Υπάρχει σημαντική ύφεση; Ναι. Θα υπάρξει αύξηση του δημοσίου χρέους, που θα ξεπεράσει το 200% του ΑΕΠ; Ναι. Θα υπάρξει αύξηση του ιδιωτικού χρέους πάνω από τα 235 δισ.; Ναι. Θα υπάρξει μια σημαντική αύξηση των μη εξυπηρετούμενων τραπεζικών δανείων που υπολογίζεται στα 10-12 δισ.; Ναι. Θα υπάρξει αύξηση του άτυπου δανεισμού άνω των 20 δισ.; Ναι.
Τα πράγματα για την Ελληνική οικονομία είναι και θα παραμείνουν δύσκολα, παρά τα θετικά νέα από το μέτωπο των εμβολίων. Τα μεγέθη που προαναφέρθηκαν στην εισαγωγική παράγραφο, αποτελούν μια πραγματικότητα, που πλέον δεν μπορεί να ανατραπεί ούτε εύκολα, ούτε σύντομα.
Εκτός από τις προτάσεις της επιτροπής Πισσαρίδη που ουσιαστικά σκιαγραφούν τον μονόδρομο για την επάνοδο της χώρας στην κανονικότητα, ο πρωθυπουργός βρήκε την ευκαιρία σε μια αναφορά περί των εξαγωγικών επιδόσεων της εγχώριας οικονομίας, να επιβεβαιώσει τους τρεις θεμελιώδεις οικονομικούς στόχους, της κυβέρνησης.
Ο πρώτος στόχος, είναι η αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας, από το 38% που είναι σήμερα στο 48% μέχρι το 2023.
Ο δεύτερος στόχος, είναι η αύξηση της βιομηχανικής παραγωγής από το 9%, στο 12% του ΑΕΠ.
Και ο τρίτος στόχος, είναι ο διπλασιασμός των ξένων επενδύσεων μέχρι το 2023.
Και οι τρεις αυτοί στόχοι, περνάνε μέσα από σκληρή δουλειά, βαθιές μεταρρυθμίσεις, συγκρούσεις με στερεότυπα και πόλεμο με το κατεστημένο του κρατισμού, του λαϊκισμού και της κρατικοδίαιτης επιχειρηματικότητας. Και φυσικά περνάνε μέσα από την αλλαγή του μοντέλου της οικονομίας που έχουμε συνηθίσει όλοι μας μέχρι σήμερα.
Και που στοχεύουν οι τρεις αυτοί στόχοι; Στο να παραμείνει η Ελλάδα στο ευρωπαϊκό κλαμπ και να μπορεί να σταθεί ξανά ισότιμα απέναντι σε μια ομάδα χωρών, που μας έχουν προσπεράσει. Οι στόχοι αυτοί και οι μέθοδοι που θα ακολουθηθούν για τη επίτευξη τους, έχουν συγκεκριμένα ποσοτικά και ποιοτικά χαρακτηριστικά και δεν αποτελούν ούτε ευχολόγια, αλλά ούτε και λόγια του αέρα.
Με λόγια του αέρα και ευχολόγια που παραπέμπουν σε δηλώσεις των καλλονών στους διαγωνισμούς για την στέψη της Miss Cosmos, μοιάζουν οι πρώτες αντιπροτάσεις του Σύριζα στην έκθεση Πισσαρίδη και στο σχέδιο που ξετυλίγει η κυβέρνηση στα δρόμο της ανάκαμψης.
Έτσι το κόμμα της αντιπολίτευσης αναφέρεται στην «δίκαιη πράσινη ανάπτυξη για την κοινωνία», για την «αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου με ενίσχυση της εργασίας», για την «δίκαιη ψηφιακή μετάβαση» και για την «αναζωογόνηση πόλεων και υπαίθρου». Μόνο αναφορά στην παγκόσμια ειρήνη, στη αδελφοσύνη των λαών και στη αδελφοποίηση των αποπυρηνικοποιημένων δήμων, δεν γίνεται!
Το έχουμε ξαναγράψει. Η έλλειψη στελεχών που να γνωρίζουν από οικονομικά και από χρηματοοικονομικά, σε όλες τις βαθμίδες του Σύριζα, βλάπτει όλη την υπόθεση της οικονομίας. Και αυτό, διότι αντί να υπάρχει μια στιβαρή αντιπολίτευση που να ελέγχει, να παρεμβαίνει και να συμβάλλει δημιουργικά στην οικονομική αναγέννηση του τόπου, υπάρχει μια απλή παράθεση όρων και προτάσεων, που θυμίζει άλλες εποχές και που δεν δίνει την παραμικρή απάντηση στις παγκόσμιες ραγδαίες οικονομικές, επιχειρηματικές, τεχνολογικές και ψηφιακές εξελίξεις.
