγάλη ευκολία ανέχτηκαν τους χιλιάδες διορισμούς από το παράθυρο και την συστηματική διάλυση της παιδείας. Το κόστος αυτής της αντιμεταρρύθμισης, που συντελέστηκε με την σιωπηρή ανοχή αν όχι συγκατάθεση του ξένου παράγοντα, είναι ήδη τεράστιο για τη χώρα, η οποία πλέον κινείται ολοταχώς προς ένα νέο 2010.
Ταυτόχρονα, με την εκκίνηση αυτής της συμφωνίας, η κυβέρνηση Τσίπρα ομολόγησε επισήμως ότι στοχεύει ευθέως στην ανασύνθεση του πολιτικού σκηνικού. Όντως προσπάθησε να οικοδομήσει νέες συνθήκες της πολιτικής του επικυριαρχίας, στοχεύοντας, κατ' αρχάς, στη διάσπαση της Ν.Δ. Λόγω της εθνικά σωστής αντίδρασης της Ν.Δ. αυτό δεν το κατάφερε. Η δεύτερη επιδίωξή του ήταν να αλλάξει κυβερνητικό εταίρο και να τον αντικαταστήσει με την «πρόθυμη» κεντροαριστερά. Αυτή τη φάση του έργου παρακολουθούμε σήμερα με την προσπάθεια «αποκαμμενοποίησης», κάτι που φαίνεται να «καταφέρνει» μέσα σε συνθήκες απόλυτου πολιτικού ξεπεσμού και εξευτελισμού.
Είναι ενδιαφέρον ότι στην προσπάθειά του αυτή, συνδράμει και ένας αριθμός στελεχών του ρηχού, επιδερμικού και ανιστόρητου εκσυγχρονισμού, κάτω από το πρόσχημα της υποστήριξης της συμφωνίας των Πρεσπών. Ας σημειώσουμε, όμως, ότι αυτή η φτωχή συνδρομή, πραγματοποιείται σε ευθεία αντίθεση με το κύριο μέρος των δυνάμεων του πολιτικού και κοινωνικού εκσυγχρονισμού στη χώρα μας, οι οποίες συμπορεύονται και πρωταγωνιστούν στο διαρκώς ογκούμενο αντικυβερνητικό ρεύμα.
Σε κάθε περίπτωση, οι «Πρέσπες» αποτέλεσαν τον ομφάλιο λώρο της τετραετούς πολιτικής Τσίπρα. Μέσα από εκεί προσπάθησε να θεμελιώσει την πολιτική του νομιμοποίηση και να αναπαράγει την κυριαρχία του στο πολιτικό παιχνίδι. Το αντίτιμο για την χώρα ήταν εθνικές ήττες και οικονομική και κοινωνική καθήλωση και οπισθοδρόμηση.
Από αυτή την άποψη αντιλαμβάνεται κανείς, πόσο παραπλανητική και έωλη είναι η θέση «υποστηρίζουμε τη συμφωνία, αλλά καταψηφίζουμε την κυβέρνηση» ή «καταψηφίζουμε τη συμφωνία και υποστηρίζουμε την κυβέρνηση». Όπως φάνηκε καθαρά, αυτά τα δύο είναι αδιάσπαστα και αδιαίρετα. Η απάντηση, όμως, θα δοθεί από τον ελληνικό λαό στις επικείμενες εκλογές και θα είναι ευθέως ανάλογη όχι μόνο των προσωπικών μεθοδεύσεων του καθενός, αλλά κυρίως των πολιτικών επιλογών και ευθυνών για την καταστροφική πορεία οπισθοδρόμησης της χώρας.