Ερωτηματικά προκαλεί η μόνιμη επίκληση του Σαρλ Μισέλ για μια πολυμερή διάσκεψη για την Αν.Μεσόγειο, ιδέα που φέρεται να επανέλαβε και χθες κατά την συνομιλία του με τον Τ. Ερντογάν, σε συνδυασμό με την πρωτοβουλία Στόλτενμπεργκ να διαρρεύσει την διαψευσθείσα από την ελληνική πλευρά για «τεχνικό διάλογο».
Ερωτηματικά, τόσο για το αν η Τουρκία θα προβεί σε αποκλιμάκωση, όσο και ως προς το αν υπάρχουν πράγματι προϋποθέσεις επιτυχίας. Εκτός και αν η πρόταση του επικεφαλής του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για διάσκεψη γύρω από την Αν. Μεσόγειο φανερώνει την αδυναμία της Ευρωπαϊκής Ένωσης να λειτουργήσει αποτελεσματικά.
Είναι γνωστό τοις πάσι ότι σε μια διεθνή διάσκεψη για την Μεσόγειο δεν χωρούν στο ίδιο τραπέζι το τουρκο-λιβυκό μνημόνιο με την συμφωνία Ελλάδας-Αιγύπτου. Ούτε η Τουρκία με την Κυπριακή Δημοκρατία. Ούτε η Αίγυπτος με την κυβέρνηση Σάρατζ στην Λιβύη.
Την ίδια στιγμή άλλωστε που συνεχίζεται ο διπλωματικός μαραθώνιος τίποτα δεν αποκλείει μια τουρκική κλιμάκωση. Το διπλωματικό παρασκήνιο των τελευταίων ημερών ταυτίζεται με την αβεβαιότητα των ημερών που θα μεσολαβήσουν από την - τυπική-λήξη των αλλεπάλληλων τουρκικών NAVTEX, ήτοι από τις 12 μέχρι και τις 23-24 Σεπτεμβρίου, οπότε και η κρίσιμη Σύνοδος Κορυφής για τα ευρωτουρκικά. Τα σενάρια τουρκικής κλιμάκωσης είναι υπαρκτά εφόσον η Άγκυρα κρίνει για τους δικούς της λόγους ότι ο διπλωματικός μαραθώνιος δεν εξελίσσεται θετικά για τις δικές της επιδιώξεις. Είναι δεδομένο ότι ο Ερντογάν έχει ανάγκη να παρουσιάσει μια “νίκη” στην τουρκική κοινή γνώμη.
Το ποια στάση λοιπόν θα τηρήσει η τουρκική πλευρά στο ενδιάμεσο αυτό διάστημα - από τις 12 μέχρι και τις 23 Σεπτεμβρίου- είναι το ζητούμενο που θα καθορίσει σε μεγάλο βαθμό και την ίδια την εξέλιξη των διαβουλεύσεων που θα λάβουν χώρα στη Σύνοδο Κορυφής.
Πολύ πιο προβλέψιμο είναι το γεγονός, ότι οι επικλήσεις των ευρωπαίων εταίρων της ανάγκης διαλόγου και οι ποικίλης φύσεως παραινέσεις προς την ελληνική πλευρά θα αναδύονται ολοένα με αυξανόμενη συχνότητα.
Στην περίπτωση αυτή -όπως και πολλάκις στο παρελθόν επί του ιδίου ζητήματος- η ελληνική πλευρά, εμφανίζεται να έχει, αν όχι μια πλήρως αποκρυσταλλωμένη, τουλάχιστον μια αρκούντως συγκροτημένη θεώρηση. Αυτή που περιστρέφεται γύρω από το δίπτυχο: «όχι εκκίνηση συζητήσεων-διαλόγου, σε περιβάλλον απειλής» και «διάλογος με συγκεκριμένη θεματική (Υφαλοκρηπίδα-Α.Ο.Ζ.) και πλαίσιο» (Διεθνές Δίκαιο-διεθνή δικαιοδοτικά όργανα).
Από την άλλη πλευρά, αυτή της Τουρκίας, και παρά την συνεχιζόμενη «από άμβωνος» πολεμική, διαφαίνεται μια δυσδιάκριτη και δικτακτική επαναφορά στο «κλίμα» του πρώτου δεκαπενθημέρου του Αυγούστου. Όπερ, και η Άγκυρα, εμφανίζετο διατεθειμένη, στα μεθεόρτια της «συνάντησης του Βερολίνου» να επανέλθει σε μια κατά τι λιγότερο επιθετική στάση στην Αν. Μεσόγειο.
