Της Δρ. Ελένης Μπούντα*
Όταν πριν από δύο χρόνια άκουσα από Περιφερειακό Διευθυντή Εκπαίδευσης ότι οι μαθητές θα πρέπει να είναι όλοι ίδιοι «όπως το κουρεμένο γκαζόν» δεν μπορούσα να πιστέψω στα αυτιά μου, και θεώρησα αυτές τις ισοπεδωτικές απόψεις προσωπικές και γραφικές. Σκέφτηκα, επίσης, την όχι και τόσο μακρινή κοινωνική κινητικότητα που έγινε στην Ελλάδα μέσω της εκπαίδευσης και της αριστείας. Ωστόσο πολύ νωρίς ο ίδιος ο Υπουργός Παιδείας, χαρακτήρισε την αριστεία «ρετσινιά» και άρχισε το ξήλωμα κάθε κοιτίδας αριστείας και αρίστων με μια διχαστική ρητορική.
Το πρώτο θύμα ήταν τα Πρότυπα-Πειραματικά Σχολεία με τα οποία δόθηκε η δυνατότητα σε χιλιάδες μαθητές και εκπαιδευτικούς της δημόσιας εκπαίδευσης να βρουν διέξοδο για τη δημιουργικότητά τους, την καινοτομία και την αριστεία. Ταυτόχρονα τα ίδια τα σχολεία στα τέσσερα χρόνια λειτουργίας τους αποτέλεσαν κυψέλες πνευματικής άμιλλας και φωτεινά παραδείγματα για το δημόσιο σχολείο. Τα σχολεία αυτά η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ τα χαρακτήρισε «ελιτίστικα» και τα κατάργησε. Τι καταργήθηκε όμως στην ουσία; Η αριστεία και η πνευματική άμιλλα, βασικές κινητήριες δυνάμεις.
Στη συνέχεια Υπουργοί Παιδείας άλλαζαν και η αριστεία όπως και οι άριστοι ξηλώνονταν σε κάθε βαθμίδα της εκπαίδευσης. Φτάσαμε στον αντισυνταγματικό νόμο επιλογής Διευθυντών σχολικών μονάδων με εκλογές από το Σύλλογο Διδασκόντων και κατακαλόκαιρα στο Π.Δ. 97/2017, με βάση το οποίο οι σημαιοφόροι και οι παραστάτες κληρώνονται. Κι ενώ έπρεπε να καταργηθούν οι μαθητικές παρελάσεις που δεν γίνονται σε καμία ευρωπαϊκή χώρα, έγινε η επιλογή του «κουρέματος του γκαζόν» και όχι η επιλογή ενίσχυσης της αριστείας μέσα από διάφορους παιδαγωγικούς τρόπους, χωρίς να συνδέεται με εθνικά σύμβολα και παρελάσεις σε εθνικές εορτές.
Νομίζω εδώ πρέπει να σταθούμε όλοι: εκπαιδευτικοί, γονείς και κοινωνία να σκεφτούμε το παιδαγωγικό έγκλημα που διαπράττεται στη χώρα. Η αριστεία ως αξία αδιαίρετη από την παιδεία ξηλώνεται οριζόντια σε κάθε εκπαιδευτική πρακτική. Εδώ ξηλώνονται βασικές αξίες της παιδείας, της προόδου, των ατομικών δικαιωμάτων και της δημοκρατίας. Θα έλεγα ότι έρχεται σε αντίθεση με την ίδια τη φύση του ανθρώπου. Η παρέμβαση αυτή στις βαθμίδες που θα εφαρμοστεί αγγίζει κάθε οικογένεια, επηρεάζει το μέλλον χιλιάδων μαθητών, αποπροσανατολίζει τους νέους και το σχολείο και οδηγεί στη μετριότητα. Αυτό που με τρομάζει περισσότερο είναι τα μηνύματα και οι αξίες που στέλνει αυτή η ρύθμιση σε χιλιάδες μικρούς μαθητές, που ακόμα δεν έχουν διαμορφώσει το αξιακό τους πλαίσιο, το οποίο θα διαμορφώσει στο μέλλον το κοινωνικό αξιακό πλαίσιο της χώρας μας.
Η αλήθεια είναι ότι γίνονται πολλές συζητήσεις και υπάρχει ανησυχία στα σχολεία. Οι εκπαιδευτικοί γνωρίζουμε ότι ο άριστος δεν είναι ή δεν φαίνεται μόνο από τους βαθμούς, αλλά είναι το ανήσυχο και ανυπότακτο πνεύμα που τραβάει μπροστά και τους άλλους. Έχει ήθος και ευγένεια, ψάχνει, μελετά, ανοίγει ορίζοντες, χειραφετείται προσωπικά και κοινωνικά, δεν χειραγωγείται, κρίνει και κυρίως αμφισβητεί. Χάνοντας αυτές τις αξίες οδηγούμαστε σε μια κοινωνία της συντήρησης της ακινησίας, κλειστή και ισοπεδωτική που μπορεί να ανεχθεί ή και να φοβηθεί μη δημοκρατικές λογικές. Για το λόγο αυτό το νέο Π.Δ πρέπει τουλάχιστον να μας προβληματίσει.
Ο θεσμός της αριστείας και καινοτομίας στην εκπαίδευση, που ξεκίνησε το 2010 η κ. Διαμαντοπούλου, ώθησε χιλιάδες μαθητές, εκπαιδευτικούς και σχολεία να αναζητήσουν δημιουργικούς, καινοτόμους δρόμους που τους οδήγησαν σε νέες γνώσεις και δεξιότητες, σε εξωστρέφεια και συνεργασία με ομίλους και σχολεία της Ελλάδας και του εξωτερικού, σε ελληνικές και διεθνείς διακρίσεις, σε νέες προκλήσεις και ανατροφοδότησε τις αναζητήσεις και τα ερωτηματικά τους. Είναι καιρός να δημιουργήσουμε αυτή την Ελλάδα για την επιβίωσή μας. Ας αρχίσουμε από την παιδεία, η οποία χρειάζεται άμεσα την ευρύτερη κοινωνική και πολιτική συναίνεση.
* Η κ. Ελένη Μπούντα είναι Δρ. Ιστορίας, Σχολική Σύμβουλος.