Tου Κωνσταντίνου Σαραβάκου*
Το ασφαλιστικό ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα μονιμότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία. Πόροι που παράγονται στην αγορά από τους σημερινούς εργαζόμενους μεταφέρονται σε σημερινούς συνταξιούχους, ποικίλων ηλικιών, μέσω του κράτους, λόγω της αναδιανεμητικής φύσης του ασφαλιστικού μας συστήματος. Δηλαδή οι σημερινοί εργαζόμενοι δεν αποταμιεύουν για το δικό τους μέλλον, αλλά επαφίενται σε μία υποσχετική από το κράτος ότι όταν γεράσουν θα τους τακτοποιήσει αναλόγως.
Βέβαια, με τον πληθυσμό να γηράσκει γοργά (και χωρίς ρεαλιστικές λύσεις όπως η μετάβαση σε κεφαλαιοποιητικό σύστημα και η προσέλκυση οικονομικών μεταναστών) υπάρχει μόνο ένα ενδεχόμενο, ο μελλοντικός ενεργά οικονομικός πληθυσμός (που θα είναι μικρότερος από ό,τι σήμερα) να δίνει περισσότερα για να διατηρήσει τις συντάξεις στο ίδιο επίπεδο για τους συνταξιούχους (που θα είναι περισσότεροι από ό,τι σήμερα).
Ωστόσο, μία άλλη πτυχή του συνταξιοδοτικού ζητήματος που δεν αναφέρεται τόσο συχνά είναι ο πληθυσμός που ζει κάτω από το όριο της σχετικής φτώχειας. Το 2018 κάτω από το όριο της φτώχειας ήταν: το 43,3% των ανέργων, το 24,7% μη οικονομικά ενεργών, το 21,8% των μη εργαζομένων, το 11% των εργαζομένων και το 8,7% των συνταξιούχων (στοιχεία ΕΛΣΤΑΤ, Συνθήκες διαβίωσης στην Ελλάδα, 3/01/2020). Δηλαδή οι συνταξιούχοι που ζούσαν κάτω από το όριο της φτώχειας το 2018 ήταν λιγότεροι (αναλογικά) και από εκείνους που δούλευαν κανονικά.
Φυσικά θα πρέπει να σημειωθεί πως την εποχή που πλήρωναν οι σημερινοί συνταξιούχοι εισφορές, υποθετικά, δεν υπήρχε κρίση και είχαν μεγαλύτερες απολαβές, ενώ οι μισθοί του 2018 είναι ακόμη χαμηλοί λόγω της αργής και αναιμικής ανάκαμψης που γνωρίζει η οικονομία της χώρας, άρα γι' αυτό οι συνταξιούχοι είναι λιγότερο εκτεθειμένοι σε συνθήκες σχετικής φτώχειας. Ωστόσο, ένας τέτοιος συλλογισμός θα είχε νόημα σε ένα κεφαλαιοποιητικό σύστημα, όπου οι άνθρωποι θα είχαν μαζέψει οικονομίες για τους ίδιους και το μέλλον τους. Στο αναδιανεμητικό που έχουμε, η υποσχετική των υψηλών συντάξεων κατέρρευσε, το κράτος δεν μπορεί να ανταποκριθεί και δυστυχώς θα πρέπει να γίνει ανάλογη αναπροσαρμογή.
Αλλωστε, κοιτώντας τα χρόνια πριν από την κρίση διαπιστώνουμε την αντίστροφη και λογικότερη εικόνα. Κάτω από το όριο της φτώχειας το 2007 ήταν το 14,2% των εργαζομένων και το 21,5% των συνταξιούχων, το 2008 το 14,3% των εργαζομένων και το 20,3% των συνταξιούχων, ενώ το 2009 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 13,8% και 18,4%. Τα βάρη της κρίσης και οι συνέπειες της αποσύνθεσης της ελληνικής οικονομίας δεν μοιράστηκαν δίκαια, ειδικά όταν το κράτος δίνει υποσχέσεις που πληρώνουν άλλοι και όσο υπάρχουν οργανωμένες ομάδες συμφερόντων που οι πολιτικοί δεν έχουν τη δύναμη να δυσαρεστήσουν.
*Ο Κωνσταντίνος Σαραβάκος είναι ερευνητής του ΚΕΦίΜ, πολιτικός επιστήμονας.
Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο της Παρασκευής 10 Ιανουαρίου