Μια ισχυρή γείτονας της ΕΕ απειλεί επί χρόνια την εδαφική ακεραιότητα ενός κράτους μέλους της ΕΕ, υποδαυλίζει τις αυτονομιστικές τάσεις της εθνικής μειονότητας που ζει σε αυτό, αμφισβητεί τα σύνορα και διεξάγει κυβερνοεπιθέσεις εναντίον του. Το κράτος μέλος της ΕΕ προσφεύγει συχνά στους εταίρους της στην ΕΕ και εισπράττει πάντα κατανόηση, θερμές δηλώσεις αλληλεγγύης και τίποτα άλλο. Με τη μεγάλη γείτονά μας, της εξηγούν, μας συνδέουν σοβαρά εμπορικά και γεωπολιτικά συμφέροντα και δεν έχουμε τη δυνατότητα να συγκρουσθούμε μαζί της. Προσπαθήστε να τα βρείτε.
Θα μπορούσε να είναι η σχέση Ελλάδας-Τουρκίας. Ωστόσο αναφέρεται στις σχέσεις Εσθονίας-Ρωσίας. Οι σχετικές νουθεσίες προς τους Εσθονούς συνοδεύονται χαμηλόφωνα από τη φράση «δεν θα στείλουμε τα παιδιά μας να πολεμήσουν για τη λίμνη Πέιπσι».
Η παραβολή αυτή αποσκοπεί στο να δείξει ότι η ανάγνωση των διμερών διαφορών (και για μας, των ελληνοτουρκικών) στην ΕΕ χρησιμοποιεί διαφορετική κλείδα – και ίσως άλλο αλφάβητο – από αυτό που χρησιμοποιούμε στην Ελλάδα. Για την Ευρώπη, οι σχέσεις με την Τουρκία είναι πολύ πιο σύνθετες και ιδίως δεν υπαγορεύονται με ενιαίο τρόπο αλλά ανάλογα με τις εθνικές προτιμήσεις και τη χρονική συγκυρία.
Η Τουρκία έχει την παλαιότερη πλέον συμφωνία συνεργασίας με την Ευρωπαϊκή Ένωση από κάθε άλλη τρίτη χώρα: από το 1963 έχει συμφωνία σύνδεσης, από το 1996 συμφωνία τελωνειακής ένωσης και από το 1999 είναι, θεωρητικά, υπό ένταξη χώρα. Το 2019, η Τουρκία ήταν ο πέμπτος μεγαλύτερος εμπορικός εταίρος της ΕΕ (με εισαγωγές αγαθών περί τα 70 δις ευρώ και υπηρεσιών περί τα 11 δις) ενώ η ΕΕ είναι μακράν ο πρώτος εταίρος της Τουρκίας (εισαγωγές αγαθών 68 δις και υπηρεσιών 13 δις).
Οι ισχυρές εμπορικές σχέσεις συνοδεύονται από έναν καθοριστικό γεωπολιτικό ρόλο. Η αυξανόμενη εμπλοκή της Τουρκίας στη Συρία, η πρόσφατη (επιτυχημένη προς το παρόν) παρέμβασή της στη Λιβύη και το γεγονός ότι φιλοξενεί περί τα 3 εκατομμύρια Σύρων προσφύγων δεν επιτρέπουν στην Ευρώπη να αντιμετωπίζει την Τουρκία μονοσήμαντα υπό το φως των ελληνοτουρκικών διαφορών. Τούτο ενισχύεται από δύο παραμέτρους:
- Η Ευρώπη – οι Ευρωπαίοι ηγέτες ιδίως – αναγνωρίζει ενδόμυχα ότι υπήρξε αναξιόπιστη έναντι της Τουρκίας σε ό,τι αφορά την ενταξιακή της προοπτική, επιβάλλοντας συνεχώς νέους κανόνες για την ένταξη έως την ουσιαστική διακοπή των διαπραγματεύσεων. Παρότι οι νέες προϋποθέσεις συχνά ήταν εύλογες, το μήνυμα που περνούσε – και το οποίο η σημερινή τουρκική ηγεσία κατανόησε πλήρως – ήταν πως αποτελούσαν πρόσχημα για την διαιώνιση ενός αβέβαιου status quo χωρίς ουσιαστική ένταξη της χώρας στην ΕΕ. Η επίγνωση αυτή οδηγεί την Ευρώπη στο να είναι περισσότερο ανεκτική έναντι της συμπεριφοράς της τελευταίας.