Αυτό που περιπλέκει όμως την υιοθέτηση και από την τουρκική πλευρά της αντίληψης ότι, η επίλυση της διαφοράς μπορεί να προκύψει με άλλα -πλην των στρατιωτικών- μέσα, είναι ο εθισμός που η ίδια επέφερε στην τουρκική κοινή γνώμη, και το κατά πόσον μια «ξαφνική» στροφή προς ένα λιγότερο φιλοπόλεμο κλίμα (jingoism, σε άλλες ίσως περισσότερο εκλεπτυσμένες εποχές) θα τηρήσει τα προσχήματα και θα εξασφαλίσει στον Ρ.Τ. Ερντογάν ανεκτά επίπεδα δημοφιλίας. Δημοφιλία η οποία αρχίζει -και παρά τον ασφυκτικό έλεγχο που εξασκείται στα Μ.Μ.Ε.- να εμφανίζεται ως είδος εν ανεπαρκεία για τον «δαιμόνιο» Τούρκο πρόεδρο.
Σε αυτό το -και επικοινωνιακό- περιβάλλον προέκυψε μια διελκυστίνδα, χρονικών επεκτάσεων από την Άγκυρα των θαλασσίων ΝΟΤΑΜ, οι οποίες προσεγγίζουν την ημερομηνία σύγκλησης της Ειδικής Συνόδου Κορυφής της Ε.Ε., όπου δυνητικά θα μπορούσαν να υιοθετηθούν κάποιες κυρώσεις έναντι της Τουρκίας.
Δυνητικά, γιατί εξακολουθεί να υφίσταται μια έντονη διστακτικότητα του γερμανικού παράγοντα, ο οποίος εμφανίζεται να μετέρχεται πολλά και αμφιλεγόμενα μέσα πίεσης προς την Ελλάδα. Μεταξύ αυτών, μερίδας του γερμανικού τύπου η οποία παρεκκλίνει επιδεικτικά ακόμη και από τις πολιτικές ίσων αποστάσεων και «φλερτάρει» επικίνδυνα με τις τουρκικές θέσεις.
Σε συνεννόηση με το Βερολίνο
Λίγο δε απέχει από την αποδεδειγμένη βεβαιότητα το ότι οι «διαρροές» Στόλτενμπεργκ, καθώς και η περίεργη πρόταση Μισέλ, υπήρξαν προϊόν συνέργειας με την γερμανική πλευρά. Και τούτο γιατί, ένας «επαναπροσδιορισμός» των πολιτικών και διπλωματικών επαφών Ελλάδας-Τουρκίας, εκτός Ε.Ε. και στο πλαίσιο είτε της Ατλαντικής Συμμαχίας, είτε μιας «πολυμερούς διάσκεψης για την Αν. Μεσόγειο» αποσυμφορίζει την ατζέντα του Βερολίνου και αποτρέπει το ενδεχόμενο να χρειασθεί να επισυμβεί το απευκταίο για τους Γερμανούς : Η λήψη μέτρων -κυρώσεων, κατά της Τουρκίας. Και φυσικά οι όποιες οργισμένες αντιδράσεις προέλθουν στη συνέχεια από την Άγκυρα.
Το Νατοϊκό πλαίσιο δε, θα ήταν το ιδανικότερο αυτή τη στιγμή για την τουρκική πλευρά, με δεδομένο ότι η Ατλαντική Συμμαχία, ποτέ δεν ευτύχησε να έχει καθηγούμενο της, πρόσωπο με αντικειμενικότητα στα ελληνο-τουρκικά.
Και μιλώντας για Ατλαντική Συμμαχία, και επεκτείνοντας λίγο τη σκέψη μας πέραν του Ατλαντικού και ασχέτως των επί θύραις σχεδόν, αμερικανικών εκλογών, ας μη μας διαφεύγουν κινήσεις με τις οποίες ο αμερικανικός παράγων κάθε άλλο από την πρόθεση του να αποστασιοποιηθεί πλήρως από τις εξελίξεις στην περιοχή επιδεικνύει.
Επιγραμματικά και μόνον : Ο μεσολαβητικός ρόλος που διαδραμάτισαν οι Η.Π.Α. μεταξύ Ισραήλ και Η.Α.Ε. και μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου. Άνευ ή μετά μεροληψίας.
* Ο Αφεντούλης Λαγγίδης είναι Δρ. Διεθνών Σχέσεων και διευθυντής Ερευνών στο Κέντρο Ανατολικών Σπουδών, Πάντειο Πανεπιστήμιο