Του Γεώργιου Κ. Μπήτρου
Την εβδομάδα που πέρασε πληροφορηθήκαμε ότι η κυβέρνηση έφθασε σε «συναντίληψη» με τον προκαθήμενο της Εκκλησίας της Ελλάδος αναφορικά με κάποια μεγάλα θέματα που εκκρεμούν από χρόνια στις σχέσεις Κράτους - Εκκλησίας. Από την πλευρά της κυβέρνησης, ερμηνεύοντας την εν λόγω «συναντίληψη» ως οριστική «συμφωνία», πρώτα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος και μετά ο πρωθυπουργός έσπευσαν περιχαρείς να ανακοινώσουν ότι, από τους ιερείς που θα αποχωρήσουν, θα εκκενωθούν 10.000 θέσεις δημοσίων υπαλλήλων, οι οποίες θα προκηρυχθούν εντός του 2019 για πλήρωση. Από την πλευρά της Εκκλησίας δεν μάθαμε αν ο αρχιεπίσκοπος ήταν εξουσιοδοτημένος να διαπραγματευθεί αυτά τα θέματα.
Το μόνο που μάθαμε από τον ίδιο είναι ότι θεωρεί τη «συναντίληψη» στην οποία κατέληξε με τον πρωθυπουργό ως «προσύμφωνο», το οποίο τελεί υπό την έγκριση της Ιεράς Συνόδου. Το ερώτημα λοιπόν που μπαίνει από αυτή τη συμπεριφορά των συγκεκριμένων κορυφαίων παραγόντων της πολιτείας είναι: πρόκειται για μια ειλικρινή προσπάθεια επίλυσης των προβλημάτων που χρονίζουν ή μήπως για μια πρωτοβουλία που στοχεύει στην παραπλάνηση των πολιτών εν όψει των επερχόμενων εκλογών;
Η ανακοίνωση του πρωθυπουργού για το πώς στοχεύει η κυβέρνησή του να χρησιμοποιήσει τις 10.000 θέσεις που θεωρεί ότι θα εκκενωθούν δεν αφήνει κανένα περιθώριο αμφιβολίας. Δείχνει σε όσους πολίτες το έχουν ξεχάσει ότι οι «αριστεροί» της Ελλάδας δεν έχουν καμιά σχέση με τους αριστερούς, π.χ., της Ιρλανδίας, της Πορτογαλίας και της Κύπρου. Δεν τους ενδιαφέρει αν η χώρα πτώχευσε εξαιτίας του τεράστιου και σπάταλου δημόσιου τομέα. Δεν τους ενδιαφέρουν ούτε οι άνεργοι, ούτε η αυξανόμενη μετανάστευση των προικισμένων νέων της χώρας. Το μόνο που τους ενδιαφέρει είναι να παραμείνουν στην εξουσία. Εξάλλου, γιατί να μην αυξάνουν τις δαπάνες μισθοδοσίας του εσωτερικού στρατού κατοχής, αφού, όταν προκύψει το τέταρτο μνημόνιο λιτότητας, αυτοί δεν θα βρίσκονται στην εξουσία, και άλλοι θα έχουν το πρόβλημα.
Αλλά αυτό που προβληματίζει περισσότερο σε σύγκριση με τα ανωτέρω είναι η στάση της Εκκλησίας και ιδιαίτερα του αρχιεπισκόπου. Για να κρίνουμε αντικειμενικά, θα έπρεπε να γνωρίζουμε αν είχε ή όχι εξουσιοδότηση από την Ιερά Σύνοδο να διαπραγματευθεί. Αν είχε, η μόνη κριτική που θα ήταν εύλογη είναι ότι με τη συγκατάνευσή του να διαπραγματευθεί σε προεκλογική περίοδο, δεν συνέβαλε στην επίλυση των προβλημάτων, αλλά στη διευκόλυνση της κυβέρνησης και ηθελημένα ή αθέλητα ανέμιξε την Εκκλησία στην πολιτική. Αν δεν είχε εξουσιοδότηση να διαπραγματευθεί, τότε είναι έκθετος, και τα κόμματα της αντιπολίτευσης και οι πολίτες πρέπει να αξιολογήσουν τη συμπεριφορά του ανάλογα.
*Το άρθρο δημοσιεύτηκε στον Φιλελεύθερο στις 12 Νοεμβρίου.