Οι πολέμιοι των επενδύσεων (και) στους υδρογονάνθρακες

Οι πολέμιοι των επενδύσεων (και) στους υδρογονάνθρακες

Του Σταύρου Πετρολέκα

Το τελευταίο καιρό, έχουν καταγραφεί ξανά δύο αντιβαίνουσες προσεγγίσεις στο θέμα των Ελληνικών υδρογονανθράκων. Τάσεις που μαρτυρούν το πόσο η κατανόηση της υπόθεσης αυτής στην χώρα βρίθει από άγνοια και ευχολόγια.

Από την μία εμφανίσθηκε η απογοήτευση ορισμένων παρατηρητών των οποίων διαψεύσθηκαν οι προσδοκίες που είχαν καλλιεργήσει για την ανταπόκριση στον σχετικό διαγωνισμό στις αρχές Μαρτίου, του διεθνούς ενδιαφέροντος εξερεύνησης νέων υποθαλάσσιων περιοχών περί των Παξών στο Ιόνιο και, ιδίως, στα Μεσογειακά νερά νότια της Πελοποννήσου και νοτιοδυτικά της Κρήτης.

Από την άλλη, κορυφώθηκε μια υποβόσκουσα αντιπάθεια έναντι των ενεργειακών ορυκτών, με την πρόσφατη δημοσίευση (Εφημερίδα των Συντακτών της 2/04/2018) ανοικτής πολεμικής κατά της οποιασδήποτε αναζήτησης πιθανού πλούτου της χώρας σε υδρογονάνθρακες, πολιτική που ορθώς εφαρμόζει η κυβέρνηση, έστω με καθυστερήσεις και αναστολές, από μερίδα αριστερό-οικολόγων στελεχών και βουλευτών της κυβερνητικής πλειοψηφίας.

Χρειάζονται απάντηση και οι δύο αυτές τοποθετήσεις.

Από την στιγμή που πρωτοανακοινώθηκε (πέρυσι τον Αύγουστο) ο αρραβώνας των μεγαθήριων Τοtal και ΕxxonMobil, (με κουμπάρο τα ΕΛΠΕ), για διεκδίκηση του δικαιώματος αναζήτησης/εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων στις νότιες μας θάλασσες, ήτο σαφές πως άλλο σχήμα δεν θα προσήρχετο στον σχετικό διαγωνισμό παραχώρησης.

Καμία άλλη εταιρεία ή κονσόρτσιουμ δεν θα ρίσκαρε εμπλοκή με τους δύο αυτούς γίγαντες για οικόπεδα, τα οποία για την διεθνή πετρελαϊκή βιομηχανία, είναι ουσιαστικά δεύτερης επιλογής, λόγω απουσίας της απαραίτητης ενδελεχούς σεισμικής και γεω-πετρελαϊκής προεργασίας.

Παρά το ότι υπάρχουν Έλληνες επαΐοντες που ομνύουν ότι στις πολύ βαθιές υποθαλάσσιες δεξαμενές στα νότια αυτά οικόπεδα, υπάρχει όγκος υδρογονανθράκων εφάμιλλος των ελεφάντιων αποθεμάτων που έχουν πρόσφατα βρεθεί, όχι μόνο στην γειτονιά μας έξω από τις Αιγυπτιακές ακτές, αλλά στις εξ' ίσου βαθιές εξωχώριες λεκάνες στους Δυτικο-Αφρικάνικους βυθούς του Κόλπου της Γουινέας.

Η δε δημοσίευση του προαναφερόμενου άρθρου (δύο ενεργειακών μηχανολόγων που συνυπογράφουν οι βουλευτές Νίκος Φίλης και Γιώργος Δημαράς) είναι όμως πιο σημαντική. Και ίσως πιο επικίνδυνη για την υπόθεση των Ελληνικών υδρογονανθράκων.

