Του Δημήτρη Καμπουράκη
Ο Ευκλείδης επανέλαβε για πολλοστή φορά χθες την κυβερνητική απόφαση να μην ζητηθεί από τους δανειστές η προληπτική πιστωτική γραμμή μετά τον Αύγουστο. No problem, αυτός είναι υπουργός οικονομικών, αυτός ξέρει. Στο κάτω-κάτω γι αυτό κατέχει αυτή την θέση, για να σταθμίζει τις επιλογές και να παίρνει τις βέλτιστες αποφάσεις για την οικονομία. Βέβαια, όσοι τριγυρίζουν στις Βρυξέλλες ή μιλούν με το Βερολίνο, ξέρουν ότι η μερίδα των εταίρων που θα συναινούσε –μετά από ελληνικό αίτημα- στην ύπαρξη της προληπτικής γραμμής, είναι η λιγότερο σκληρή απέναντι στην χώρα. Αν και η λαϊκή φιλολογία (ενισχυμένη από την κυβερνητική επιχειρηματολογία) έχει ταυτίσει την προληπτική γραμμή με ένα είδος νέου μνημονίου, η αλήθεια βρίσκεται στην αντίπερα όχθη.
Αυτοί που πάντα έβλεπαν την Ελλάδα με μισό μάτι και κατά καιρούς επιχείρησαν να την πετάξουν από την Ευρωζώνη, είναι σήμερα αυτοί που προτιμούν την «καθαρή έξοδο» που τόσο ορέγεται η κυβέρνηση. Αντιθέτως, όσοι από τους δανειστές θα ήθελαν να δουν την οικονομία της χώρας να παίρνει μια πορεία κανονικότητας δίχως σκαμπανεβάσματα, θα προτιμούσαν μια ελληνική αίτηση για προληπτική γραμμή. Για χιλιοστή φορά, η καλή και η κακή πρόθεση ορισμένων εταίρων απέναντι στην Ελλάδα (αυτό που παλιότερα ονομάζαμε φιλελληνισμό και ανθελληνισμό) αντικατοπτρίζονται ανεστραμμένα στο εσωτερικό ακροατήριο της χώρας.
Όσοι διαθέτουν δημοσιογραφικές ή άλλου είδους πηγές στην τρόικα, έχουν γίνει κοινωνοί μιας μόνιμης ανησυχίας που έχουν οι Ευρωπαίοι για την δυνατότητα του ελληνικού πολιτικού συστήματος να συγκρατήσει τις κρατικές δαπάνες, να κόψει τα ρουσφέτια και να συνεχίσει την μεταρρυθμιστική πολιτική που έχει ανάγκη η οικονομία. Οι «φίλοι» μας επιμένουν ότι η ύπαρξη ενός light έστω προγράμματος εποπτείας, θα αποτελούσε εγγύηση για μια ομαλή μεταβατική περίοδο. Αντιθέτως, οι σκληροί εδώ και καιρό λένε στις Βρυξέλλες «άφησε τους μόνους και σε έναν χρόνο θα ξανατρέξουν εδώ γονυπετείς για νέα συνολική επιτροπεία, καθώς θα δουν ότι οι αγορές θα τους αποκλείσουν πάλι».
Οι φόβοι τους αυτοί τροφοδοτούνται από το γεγονός ότι μετά την «έξοδο» έπονται εκλογικές αναμετρήσεις, κατά την διάρκεια των οποίων παγίως τα έσοδα καταβαραθρώνονταν και οι δαπάνες εκτοξεύονταν. Περιττό να πω ότι ένα τέτοιο σενάριο, να ξαναπάψουν δηλαδή να μας δανείζουν οι αγορές παρά την ύπαρξη του μαξιλαριού χρηματοδότησης που συγκεντρώνει τώρα η κυβέρνηση, θ' αποτελούσε τον χειρότερο απ' όλους τους εφιάλτες μας. Από την άλλη πλευρά, πόσο σωστό είναι να αναθέτουμε μονίμως στους ξένους να μας προφυλάσσουν από τον κακό εαυτό μας; Και ως πότε; Καλό το ερώτημα…