- Η Ευρώπη, παρά τις προσπάθειες να εξελιχθεί σε παγκόσμιο και περιφερειακό γεωπολιτικό παράγοντα, δεν λειτουργεί ως κράτος, γιατί δεν είναι κράτος. Δεν διαθέτει στρατιωτική ισχύ, ει μη μόνο αυτή των κρατών της αλλά ιδίως στερείται ενός σαφώς καθορισμένου εθνικού (ενωσιακού) συμφέροντος: οι σχέσεις με την Τουρκία υπαγορεύονται από την συνισταμένη των διαφορετικών εθνικών συμφερόντων. Μέσα σε αυτά, συνυπολογίζεται και το ελληνικό – αλλά απλώς συνυπολογίζεται, δεν λειτουργεί καθοριστικά.
Οι ρωσο-εσθονικές διαφορές ελάχιστα έχουν απασχολήσει την κοινή γνώμη της χώρας μας (και τις ελληνικές κυβερνήσεις) ακόμα και στην περίοδο κατά την οποία η Εσθονία δεχόταν ευθεία επίθεση από τις ρωσικές μυστικές υπηρεσίες. Ανάλογα πρέπει να δούμε τη στάση των εταίρων μας στα ελληνοτουρκικά: η περίπτωση της Αγίας Σοφίας είναι ενδεικτική. Οι ευρωπαϊκές χώρες και κοινωνίες ενοχλούνται από την μετατροπή της σε τζαμί αλλά δεν θα μεταστρέψουν τη στάση τους έναντι της Τουρκίας για ένα θρησκευτικό, ιστορικό ή συναισθηματικό ατόπημα της κυβέρνησής της. Οι διεθνείς σχέσεις δυστυχώς δεν καθορίζονται από τη ηθική: η συμμαχία της Ελλάδας με την σκληρή δικτατορία του Αλ Σίσι το αποδεικνύει.
Συχνά παραπονιόμαστε ότι οι Ευρωπαίοι εταίροι μας αδιαφορούν, δεν μας καταλαβαίνουν ή μας αφήνουν μόνους μας στα ελληνοτουρκικά και σωστά η κυβέρνηση προσπαθεί να μετατρέψει σε ευρωτουρκικές τις ελληνοτουρκικές διαφορές. Τούτο ωστόσο προϋποθέτει την ριζική αναμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ. Οι τοποθετήσεις του προέδρου Μακρόν είναι σωστές, αλλά εκφράζονται τώρα γιατί το γαλλικό εθνικό συμφέρον συμπίπτει τώρα με το ελληνικό: μακροπρόθεσμα, η (πλήρης) αλληλεγγύη που ζητούμε από τους εταίρους μας για τις σχέσεις με την Τουρκία προϋποθέτει τη διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου ευρωπαϊκού πλαισίου σχέσεων με αυτή τη χώρα που θα λαμβάνει υπόψη όλες τις πλευρές των σχέσεων με τη χώρα – και με τις άλλες χώρες που δημιουργούν προβλήματα στους εταίρους μας. Αν θέλουμε να έρθουν οι Εσθονοί να πολεμήσουν για το Καστελόριζο πρέπει να είμαστε έτοιμοι να στείλουμε τους στρατιώτες μας στη λίμνη Πέιπσι – ξεκινώντας από το να μάθουμε που βρίσκεται.
*Ο Γιάννης Παπαγεωργίου είναι Αναπληρωτής καθηγητής, Τμήμα Πολιτικών Επιστημών, ΑΠΘ.