Ουσιαστικά πρόκειται για μια εκτενή κριτική στην «βλαπτική για το περιβάλλον και τα οικοσυστήματα» κυβερνητική πολιτική που «συμβάλλει στη νομιμοποίηση του παρωχημένου ενεργειακού μοντέλου της εξόρυξης υδρογονανθράκων», κυρίως σε βάρος μιας διευρυμένης χρήσης των ανανεώσιμων ενεργειακών πηγών. Καταλήγει στο ότι «η αριστερά, συνεργαζόμενη με την πολιτική οικολογία, πρέπει να παρουσιάσει ένα διαφορετικό μοντέλο παραγωγής που να οδηγεί σε δίκαιη κοινωνία, αλλά και σε ένα άλλο υπόδειγμα ζωής του ανθρώπου που δεν σπαταλά αλόγιστα τους φυσικούς πόρους».

Η κριτική αυτή, εμφορείται από τους μαξιμαλισμούς της ακραίας οικολογίας με την δογματική αντίθεση της στην χρήση οποιουδήποτε ορυκτού καύσιμου, ακόμη και του φυσικού αερίου που είναι κατά 60% λιγότερο ρυπογόνο από τον λιθάνθρακα/λιγνίτη και τουλάχιστον 30% έναντι του πετρελαίου. Λογικά έτσι επιδιώκει - εδώ και τώρα - τον τερματισμό οποιασδήποτε νέας εξερεύνησης/εξόρυξης υδρογονανθράκων προς αντιμετώπιση των ενεργειακών αναγκών, παροτρύνοντας – στο όνομα της Αριστεράς - αυτή να αντικατασταθεί αποκλειστικά από τις ΑΠΕ και μόνο.

Τα δεδομένα όμως της παγκόσμιας ενεργειακής πραγματικότητος μαρτυρούν πως αυτή η κάθετα αρνητική προσέγγιση της αριστερίστικης, νεο-κομμουνιστικής σχεδόν, οικολογίας είναι εντελώς έωλη.

Το παγκόσμιο μερίδιο όλων μαζί των μορφών ΑΠΕ (αιολικά, φωτοβολταϊκά, βιομάζα και γεωθερμία) στον πιο κρίσιμο δείκτη, και σχεδόν το ιερό δισκοπότηρο για τους οικολόγους, δηλαδή το ποσοστό ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού, το 2017 ανήλθε μόνο στο 10% της χρήσης. Ποσοστό που θα αυξηθεί - με βάση τους υφιστάμενους ρυθμούς δημόσιας αρωγής της ανάπτυξης των- μόλις στο 12% μια δεκαετία αργότερα.

Ανάλογες αυξομειώσεις μεριδίων κατά την επερχόμενη δεκαετία (από το 2017) προβλέπονται και στους υπόλοιπους κλάδους του χρηστικού μείγματος παραγωγής ηλεκτρισμού, όπως φαίνεται και στο παρακάτω γράφημα.



Αν, δε, μιλήσουμε για την ανάπτυξη του εξηλεκτρισμού ως αντικαταστάτη της (πετρελαιοκίνητης) εσωτερικής καύσης στον ενεργοβόρο τομέα των μεταφορών, αντικατάσταση υπόδειγμα σήμερα για τους οπαδούς της αμιγώς πράσινης ενέργειας, πάλι τα νούμερα είναι άκρως απογοητευτικά.

Οι παγκόσμιες πωλήσεις ηλεκτροκίνητων οχημάτων (αυτόνομης και υβριδιακής τεχνολογίας) θα πενταπλασιασθούν από το σημερινό αμελητέα χαμηλό επίπεδο, φτάνοντας όμως στο 2027 μόλις στο 5% του συνόλου.

Όσον αφορά το μερίδιο της ηλεκτροκίνησης στο σύνολο του παγκόσμιου στόλου επιβατικών οχημάτων το 2027, προβλέπεται ότι μόλις το 1,8%, θα ανήκει σε αυτή την κατηγορία!!



