Η πιθανότατα να επιστρέψει η διεθνής παραγωγή αγροτικών προϊόντων, η βιομηχανική παραγωγή τροφίμων και το διεθνές εμπόριο στα ομαλά επίπεδα, που προϋπήρχαν της πανδημίας, αποτελούσαν το μεγάλο ζητούμενο για τη μετά covid εποχή. Σήμερα το ίδιο ζητούμενο, τίθεται και πάλι επί τάπητος σε ένα πιο δύσκολο και απαιτητικό περιβάλλον. Σε ένα περιβάλλον πολέμου, όπου τόσο ο εισβολέας όσο και ο αμυνόμενος, αποτελούν δύο εξαιρετικά σημαντικούς παίκτες της διατροφικής σκακιέρας.
Ο Μεγάλος Σιτοβολώνας της Ευρώπης, που αποτελούσε τον διακαή πόθο κατάκτησης ήδη από τους Ναπολεόντειους πολέμους, έχει τυλιχθεί στις φλόγες του πολέμου. Και ουδείς γνωρίζει, ούτε τη διάρκεια του πολέμου, αλλά ούτε και το χρόνο, που θα απαιτηθεί για να επανέλθουν σε συνθήκες κανονικότητας τόσο η αγροτική παραγωγή, όσο και οι εξαγωγές των αγροτικών προϊόντων, από την Ουκρανία. Επομένως, είναι σχεδόν σίγουρο ότι στο ορατό μέλλον θα υπάρξει αναστάτωση στην επάρκεια των ειδών διατροφής και στα επίπεδα των τιμών τους.
Η Ελλάδα δεν διακρίνεται από επάρκεια στον αγροτικό και κτηνοτροφικό τομέα. Και έχει μείνει αρκετά πίσω κατά τη διάρκεια της τελευταίας 20ετίας. Σύμφωνα με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η εγχώρια πρωτογενής παραγωγή αυξήθηκε κατά το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα κατά 14%, έναντι 36% στην Ευρωπαϊκή Ένωση και 170% παγκοσμίως. Παράλληλα η εγχώρια βιομηχανία τροφίμων, καθώς και η επεξεργασία τροφίμων, βρίσκονται αρκετά πίσω σε σχέση με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Η Ελλάδα εισάγει το 80% του βόειου και το 50% του χοιρινού κρέατος που καταναλώνει, το 60% του αγελαδινού γάλακτος που απαιτείται για την παραγωγή γιαουρτιού, ενώ ταυτόχρονα εισάγει το μεγαλύτερο μέρος των απαραίτητων ζωοτροφών, όπως είναι η σόγια, το κριθάρι και το καλαμπόκι.
Η χώρα μας είναι πλεονασματική στην παραγωγή σκληρού σιταριού, φρούτων, λαχανικών, ξηρών καρπών, ελαιόλαδου και μιας σειράς άλλων αγροτικών προϊόντων.
Ωστόσο, εισάγει το 80% του μαλακού σίτου που χρησιμοποιείται στην παρασκευή άρτου και αρτοσκευασμάτων, από τις αγορές της Ρωσίας και της Ουκρανίας, το 100% της ζάχαρης από τη Σερβία, το 70% των οσπρίων από τον Καναδά, το 50% του καλαμποκιού από την Ουκρανία, σχεδόν το σύνολο του ηλιελαίου από τη Ρωσία και την Ουκρανία και πάνω από το 95% των λιπασμάτων που χρησιμοποιούνται στις αγροτικές καλλιέργειες από την Ουκρανία. Παράλληλα, τα καύσιμα, τα ανταλλακτικά αλλά και τα ίδια τα αγροτικά μηχανήματα είναι και αυτά εισαγωγής.
Τα προαναφερθέντα στοιχεία, αποδεικνύουν ότι σε μικρό ή σε μεγαλύτερο βαθμό, η ελληνική αγορά τροφίμων θα επηρεαστεί από την ανισορροπία που θα προκληθεί από τη μείωση της προσφοράς συγκεκριμένων αγροτικών προϊόντων, από την έλλειψη λιπασμάτων και την εκτόξευση των τιμών τους, από την αύξηση των τιμών των ζωοτροφών και από την αύξηση των καυσίμων κίνησης των αγροτικών μηχανημάτων, αλλά και θέρμανσης των θερμοκηπίων συγκεκριμένων καλλιεργειών.
Επομένως, το κόστος διαβίωσης των ελληνικών νοικοκυριών δεν θα επηρεαστεί μόνο από το ενεργειακό κόστος, αλλά και από τη μεταβολή στο κόστος διατροφής. Κάτι παρόμοιο θα συμβεί και στις μεταποιητικές μονάδες και τις βιομηχανίες τροφίμων, που θα δουν τα κόστη των πρώτων υλών να αυξάνονται, με τη δυνατότητα της μετακύλισης του κόστους στους καταναλωτές να εμφανίζεται αδύναμη, λόγω της γενικότερης συμπίεσης των οικονομικών των νοικοκυριών.
Πρέπει να είμαστε προετοιμασμένοι για το ενδεχόμενο ενός επισιτιστικού σοκ. Το γεγονός ότι είμαστε μέλη της μεγάλης ευρωπαϊκής οικογένειας, μας φέρνει σε καλύτερη μοίρα, από μια σειρά από άλλες χώρες, που θα πρέπει μόνες τους να πορευτούν μέσα στην κρίση.