Toυ Ανδρέα Ζαμπούκα
Οι νεκροί της Mαρφίν είναι οι δικοί μας νεκροί. Οι «άλλοι» έχουν βέβαια βιομηχανία νεκρών κι εμείς ψιλικατζίδικο. Δύσκολα θα τους ανταγωνιστούμε στο πεδίο των «αγώνων» και της «πλαστικής» των συμβόλων. Κάτι όμως, αναλογεί και σε μας. Kάτι από το αίμα αθώων ανθρώπων.
Ποια είναι η διαφορά των δικών μας «ηρώων»; Ότι δεν είναι ήρωες. Ότι δεν συμμετείχαν σε κανέναν αγώνα, ότι δεν έκαναν καμία επανάσταση, καμία συναυλία και ότι δεν εξέθεσαν τον εαυτό τους σε κανέναν κίνδυνο συνειδητά. Όπως και ο Θάνος Αξαρλιάν, όπως και τα θύματα των αεροδρομίων, των τρένων, των αεροπλάνων, των δίδυμων πύργων, απλά ακολουθούσαν μία καθημερινή ρουτίνα στην ζωή τους. Όλοι τους ήταν συνηθισμένα πρόσωπα, κανονικοί άνθρωποι που εργάζονταν, διασκέδαζαν ή ταξίδευαν.
Κανένας από αυτούς δεν ήθελε να αλλάξει τον κόσμο ή να πείσει για τις δικές του «σωτήριες» αξίες. Κανένας δεν είχε αναλάβει κάποια «ιερή» αποστολή να σπάσει τις δομές σάπιων κατεστημένων και να ελευθερώσει λαούς και κολασμένους από τους δυνάστες της ανθρωπότητας.
Ειδικά τα θύματα της Μαρφίν ήταν μόνο εργαζόμενοι. Ήταν η Παρασκευή, ο Νώντας, η Αγγελική και το αγέννητο μωρό της. Τρεις άνθρωποι, τρία πρόσωπα ανώνυμα που δεν είχαν σκεφτεί ποτέ ότι θα απασχολούσαν κανένα δελτίο ειδήσεων, που κανένα κανάλι δεν θα τους έβαζε σε πλάνο και καμία ιστορία δεν θα κατέγραφε τα ονόματά τους.
Οι δικοί μας νεκροί είναι ανυποψίαστες σκιές στο περιθώριο της αφήγησης. Υπάρχουν στην πραγματικότητα, δεν κατασκευάζονται και γι αυτό είναι αληθινοί. Δεν σηκώνουν λάβαρα και σημαίες και γι αυτό είναι τραγικοί. Επειδή «πάσχουν» ανίδεοι, μέσα σε έναν κόσμο μύθων, συμβόλων και συνθημάτων, χωρίς να νοιάζονται για μύθους, σύμβολα και συνθήματα. Είναι ανάξιοι δευτεραγωνιστές μιας πρόζας που δεν θέλησαν να παίξουν. Γιατί δεν είχαν ποτέ ανάγκη το χειροκρότημα του ήρωα στη σκηνή.
Οι δικοί μας νεκροί είναι πάντα περισσότεροι από τους νεκρούς των άλλων. Σε πολέμους, σε εργοστάσια, σε βομβαρδισμένες πολυκατοικίες, σε καταφύγια και σε σχολεία. Είναι άνθρωποι και όχι «ήρωες» με ντουντούκες, μαντήλια, κραυγές και κόκκινα λάβαρα. Είναι οι άνθρωποι που ζουν, εργάζονται και ονειρεύονται αθόρυβα. Χωρίς μίσος, ένταση και κραυγές.
Οι δικοί μας νεκροί είναι η ίδια η ζωή. Έτσι όπως υπάρχει στ΄αλήθεια. «Η πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, η πολιτεία του μεροκάματου, η πολιτεία πού ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της (…), με τις φιλοδοξίες, την άγνοια και τα γερατειά μας…», όπως θα έλεγε κι ο Ρίτσος- αυτόν που η σύγχρονη διανοητική ανεπάρκεια της Αριστεράς αγνοεί. Είναι οι «πεζοί» άνθρωποι της πραγματικότητας και όχι τα ιδεώδη «φαντάσματα» που κυνηγούν πάντα οι «άλλοι».
Προσπαθώ να φανταστώ τι θα έλεγε ο Χρόνης Μίσσιος για τους νεκρούς της Μαρφίν. Μπορεί απλά να θύμωνε, ακόμα μία φορά, για την κατάντια της «επανάστασης», μπορεί και να ξεκινούσε το τελευταίο του βιβλίο γι αυτούς.
Είμαι όμως, σίγουρος ότι αυτό το μικρό απόσπασμα το έγραψε και γι΄αυτούς. Κι ας μη είχε στον νου του, τότε, ότι δυνάστης αθώων ανθρώπων δεν είναι μόνο οι επίσημες εξουσίες: «Δεν ξέρω, αλλά νομίζω πως όταν ο άνθρωπος ξανακαταχτήσει την ανθρωπιά του, όταν ξαναρχίσει να δημιουργεί ανθρώπινο πολιτισμό, να γράφει πια την ιστορία κάθετα, όχι για λαούς και για μάζες, αλλά για τον Παύλο, για τη Ρηνιώ, για την Ελένη, για το μαστρο- Στέφανο... τότε μονάχα οι άνθρωποι θα ξέρουν τι κοστίζει η ιστορία, τι κοστίζει η συμμετοχή, τι θα πει η φράση «εκατό χιλιάδες νεκροί» ή «βασανίζεται ένας άνθρωπος σε κάποια ασφάλεια». Τότε οι άνθρωποι θα ξέρουν τι θα πει φυλακή, τι σημαίνουν τα πολιτικά λάθη...»