Οι πειρασμοί του Χρυσοβαλάντη

Οι πειρασμοί του Χρυσοβαλάντη

Της Ελένης Γκίκα

Μάκης Τσίτας «Μάρτυς μου ο Θεός», εκδ. Μεταίχμιο, σελ. 280

Θα μπορούσα να πω ότι μου θυμίζει τον «Ηλίθιο» του Ντοστογιέφσκι, ειδικά σε στιγμές και σκηνές καλοσύνης, ευπιστίας και αθωότητας, αν δεν ταραζόμουν επειδή τελικά κάπως μου μοιάζει, ειδικά λόγω συνθηκών.

Δεν το κρύβω ότι έχω γελάσει πολύ μαζί του. Για να κλάψω στο τέλος με μαύρο δάκρυ ακριβώς στο σημείο που έκανα τα κόκκινα γέλια, ειδικά όταν όλους μας είδα σαν ένα τεράστιο Χρυσοβαλάντη να μεγαλώνουμε και να φουσκώνουμε μαζί κατά και μετά τους Ολυμπιακούς και να μικραίνουμε, να συρρικνωνόμαστε σαν την Αλίκη στη χώρα που την οδήγησε ο Άσπρος Λαγός μετά από ένα τεράστιο σύνδρομο μεγαλείου.

Ο Χρυσοβαλάντης στο «Μάρτυς μου ο Θεός» του Μάκη Τσίτα, που τιμήθηκε με το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014, κυκλοφορεί ήδη σε 12 ευρωπαϊκές γλώσσες και γνωρίζουμε και την επιτυχημένη θεατρική του εκδοχή, επανακυκλοφορεί σε νέα έκδοση από το Μεταίχμιο και μας αποκαλύπτει για μια ακόμα φορά πρωτοπρόσωπα, σε έναν φρενιτιώδη μονόλογο, την δική μας αρχαία πληγή. 

Πενήντα ετών, αγαθός και θεοσεβούμενος, ταλαιπωρημένος από οικογένεια, γυναίκες και αφεντικά, άνεργος σε μια Αθήνα του 2004 αστραφτερή, πλούσια, θελκτική, που μοιάζει να κατοικείται και να έχει χώρο μόνο για επιτυχημένους. Και ο Χρυσοβαλάντης με μια αθωότητα αφοπλιστική, με τη δική του ματιά την σχεδόν κωμική, θεόμουρλος και αστείος μαζί, ημιπαράφρων και άγιος, αποκαλύπτει την κρυφή αλήθεια ανθρώπων, καταστάσεων και γεγονότων, σπάει τον καθρέφτη της εικονικής πραγματικότητας αλλά ταυτοχρόνως σπάει και η κρούστα της ίδιας του της ψυχής.

Με εγκιβωτισμένους ψαλμούς, είπαμε ο Χρυσοβαλάντης είναι θεοσεβούμενος, με περιστατικά ξεκαρδιστικά και δηλωτικά μιας εποχής, ο Χρυσοβαλάντης είναι γκαφατζής, ανοιχτός στους οικείους καπάτσους και κλειστός στους ξένους, μας κάνει να γελάμε συνεχώς με την πτώση του, θα μας κάνει να κλάψουμε όταν θα σπάσει για την δική του χαμένη και δική μας ζωή.

Τραγικός και ξεκαρδιστικός όπως έχει ειπωθεί, αριστοφανικός δηλαδή, «καθρεφτίζει τον Έλληνα που όλοι αγαπήσαμε», ιερός σχεδόν μέσα στη σαλότητά του, αποτελεί ήδη μια φιγούρα σχεδόν αρχετυπική, κλασική. Του ανθρώπου που σαν τα παιδιά, ολότελα ανοιχτός στην εξαπάτηση και στο ψεύδος, τσακίζεται και μας τσακίζει, μόνος και πρώτος διαλύεται αντιλαμβανόμενος με την απόλυτη ψυχή του μια ψευδεπίγραφη ζωή. 

Ο Μάκης Τσίτας που γεννήθηκε στα Γιαννιτσά το 1971,  πήρε πτυχίο δημοσιογραφίας και συνεργάστηκε με ραδιοφωνικούς σταθμούς στη Θεσσαλονίκη, από το 1994 ζει μόνιμα στην Αθήνα και εργάζεται στον χώρο των εκδόσεων, αρχισυντάκτης του λογοτεχνικού περιοδικού Περίπλους (1994-2005), συνεκδότης και διευθυντής του περιοδικού για το βιβλίο Index (2006-2011) και από το 2012 διευθυντής στο ενημερωτικό site για το βιβλίο και τον πολιτισμό Diastixo.gr, από την μεγάλη και επιτυχημένη θητεία του στο παιδικό βιβλίο, γνωρίζει το απολύτως απαραίτητο και τον απόλυτα απλό και δωρικό εκφραστικό τρόπο για να δώσει στον ήρωά του τον Χρυσοβαλάντη, την ιδιαίτερη, επώδυνη και κωμική, τρυφερή και παραληρηματική του φωνή.

