Mια ευχάριστη χώρα να πάει κανείς διακοπές, με νόστιμη κουζίνα και ποιοτικά αγροτικά προϊόντα, δυστυχώς έτσι μας «βλέπουν» ακόμη οι Αμερικανοί. Δεν αναφέρουν ποτέ την Ελλάδα ως ένα δυνητικό κέντρο ανάπτυξης μοντέρνας τεχνολογίας ούτε βρίσκεται στο «ραντάρ» τους ως ένα σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει εφαλτήριο επενδύσεων για ολόκληρη την περιοχή.
Τα λόγια είναι του καθηγητή Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Yale, Κώστα Μεγήρ, που εξηγεί στο Liberal γιατί η θετική εικόνα που έχουν για την Ελλάδα οι συνομιλητές του από την ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα των ΗΠΑ, εξαντλείται σταθερά στις φυσικές της ομορφιές. «Οι συνομιλητές μου έχουν την αίσθηση ότι ο ξένος επενδυτής στην Ελλάδα δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει αύριο, ποιοι θα είναι οι φόροι και οι νόμοι μεθαύριο», λέει ο καθηγητής του Yale, προσθέτοντας με νόημα ότι για να γίνουμε η Καλιφόρνια της Ευρώπης δεν αρκεί μόνο το ωραίο μας κλίμα.
Χαρακτηρίζει τα Μνημόνια άλλη μια μεγάλη χαμένη ευκαιρία, καθώς εστιάσαμε στη δημοσιονομική πειθαρχία αντί σε μια πραγματική στροφή στις μεταρρυθμίσεις, μιλά για τα ξεπερασμένα πρότυπα προηγούμενων δεκαετιών στα οποία παραμένουμε καθηλωμένοι, και εξηγεί γιατί αξιοποιούμε πολύ μικρό μέρος των δυνατοτήτων μας. Είναι πάντως σίγουρος ότι η εμπιστοσύνη μπορεί εν μέρει να ανακτηθεί ακόμη και μέσα σε ένα χρόνο, εφόσον μια κυβέρνηση πάρει άμεσα ορισμένα ριζικά μέτρα.
Συνέντευξη στο Γιώργο Φιντικάκη
- Χρόνια τώρα ακούμε ότι το πρωτεύον στην Ελλάδα είναι οι μεταρρυθμίσεις. Το βάρος όμως πέφτει διαρκώς στη δημοσιονομική προσαρμογή, και στα πλεονάσματα. Σαν να έχουμε μια αλλεργία στις μεταρρυθμίσεις.. Βλέπετε να υπάρχουν οι βάσεις, η βούληση στο πολιτικό σύστημα για να γίνουν;
Έχει αναπτυχθεί ένα βαθύ πελατειακό κράτος, ανεξαρτήτως χρώματος, που δεν έχει πραγματική πρόθεση για μεταρρυθμίσεις. Το σημερινό καθεστώς που μας οδήγησε στην κρίση τελικά εξυπηρέτησε και την Κεντροαριστερά και την Κεντροδεξιά στην ίδια κατεύθυνση και αυτοί οι ίδιοι έβαλαν τρικλοποδιά στις μεταρρυθμίσεις. Σας θυμίζω την σθεναρή αντίδραση του κ. Σαμαρά στο 1ο Μνημόνιο, προτού γίνει Πρωθυπουργός.
Σήμερα αυτό που λείπει από την Ελλάδα είναι ένα καλό επιχειρηματικό κλίμα, δηλαδή να γίνουν τέτοιες θεσμικές αλλαγές που να θελήσουν οι ξένοι επενδυτές να εμφανιστούν. Να δημιουργηθεί ένα κλίμα που να κάνει την επένδυση πιο εύκολη και ασφαλή. Αυτό απαιτεί μεταρρυθμίσεις σε διάφορους τομείς (π.χ. φορολογικό, αδειοδότηση, δικαστικό, δημόσιος τομέας, ευκολίες δημιουργίας επιχειρήσεων κλπ). Μεταρρυθμίσεις μακροπρόθεσμες, όχι ευκαιριακές μόνο και μόνο για να ικανοποιήσουμε τους ξένους πιστωτές. Και καθώς οι θεσμοί είναι αλληλένδετοι, χρειάζεται μεταρρυθμιστικό κύμα σε πολλούς τομείς παράλληλα.