Ουδείς αντιλαμβάνεται βεβαίως την έννοια της δικαιοσύνης για την πράσινη ανάπτυξη της κοινωνίας και την ψηφιακή μετάβαση, αλλά ούτε και την έννοια της αναζωογόνησης των πόλεων και της υπαίθρου. Προφανώς, ούτε οι ίδιοι οι συγγραφείς των αντιπροτάσεων, που αρέσκονται στο να στοιβάζουν άτακτα λέξεις με κάποιο συναισθηματικό βάρος, όπως είναι για παράδειγμα η λέξη «δίκαιη».
Το βαρύ πυροβολικό των αντιπροτάσεων Σύριζα είναι η «εφαρμογή σε πιλοτική βάση του 35ώρου ή του τετραημέρου εργασίας με παράλληλη διατήρηση των μισθών για επιλεγμένους κλάδους». Και μάλιστα το βάρος της χρηματοδότησης των ωρών που δεν θα εργάζονται οι εργαζόμενοι, θα καλύπτεται από το κράτος.
Συγκεκριμένα, οι αντιπροτάσεις αναφέρουν ότι «το κράτος καλύπτει το ποσό που αντιστοιχεί σε μισθούς και ασφαλιστικές εισφορές για το υπολειπόμενου του 40ώρου, με υποχρέωση διατήρησης του νέου ωραρίου για περαιτέρω χρονικό διάστημα».
Εκπληκτική σύλληψη! Το κράτος θα επιδοτεί τη μη εργασία, ενώ σήμερα με τα χίλια ζόρια στηρίζει τις θέσεις εργασίας και τις νέες προσλήψεις. Και φυσικά η πρόταση αυτή θυμίζει τη σατιρική ρήση «καλύτερα πλούσιος και υγιής, παρά πτωχός και ασθενής». Ποιος δεν θέλει με έναν νόμο και ένα άρθρο, να δουλεύει για 35 ώρες, αλλά να πληρώνεται για 40 ώρες την εβδομάδα; Ποιος δεν θέλει να έχει τριημεράκια, που να τα κολλάει στις εορτές και να ξεχνιέται; Ακόμα και το «Τσοβόλα, δώσ’ τα όλα», ωχριά μπροστά στη πρόταση των οικονομικών εγκεφάλων του Σύριζα.
Στην προσπάθεια του Σύριζα να στηρίξει με λογικά επιχειρήματα τη πρόταση του, χρησιμοποιεί το παράδειγμα της «πολυεθνικής» Unilever στη Νέα Ζηλανδία και της «τεχνοφασιστικής» Microsoft στους εργαζόμενους/ «ρομποτάκια» της Ιαπωνίας.
Γιατί δεν ρωτάει ο Σύριζα το αποτέλεσμα του 35ωρου στη Γαλλία. Που στοίχισε ήδη κατά την πρώτη δεκαετία της εφαρμογής του από τους σοσιαλιστές, 15 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση και δεν δημιούργησε νέες θέσεις εργασίας. Για να αναστραφεί αυτό το αρνητικό κλίμα από το 2007 και μετά, οι γαλλικές κυβερνήσεις άρχισαν να προσφέρουν κίνητρα για υπερωρίες, με χαμηλότερο εργοδοτικό κόστος για τις επιχειρήσεις και χαμηλότερη φορολογία για τους εργαζόμενους.
Και θα ήταν δυνατόν οι εκπρόσωποι του οικονομικού τομέα του Σύριζα να μην καταγγείλουν την κυβέρνηση για «ενίσχυση του ιδιωτικού τομέα με ιδιωτικοποιήσεις κρατικών επιχειρήσεων σε υποδομές και ενέργεια, αποκλειστική ανάθεση σε ΣΔΙΤ των έργων υποδομής και κυκλικής οικονομίας και την μερική ιδιωτικοποίηση του ασφαλιστικού συστήματος, των υπηρεσιών υγείας και επιλεκτικά της εκπαίδευσης.»
Οι τύποι πραγματικά είναι αδιόρθωτοι. Εξακολουθούν να ζουν σε ένα παράλληλο σύμπαν, ξεκομμένοι από τη πραγματικότητα. Σα να μην ενημερώνονται για τις διεθνείς εξελίξεις για το ξεπέρασμα της κρίσης, για τον ανταγωνισμό προσέλκυσης επενδύσεων και για το ψηφιακό κενό που θα καταπιεί όσους δεν προσαρμοστούν.
Οι επαναστατικές ονειρώξεις του Σύριζα, δένουν απόλυτα με τον τυχοδιωκτισμό του. Και καθώς η πολιτική του επιρροή συρρικνώνεται επικίνδυνα γι’ αυτόν, ας μη παραξενευτούμε αν σε λίγο υποσχεθεί αμοιβές χωρίς δουλειά στο βασίλειο του κρατισμού.