Θα υπάρξει ενδεχομένως εκθετική ανάπτυξη τις επόμενες δύο δεκαετίες μέχρι το 2050, όπου τα ηλεκτρικά οχήματα ίσως φθάσουν να αποτελούν το ήμισυ σχεδόν του παγκόσμιου στόλου, αν και εφ' όσον βέβαια υπάρξει (ή συνεχισθεί), η σημαντική αυτο-επένδυση εκ μέρους της αυτοκινητοβιομηχανίας, η ευμενής κρατική (κυρίως φορολογική) υποστήριξη, η εξάπλωση δικτύου σταθμών (ταχύρρυθμης) φόρτισης και η ικανή αγοραστική ζήτηση. Το υπόλοιπα 50% του στόλου - ακόμη και τότε - θα συνεχίζει βέβαια να είναι βενζινοκίνητο. (1)

Τα στοιχεία είναι κάπως καλύτερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά μόνο οριακά. Ο μέσος όρος του μεριδίου ΑΠΕ στην παραγωγή ηλεκτρισμού ανέρχεται μεν σήμερα στα 30%, όμως είναι παραμορφωμένος από την υψηλή συμμετοχή στο μείγμα της Γερμανίας, Βρετανίας και Δανίας. Στις υπόλοιπες 25 χώρες, υπάρχουν σημαντικές αποκλείσεις, όλες προς τα κάτω, με μιά μειοψηφία έξι κρατών να να εμφανίζει ποσοστό συμμετοχής χαμηλότερο ακόμη και του 10%. (2)

Το, δε, μερίδιο ηλεκτροκίνητων οχημάτων ανέρχεται μόλις στο 1,3% του συνολικού Ευρωπαϊκού στόλου (δηλαδή κάπου 3,3 εκατομμύρια οχήματα), κατανεμημένο όμως στην πλειοψηφία του σε μόλις έξι χώρες της Ένωσης (Γερμανία, Βρετανία,Ολλανδία, Γαλλία, και Σουηδία).

Επιτάχυνση του ρυθμού διείσδυσης (με σχετική εξάπλωση και στις υπόλοιπες χώρες) αναμένεται μόνο από τα μέσα της επόμενης δεκαετίας. Σε κανένα όμως από τα διάφορα σενάρια δεν προβλέπεται το μερίδιο αυτό - με βάση τις προβλεπόμενες πωλήσεων - να αντικαταστήσει το 2050 κατά 100% τον βενζινοκίνητο στόλο (όπως απαιτεί ο Ενωσιακός στόχος μηδενικών ρύπων στο τομέα των μεταφορών), κυμαινόμενο κάπου μεταξύ 65% έως 83%.

Φυσικά θα μειώνεται έτσι μέχρι τότε δραστικά η κατανάλωση πετρελαίου από τις Ευρωπαϊκές μεταφορές, αλλά όχι βέβαια σε σημείο αφανισμού της. (3)

Με τέτοιες προοπτικές, λοιπόν, είναι τουλάχιστον κοντόφθαλμο και παραπλανητικό να απαιτούμε ενεργειακή πολιτική βασισμένη αποκλειστικά στα ΑΠΕ. Υπάρχει ένας ολόκληρος κόσμος εκεί έξω, πέρα από το (Ελλαδικό και Ευρωπαϊκοκεντρικό) καβούκι μας, που σε μεγάλο βαθμό βασίζεται και θα συνεχίσει να βασίζεται για αρκετές δεκαετίες ακόμη, στα καύσιμα ορυκτά, και δη στους υδρογονάνθρακες.

Όχι πως πρέπει να εγκαταλειφθεί στην χώρα η συνεχής υιοθέτηση μέτρων διάχυσης της χρήσης ΑΠΕ (και ιδιαίτερα της βέλτιστης των ΑΠΕ, αλλά τόσο αγνοημένης πλούσιας γεωθερμίας του τόπου), παράλληλα με τις διάφορες πρωτοβουλίες περιστολής της καθημερινής ενεργειακής σπατάλης που προωθούνται στα πλαίσια της Ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής.

Και είναι σημαντικό να τονισθεί πως η προσπάθεια αυτή εγγράφεται ήδη στην πρόσφατα ανακοινωθείσα κυβερνητική ενεργειακή στρατηγική. Στρατηγική που ενσωματώνει και την αναγνώριση πως η διάδοση του φυσικού αέριου, μπορεί να λειτουργεί και στην Ελλάδα, ως ενδιάμεσο γεφύρωμα προς ένα μελλοντικό ενεργειακό καθεστώς πολλαπλώς απαλλαγμένο από την καύση ορυκτών. Στρατηγική στην οποία - ευτυχώς - φαίνεται να συναινούν και το ΚΙΝΑΛ και η ΝΔ... αλλά όχι πολλοί «σύντροφοι» στην συμπολίτευση.