Τα 24 βιβλία του για παιδιά και η θεατρική του διαδρομή, [έργα του σκηνοθέτησαν η Ρούλα Πατεράκη (Δημοτικό Θέατρο Πειραιά), η Έρση Βασιλικιώτη («Θέατρο των Καιρών»), η Σοφία Καραγιάννη (Θέατρο «Vault»), η Taru Makela (Christine and Goran Schildt Foundation, Φινλανδία), ο Alexandru Mazgareanu (Θέατρο «Nottara», Ρουμανία)], οξύνουν την εκφραστική και αφηγηματική του ικανότητα να κάνει εικόνες τις λέξεις, να γεμίζει συναίσθημα την κάθε αθώα κραυγή.

Ρυθμικά, κρυστάλλινα στην αρχή, με λέξεις που αναπνέουν σε ένα κείμενο που σε πρώτη φάση δείχνει να εκφέρεται δίχως αναπνοή, κατορθώνει να δώσει μέσα από τα ψυχολογικά σκαμπανεβάσματα και τις διαπιστώσεις του ήρωά του, ατμόσφαιρα, κοινωνική παθολογία, σουσούμια, ήθη μιας ολόκληρης εποχής. Με την απόλυτη ψυχή και ματιά του, τα κωμικοτραγικά παθήματά του, φτάνει ως και να φωτίσει αυτή την σκοτεινή και αινιγματική χρονική περίοδο που προηγήθηκε της κρίσης και κάνει το «Μάρτυς μου ο Θεός» να σε ακολουθεί. Διότι ο Χρυσοβαλάντης του υπάρχει μέσα στο κεφάλι σου και σε προβληματίζει και σε βασανίζει, ακόμα και μετά το τέλος του μονολόγου του, διότι ακόμα και μετά το τέλος της ιστορίας τίποτα δεν τελειώνει, αντίθετα μπορεί και να αρχίζει σε μια μουσική σύνθεση που διαρκεί. Γεγονός καθόλου τυχαίο εφόσον ο Τσίτας έχει ασχοληθεί και με τη μουσική. [Στίχους του μελοποίησαν ο Γιώργος Σταυριανός, ο Τάκης Σούκας και η Τατιάνα Ζωγράφου και τραγούδησαν οι Νένα Βενετσάνου, Βασίλης Παπακωνσταντίνου, Μίλτος Πασχαλίδης, Δημήτρης Ζερβουδάκης, Κώστας Παρίσσης, Σοφία Παπάζογλου, Θεοδώρα Τζίτα, Νεφέλη Φασούλη.]

Για αυτό το μυθιστόρημά του «Μάρτυς μου ο Θεός» έλαβε το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης 2014 (European Union Prize for Literature) και τιμήθηκε από τον Δήμο Αθηναίων, τον Δήμο Πέλλας, τον Δήμο Έδεσσας, τη Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Έδεσσας και την Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας. Κυκλοφορεί όπως είπαμε σε 12 ευρωπαϊκές γλώσσες. Ενώ λογοτεχνικά κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε ανθολογίες, έχουν δημοσιευτεί σε περιοδικά και εφημερίδες κι έχουν μεταφραστεί στα γερμανικά, τα γαλλικά, τα ισπανικά, τα αγγλικά, τα εβραϊκά, τα αλβανικά, τα βουλγαρικά, τα πολωνικά, τα σουηδικά, τα φινλανδικά και τα ιταλικά.

Μικρά δείγματα από του Χρυσοβαλάντη τη πολυκύμαντη και αντιφατική φωνή:

«Υπάρχουν τεσσάρων ειδών αφεντικά: οι πετυχημένοι, οι χρεωμένοι, τα καθοίκια και οι τρελοί. Εγώ έπεσα στο τέταρτο. Πολλές φορές μου μίλαγε και σκεφτόμουνα ότι δεν ήξερε αν είχε απέναντί του εμένα ή κάποιον που μού έμοιαζε. Δηλαδή ο Χρυσοβαλάντης – ο υπάλληλος και φίλος- ή ο δίδυμος αδελφός μου. Μόνο που δεν έχω δίδυμο αδελφό, δυο αδελφές έχω» [ο σχεδόν ιδιοφυής Χρυσοβαλάντης της αρχής].

«Έχω υπνοφοβία. Φοβάμαι να κλείσω τα μάτια μου- χτυπάει η καρδιά μου σαν σεισμός. Ξυπνάω αλαφιασμένος, το μυαλό μου σκορπισμένο, καμιά φορά πέφτω απ' το κρεβάτι, νιώθω συνεχώς ότι τα μάτια μου πετιούνται έξω. Φοβάμαι πολύ τον διασυρμό που μπορούν να μου κάνουν οι άλλοι, οι κακόβουλοι. Διότι εκπροσωπώ μια κάστα ήσυχων και ταλαιπωρημένων ανθρώπων που, επειδή πάνε με τον σταυρό στο χέρι δεν μπορούν να προστατεύσουν τον εαυτό τους […] Φοβάμαι την συκοφαντία. Φοβάμαι τους πειρασμούς. Φοβάμαι τη μέρα που θα ξημερώσει, Φοβάμαι». [Και ο Χρυσοβαλάντης της ταραχής και της συντριβής].