- Ωστόσο το μόνο που βλέπουμε είναι μεταρρυθμίσεις που γίνονται δίχως να τις πιστεύουμε, παρά ευκαιριακά, όπως είπατε, προκειμένου να φανεί ότι ικανοποιούμε τις απαιτήσεις των δανειστών...
Ακριβώς αυτό είναι το θέμα. Επενδυτικός προορισμός έγιναν μόνο όσες χώρες πίστεψαν στις μεταρρυθμίσεις, και περιόρισαν το ρόλο του κράτους, του οποίου ο σκοπός θα πρέπει να είναι να διευκολύνει την επενδυτική δραστηριότητα (και όχι να επιλέγει η να δίνει κατευθύνσεις). Αυτή τη στιγμή το να επενδύσει κάποιος ξένος στην Ελλάδα είναι πάρα πολύ επισφαλές γιατί δεν ξέρει τι του ξημερώνει αύριο, αν το θεσμικό πλαίσιο θα παραμείνει το ίδιο, ποιοι θα είναι οι φόροι και οι νόμοι μεθαύριο, αν θα καταφέρει και πότε να βρει άκρη στη Δικαιοσύνη σε περίπτωση διένεξης...
- Αλήθεια πως μας βλέπουν οι Αμερικανοί; Μας θεωρούν έναν έστω εν δυνάμει επενδυτικό προορισμό ; Ποια είναι η εμπειρία ενός ανθρώπου που ζει και εργάζεται στις ΗΠΑ;
Με έχουν πλησιάσει κατά καιρούς άνθρωποι από την ακαδημαϊκή και επιχειρηματική κοινότητα προκειμένου να με ρωτήσουν ποια είναι η πραγματικότητα στην Ελλάδα. Έχω διακρίνει κάποιο ευκαιριακό ενδιαφέρον ας πούμε για χρηματιστηριακές επενδύσεις, οι οποίες δεν είναι κάτι μακροπρόθεσμο. Κυρίως όμως αυτό που πάντα εισπράττω είναι μια ανησυχία για τους θεσμούς και την αξιοπιστία τους.
Όπως σας είπα, οι συνομιλητές μου έχουν την αίσθηση πως ο ξένος επενδυτής δεν ξέρει τι θα του ξημερώσει. Για ποιο λόγο για παράδειγμα να στήσει κάποιος την βάση του στην Ελλάδα προκειμένου να εξυπηρετεί τα Βαλκάνια, όταν για να δεσμεύσει χρηματικούς πόρους, θα πρέπει να έχει μπροστά του έναν ορίζοντα σταθερότητας 10-15 ετών; Μόνο και μόνο οι κεφαλαιακοί έλεγχοι έχουν υπάρξει καταστροφικοί τόσο άμεσα, όσο και για την αξιοπιστία της χώρας. Η πολιτική βούληση της κυβέρνησης να δημιουργήσει ένα μακροπρόθεσμο θεσμικό πλαίσιο φιλικό στις επενδύσεις είναι ελάχιστη. Ακόμη περισσότερο, η πόλωση στην Ελλάδα δεν εγγυάται ότι το θεσμικό πλαίσιο θα παραμείνει σταθερό.
-Πως παρομοιάζουν επομένως οι συνομιλητές σας την Ελλάδα όταν η συζήτηση έρχεται στην ποιότητα των θεσμών και των επενδύσεων;
Μας παρομοιάζουν ως μια ευχάριστη χώρα να πάει κανείς διακοπές, ως μια χώρα με σχετικά καλές τουριστικές υποδομές, νόστιμη κουζίνα και ποιοτικά αγροτικά προϊόντα. Δεν αναφέρουν ποτέ τη χώρα σαν ένα κέντρο ανάπτυξης ας το πούμε μοντέρνας τεχνολογίας ή δεν είναι στο «ραντάρ» τους η Ελλάδα σαν ένα σημείο που θα μπορούσε να αποτελέσει το εφαλτήριο για ολόκληρη την περιοχή. Δυστυχώς μας παρομοιάζουν ακόμη ως χώρα ιδανική για διακοπές και για μπάνια στη θάλασσα, όχι όμως για κάτι παραπάνω.