Στρατηγική εχέφρονα, ρεαλιστική, επιβαλλόμενη εξ' άλλου και από το γεγονός ότι το συνολικό ανθρακικό αποτύπωμα της χώρας ανέρχεται μόλις στο 0,19% περίπου του παγκόσμιου συνόλου (4). Επίπεδο το οποίο επ' ουδενί δικαιολογεί την άρνηση ενασχόλησης μας με τους υδρογονάνθρακες, και δη του συγκριτικά ελάχιστα ρυπογόνου φυσικού αερίου.

Συνάμα προσφέρονται ενδεχομένως ευκαιρίες, μέσω της αξιοποίησης των πιθανών μεγάλων γηγενών μας πόρων, όχι μόνο να καλυφθεί, μερικώς ή και ολικώς, η εσωτερική ζήτηση, μα να ωφεληθεί άμεσα ο τόπος και με την προστιθέμενη αξία από εξαγωγές προς όποια ικανοποίηση, για δεκαετίες ακόμη, της παγκόσμιας (και ιδιαίτερα Ευρωπαϊκής) ζήτησης.

Οι πραγματιστικές και μετριοπαθείς αυτές αιτιάσεις δεν συγκινούν βέβαια τους δογματικούς οικολόγους και τους νεο-κομμουνιστές συνοδοιπόρους των. Θεωρούν, όπως γράφουν, δυστύχημα που μια αριστερή κυβέρνηση δεν αναλαμβάνει «εμβληματικές πρωτοβουλίες για την αλλαγή του ενεργειακού μοντέλου, γεγονός που καθίσταται αναπόφευκτα αντικείμενο αμφισβήτησης και κριτικής». Και ήδη επιδίδονται στην «αμφισβήτηση και κριτική» αυτή, με έναν ακτιβισμό, οιωνεί περιβαλλοντικού «bullying», ενάντια πιθανών εξορύξεων στα διάφορα χερσαία οικόπεδα της δυτικής Ελλάδος, ιδιαίτερα στα πολλά υποσχόμενα πεδία της Ηπείρου. Με κίνδυνο να βιώσουμε μια εξέλιξη τύπου Σκουριών και στην περίπτωση της υδρογονανθρακικής επένδυσης στην χώρα.

....Μόνο που εδώ, δεν θα έχουν και μεγάλη πέραση τέτοιες δράσεις, αφού το κύριο ενδιαφέρον για ανάδειξη του υδρογονανθρακικού δυναμικού της χώρας βρίσκεται στην θάλασσα. Ιδιαίτερα στα απομακρυσμένα από την στεριά οικόπεδο 2 στο Ιόνιο, και πάνω απ' όλα, στο δυαδικό εκείνο αμάλγαμα των δύο νότιων οικοπέδων στην Μεσόγειο.

Αμάλγαμα που ελπίζεται συνάμα να λειτουργήσει ως «κράχτης» στην διεθνή αγορά και για τα άλλα, ομόλογης γεωλογίας και ελκυστικότητας, πεδία νότια της Κρήτης.

Αλλά για όλα αυτά, σε προσεχές σημείωμα.

(1) Γραφήματα και στοιχεία από ΒΜΙ/Fitch Research – Towards 2050: Megatrends in Industry Politics and the Global Economy/ 2018 -2050, (Απρίλιος 2018)

(2) Agora Energiewende & Sandbag - The European Power Sector in 2017, (Ιανουάριος 2018)

(3) ΙΕΑ – Global EV Outlook 2017, (Ιούνιος 2017): EAFO – The transition to a Zero Emission Vehicles fleet for cars in the EU by 2050, (Νοέμβριος 2017): EnergyPress – «Προχωράει το σχέδιο του ΔΕΔΔΗΕ γιά την ηλεκτροκίνηση - Διαβούλευση για τις τεχνικές προδιαγραφές των σταθμών φόρτισης», (31/01/2018)

(4) Καθ' υπολογισμό από European Commission/JRC Report - Fossil CO2 & GHG emissions of all world countries, (30/10/2017)