Οι Ισπανικές εκλογές αποτελούν κίνδυνο για τις αγορές;

Του Κωνσταντίνου Βέργου*

Οι πρόσφατες εκλογές στην Ισπανία έφεραν τη συντριβή της κυβέρνησης του Ραχόι, ενός ηγέτη που έχει συνδεθεί όχι μόνο με το συντηρητικό κόμμα, αλλά και με τη λιτότητα αλλά και τη διαφθορά. Παρότι το συντηρητικό κόμμα πιθανότατα θα είναι σε θέση να σχηματίσει κάποια κυβέρνηση συνεργασίας, διάχυτες είναι οι εντυπώσεις ότι θα υπάρξουν επιπτώσεις στις αγορές από το αποτέλεσμα των εκλογών. Εκείνο που φαίνεται άγνωστο είναι προς ποια κατεύθυνση.

Όταν ξεκίνησε το βαρύ πρόγραμμα λιτότητας για τις χώρες του νότου, υπήρχε σημαντική πολιτική στηριξή του από τα κυβερνώντα κόμματα στις χώρες όπου αυτό επιβλήθηκε. Όμως, το πουλόβερ της «γερμανικής έμπνευσης λιτότητας», άρχισε να ξηλώνεται και να αμφισβητείται αρχικά από τις εκλογές τόσο στην Ελλάδα, όσο και πρόσφατα στην Πορτογαλία και την Ισπανία. Τουλάχιστον τυπικά, αν όχι και ουσιαστικά, οι πολιτικοί συσχετισμοί δυνάμεων έχουν αλλάξει. Ουσιαστικά πλέον, η Γερμανία, χώρα η οποία επέβαλε δύο μετρα και σταθμά για την ανάπτυξη σε χώρες του κέντρου της Ευρώπης και της περιφερειας, έχει χάσει τους αρχικούς «συμμάχους» της στις χώρες που υπέφεραν βαρύτερα από τη λιτότητα.

Το συντηρητικό κόμμα της Ισπανίας, το οποίο ξεκίνησε με δημοτικότητα που ξεπερνούσε το 45%, κατάφερε να κερδίσει την πρώτη θέση, αλλά χάνοντας πάνω από το 1/3 των ψήφων του! Παράλληλα ενισχύθηκε η δύναμη των Podemos, ενός αριστερού κόμματος (με πολλές αναλογίες με τον ΣΥΡΙΖΑ, καθώς μοιράζεται απόψεις αρκετά παρόμοιες για τη μείωση της φτώχειας) σε βαθμό που το κόμμα αυτό να λάβει πάνω από 20%, ενώ οι προσφατες δημοσκοπήσεις δεν του έδιναν πάνω από 14%! Το κεντροδεξιό κόμμα Ciudadanos, που θεωρούνταν ότι θα έβγαινε δεύτερο, τερμάτισε τελικά τέταρτο και μάλιστα με μεγάλη απόσταση από τα άλλα τρία κόμματα, το Συντηρητικό, το Σοσιαλιστικό κόμμα και το κόμμα των Podemos. Τα αποτελέσματα όμως των εκλογών, αν και ενισχύουν σημαντικά τις αριστερές τάσεις, δεν δίνουν εντολή κυβέρνησης στα κόμματα αυτά, όπως έγινε στην Πορτογαλία και στην Ελλάδα. Άρα, και παρά τις δηλώσεις των Ciudadanos ότι δεν θα συνεργαστούν με το Συντηρητικό κόμμα, το πιθανότερο είναι ότι οδεύουμε προς συνεργασία των δύο αυτων κομμάτων με τη συνδρομή κάποιων μικρότερων.

Αυτή όμως η εξέλιξη είναι πολύ διαφορετική από ό,τι συνέβη στην Ελλάδα, καθώς αφενός το συντηρητικό κόμμα παραμένει στην εξουσία, αφετέρου οι Ciudadanos είναι ένα κόμμα που όχι μονο δεν βλέπει με κακό μάτι τις αγορές, αλλά αντίθετα έχει μια πιο καθαρή, φιλελεύθερη, ατζέντα.

Ανάμεσα στους στόχους του κόμματος αυτού είναι η καθιέρωση ενός χαμηλότερου φορολογικού συντελεστή για τις εταιρείες στο 25%, η μείωση του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας στο 16% με 19%, η καθιέρωση ανώτατου φορολογικού συντελεστή στο 40%, η μείωση του δημόσιου τομέα και των δημοτικών υπαλλήλων και η καθιέρωση άλλων μέτρων, φιλελεύθερου χαρακτήρα με μη οικονομικές επιπτώσεις. Αυτά, όμως, είναι μέτρα που όχι μόνο δεν αποτελούν κίνδυνο για τις εταιρείες, αλλά αποτελούν σε μεγάλο βαθμό τα αιτήματα μεγάλου κομματιού της επιχειρηματικής κοινότητας. Επιπλέον, η υλοποίηση τέτοιων μέτρων θα επιτρέψει στην Ισπανία, μια χώρα με σημαντική βιομηχανική παρουσία, να ανταγωνιστεί πιο αποτελεσματικά άλλες μεγάλες χώρες της Ευρωπαικής Ένωσης, αν και εις βάρος των δημοσιονομικών της εσόδων, που μοιραία θα οδηγήσουν σε μικρότερο κράτος και απώλεια κάποιων κοινωνικών υπηρεσιών. Οι Ciudadanos επίσης εχουν ανακοινώσει ότι κατευθύνονται προς μέτρα πάταξης της διαφθοράς, κάτι που θα μπορούσε να οδηγήσει σε ρήξη με πρόσωπα της κυβέρνησης Ραχόι, ίσως και με τον ίδιο, που φαίνεται ότι έχουν εμπλακεί κατά καιρούς σε αδιαφανείς συναλλαγές, το οποίο όμως θα είναι καλή εξέλιξη για το ίδιο το Συντηρητικό κόμμα, και καλή εξέλιξη για τις επιχειρήσεις, παρά τους πρώτους κλυδωνισμούς που αυτό μπορεί να φέρει.

Επομένως, το αποτέλεσμα των εκλογών στην Ισπανία, παρότι όντως ενισχύει τις δυνάμεις της αριστεράς, οδηγεί σε κυβέρνηση με σαφέστατα πολιτικά πιο οικονομικά φιλελεύθερο προσανατολισμό, και ενισχύει τη θέση της χώρας στις αγορές.

* Ο κ. Κωνσταντίνος Βέργος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικών, Πανεπιστήμιο Πόρτσμουθ, Αγγλία.

Το παρόν άρθρο εκφράζει τις προσωπικές απόψεις του γράφοντος, δεν αποτελεί οδηγό ή σύσταση για επενδύσεις οποιασδήποτε μορφής προς οιονδήποτε και για οτιδήποτε τίτλο ή παράγωγο αυτού.