- Αυτό που λέτε είναι ότι μας αντιμετωπίζουν ακόμη με όρους «γραφικότητας»…
Αυτό που λέω είναι ότι παραμένουμε καθηλωμένοι σε ξεπερασμένα πρότυπα, προηγούμενων δεκαετιών, αξιοποιούμε ένα πολύ μικρό μέρος των δυνατοτήτων μας ως χώρα, μόνο και μόνο επειδή φοβούμαστε τις μεταρρυθμίσεις και την εξωστρέφεια. Λέω ότι υπάρχει τέτοια ποιοτική ανθρώπινη υποδομή στην Ελλάδα, ώστε αν γίνουν μεταρρυθμίσεις, η χώρα να αποτελέσει για παράδειγμα ένα κέντρο ανάπτυξης υψηλής τεχνολογίας για την Ανατολική Μεσόγειο και τα Βαλκάνια. Ακούω συχνά να λένε κάποιοι ότι μπορούμε να γίνουμε η Καλιφόρνια της Ευρώπης. Μα, για να δούμε αν είμαστε σε θέση για κάτι τέτοιο, χρειάζεται σταθερό επενδυτικό κλίμα το οποίο να ευνοεί την επιχειρηματικότητα.
- Πιστεύετε ότι οι μεταρρυθμίσεις που έγιναν μέσα από τα Μνημόνια, αντί για μακροπρόθεσμες λύσεις, ήταν απλώς «μπαλώματα»;
Αν είχαμε ενστερνιστεί τις απαιτήσεις των Μνημονίων αυτή τη στιγμή δεν θα ήμασταν σε κρίση γιατί στόχος τους ήταν δύο πράγματα: Αφενός να τακτοποιήσουν τα δημοσιονομικά και αφετέρου μία λίστα από μεταρρυθμίσεις οι οποίες έπρεπε να εφαρμοστούν ώστε η Ελλάδα να μπει σε ένα δρόμο ανάπτυξης.
Εμείς όμως εστιάσαμε στην υποχρεωτική δημοσιονομική πειθαρχία μέσω της αύξησης των φόρων και όχι στο περισσότερο μακροπρόθεσμο αναπτυξιακό όραμα, με πραγματική στροφή σε μία ανοιχτή και δυναμική οικονομία, με ριζικές μεταρρυθμίσεις. Και αυτές πού έγιναν είτε δεν εφαρμόστηκαν στην πράξη, είτε δεν παρουσιάζονται ως μόνιμες, είτε είναι απλά ελλιπείς. Πράγματι τα Μνημόνια ήταν μια ευκαιρία που χάσαμε, προκειμένου να βγούμε από το τέλμα στο οποίο οδηγηθήκαμε μετά από 30-40 χρόνια πελατειακού κράτους. Το λάθος των Ευρωπαίων ήταν η έμφαση που έδωσαν στην ταχύτητα της δημοσιονομικής προσαρμογής. Οδηγηθήκαμε σε μια υπερβολικά γρήγορη δημοσιονομική συρρίκνωση, που με την σειρά της προξένησε εχθρότητα και εναντίον των μεταρρυθμίσεων.
- Έχουμε ακόμη δέκα μήνες πριν την έξοδο από το 3ο Μνημόνιο. Βλέπετε να έχουν διαμορφωθεί οι ενδείξεις της περίφημης «καθαρής εξόδου»;
Όχι, διότι ακόμα δεν υπάρχει επενδυτικό κλίμα το οποίο θα έλξει ξένα κεφάλαια, ούτε η απαιτούμενη εξωστρέφεια. Μόνο με δυναμικό εξαγωγικό τομέα μπορούμε να αναπτύξουμε το εστιαστήκαμε επίπεδο και να μειώσουμε δραστικά την ανεργία. Εάν αυτά δε γίνουν, η οικονομία θα παραμένει αποτελματωμένη. Κατά συνέπεια, η έξοδος από το Μνημόνιο δεν θα σημάνει απολύτως τίποτα, ενώ ταυτόχρονα το κόστος εξυπηρέτησης του δημοσίου χρέους θα μεγαλώσει, δίχως να έχουμε στο μεταξύ δημιουργήσει την οικονομική, και θεσμική υποδομή για να αναπτυχθούν εξαγωγικές εταιρείες.
Το βιοτικό μας πεδίο θα συνεχίσει να συμπιέζεται σε σχέση με την υπόλοιπη ευρωζώνη, και θα ματαιοπονούμε αναζητώντας την χαμένη μας αξιοπιστία. Αυτό που έχει χάσει η ελληνική οικονομία σε τεράστιο βαθμό είναι η αξιοπιστία προς το εξωτερικό. Η μοναδική επομένως σωτηρία είναι να εμφανιστεί μια κυβέρνηση που να μπορεί να πει «εμάς μας ενδιαφέρουν αυτές οι μεταρρυθμίσεις, τις ξεκινάμε άμεσα και δεν υπάρχει υπαναχώρηση σε αυτό το θέμα». Και αν το κάνει αυτό πειστικά, από μόνο του θα έχει άμεση θετική επίπτωση. Γιατί τότε οι επενδυτές θα δουν ότι υπάρχουν ευκαιρίες στην Ελλάδα και θα βιαστούν να έλθουν, ακόμα και εάν δεν έχουν γίνει όλες οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.
- Αν σας ζητήσω να εκτιμήσετε πόσο χρόνο θα μας πάρει για να ξανακερδίσουμε τη χαμένη μας αξιοπιστία;
Η εμπιστοσύνη μπορεί εν μέρει να ανακτηθεί ακόμη και μέσα σε ένα χρόνο, εφόσον μια κυβέρνηση πάρει άμεσα ορισμένα ριζικά μέτρα. Πολλές φορές η ανακοίνωση και μόνο των προθέσεων με τρόπο πειστικό μαζί με ορισμένα ενδεικτικά μέτρα αρκούν για να αλλάξει το κλίμα.
Η αλήθεια είναι ότι με όσους ξένους συνομιλώ για την Ελλάδα, έχουν την εικόνα ότι η ελληνική πολιτική σκηνή είναι αρκετά ασταθής και ασαφής. Η ανάπτυξη της συναίνεσης σε όλο το πολιτικό φάσμα για την ανάγκη επανίδρυσης της ελληνικής οικονομίας είναι απαραίτητη γιά την μακροπρόθεσμη αξιοπιστία της χώρας.
- Θα ήθελα ένα σχόλιό σας για τα αποτελέσματα ανάδειξης αρχηγού στην Κεντροαριστερά. Είχαμε υψηλή συμμετοχή, αλλά και κυριαρχία των υποψηφίων από τα κομματικά «σπλάχνα» του ΠΑΣΟΚ έναντι των υποψηφιοτήτων Καμίνη και Θεοδωράκη, που ανήκουν στο λεγόμενο «μεταρρυθμιστικό» μπλόκ…
Δεν μπορούμε παρά να ελπίζουμε ότι κάθε σοβαρό κόμμα θα θελήσει να πορευτεί τον δρόμο της μεταρρύθμισης και της δημιουργίας μιας δυναμικής και εξωστρεφούς οικονομίας που θα ευνοεί την καινοτομία και θα δώσει ευκαιρίες σε όσους θέλουν να αναπτύξουν βιοτικό επίπεδο αντίστοιχο με τις ποιο αναπτυγμένες χώρες της ευρωζώνης: Στο κάτω κάτω οι νέοι στην Ελλάδα δικαιούνται να οραματίζονται το κάλλιστο βιοτικό επίπεδο και απόδοση στην προσπάθεια χωρίς να χρειάζεται να μεταναστεύουν.
Who is who
Ο κ. Κώστας Μεγήρ είναι καθηγητής στο φημισμένο πανεπιστήμιο του Yale από το 2010. Είναι ο πρώτος ακαδημαϊκός που κατέχει την έδρα οικονομικών Douglas A. Warner III. Στο παρελθόν έχει διατελέσει επικεφαλής τμήματος στο University College London και επισκέπτης καθηγητής σε πολύ σημαντικά ακαδημαϊκά ιδρύματα των ΗΠΑ, όπως το University of Chicago και το Stanford University. Κατέχει διδακτορικό και μεταπτυχιακό τίτλο από το Manchester University. Το 2000 του απονεμήθηκε το βραβείο Ragnar Frisch Medal για το άρθρο του "Υπολογίζοντας την προσφορά εργασίας χρησιμοποιώντας φορολογικές μεταρρυθμίσεις" το οποίο συνέγραψε με τους Richard Blundell και Alan Duncan στην επιστημονική επιθεώρηση Econometrica. Το 2005 εξελέγη μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας.