Το τελευταίο κύμα, η τελευταία ώση θα έλεγε κάποιος, του μεταρρυθμιστικού ζήλου της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι εξ εκείνων -όπως για παράδειγμα η διάχυση των ηλεκτρονικώς παρεχόμενων υπηρεσιών του κράτους- που αλλάζουν επί τα βελτίω την καθημερινότητα των πολιτών. Ή, έστω, εξ εκείνων που συμβάλλουν ριζικά και καθοριστικά στην εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών.
Στην πραγματικότητα αυτή η μεταρρυθμιστική παρέμβαση, ακόμη και στον πολύ εξειδικευμένο τομέα στον οποίο κινείται, παράγει αποτέλεσμα πολύ υποδεέστερο από το υπαγορευόμενο τόσο από τις κοινωνικές ανάγκες -εν προκειμένω συνδεόμενες με το αγαθό της παιδείας- όσο και από τις στοιχειώδεις επιταγές του ορθολογισμού (πολιτικού, οικονομικού και εκπαιδευτικού). Ωστόσο…
Πρόκειται για μιας τεράστιας συμβολικής σημασίας μετωπική και ολομέτωπη επίθεση σε όλο το σύστημα των αξιών και των νοοτροπιών, των «λογικών» και των «προοδευτικών» ιδεολογιών, οι οποίες εξέθρεψαν τον παραγοντισμό, τον πελατειασμό, τον ανορθολογισμό και τον διανοητικό πρωτογονισμό, δηλαδή τα στοιχεία εκείνα που σφράγισαν τη δημόσια ζωή της χώρας μας και τη λειτουργία του κράτους -κυρίως τον καθορισμό των πολιτικών του προτεραιοτήτων- όλη την μεταπολιτευτική περίοδο της ιστορίας μας.
Υπ' αυτή την έννοια απαιτούσε όχι απλώς θάρρος αλλά και τεράστιο πολιτικό κεφάλαιο η κατάργηση ακόμη και απειροελάχιστων -εκ των περιττευόντων και ουδεμία ουσιαστικώς παιδεία παρεχόντων- πανεπιστημιακών τμημάτων, των απευθυνόμενων σε μη εκπαιδεύσιμους «φοιτητές», με τα οποία «πλούτισε» τη χώρα, ουσιαστικά κάθε κώμη της, η κυρίαρχη «λογική» των τελευταίων δεκαετιών (για να φτάσει στον παροξυσμό της επι συριζοκρατίας).
Ακριβώς επειδή η κατάργηση αυτή βάλλει κατά του αξιακού πυρήνα και του κυρίαρχου ιδεολογικού υποστρώματος, επί του οποίου οικοδομήθηκε ο μεταπολιτευτικός διακομματικός consensus.
Με αποτέλεσμα να είναι εξαιρετικά επαχθές -πολύ επαχθέστερο από το να αντισταθείς στην επέλαση του κορoνoϊού, να καταπολεμήσεις τις αντιεμβολιαστικές φοβίες και διαδόσεις, να διαχειριστείς το δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα το να πρέπει να καταπολεμήσεις τον μαχητή βουλευτή Τζαβάρα, υπερασπιζόμενο το δικαίωμα της εκλογικής του περιφέρειας να διατηρεί τμήμα Μουσειολογίας…
Ποιοι είναι, όμως, οι όροι και οι συνθήκες που επιτρέπουν σε μια κυβέρνηση -εν προκειμένω την παρούσα- να επιδεικνύει τέτοια τόλμη, πραγματικά ανατρεπτική, τουλάχιστον σε ιδεολογικό και νοοτροπιακό επίπεδο;
Όπως επί σειρά ετών δίδασκα στους μεταπτυχιακούς φοιτητές μου, το πολιτικό κεφάλαιο μιας δημοκρατικής/κοινοβουλευτικής εξουσίας -το οποίο προφανώς δημιουργεί περιθώρια τολμηρών και ρηξικέλευθων, ενίοτε και ανατρεπτικών μεταρρυθμιστικών παρεμβάσεων- εξαρτάται από τους παρακάτω παράγοντες:
1. Τον παράγοντα χρόνο: Κυβερνήσεις που βρίσκονται στο πρώτο μισό του κυβερνητικού τους κύκλου και πάντως όχι στον τελευταίο χρόνο της θητείας τους διαθέτουν περισσότερο πολιτικό κεφάλαιο. Αυτονόητα βέβαια αυτό υπονομεύεται και από οτιδήποτε μπορεί να βραχύνει την πολιτική/κοινοβουλευτική κανονικότητα, όπως ήταν μέχρι πρόσφατα η συνταγματική διάταξη περί πρόωρης προκήρυξης εκλογών λόγω αδυναμίας ανάδειξης ΠτΔ. Αλλά και η επικείμενη ύπαρξη δευτερευουσών εκλογών, πχ για τοπικούς άρχοντες ή ευρωβουλευτές - ασφαλώς και δεν διευκολύνει τον κυβερνητικό «μεταρρυθμισμό»…
2. Την ύπαρξη μονοκομματικής κυβέρνησης βασιζόμενης σε αυτοδύναμη κοινοβουλευτική πλειοψηφία.
3. Την ύπαρξη πρωθυπουργού, αρχηγού του κυβερνώντος κόμματος, μη αντιμετωπίζοντος εσωκομματική αμφισβήτηση για καμία από τις δύο αυτές ιδιότητες. (Υπ' αυτή την έννοια η κραυγαλέα αποτυχία των προηγούμενων πρωθυπουργών της παράταξης προσθέτει κεφάλαιο…).
4. Την κοινωνική νομιμοποίηση με βάση τα αναδεικνυόμενα από τις δημοσκοπήσεις στοιχεία.
5. Την πολιτική νομιμοποίηση, διευρυνόμενη από την αναξιοπιστία ή την ανακολουθία ή την απουσία πολιτικής σοβαρότητας των κομμάτων της αντιπολίτευσης, καθώς και από την επιβεβαίωση, από όλες τις έρευνες της κοινής γνώμης τις σχετιζόμενες με την πρόθεση ψήφου, πως η διαφορά από το δεύτερο κόμμα δεν έχει συρρικνωθεί, αντιθέτως εμφανίζεται διογκωμένη, σε σχέση με το αποτέλεσμα των τελευταίων εκλογών.
(Εν προκειμένω –και χωρίς να αμφισβητεί κάποιος πως και ως κυβέρνηση ο ΣΥΡΙΖΑ έκανε κάποιες εθνικά χρήσιμες κινήσεις και ως αντιπολίτευση ανέδειξε ορισμένες ενδιαφέρουσες προτάσεις- ποιος δεν βλέπει τη λειτουργία του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης ως «χορηγού πολιτικού κεφαλαίου» προς την κυβέρνηση; Όταν πχ, μέσα στον υγειονομικό πόλεμο, υπονομεύει οφθαλμοφανώς και πολύμορφα τη δημόσια υγεία; Ή -για να αναφερθούμε στην αφετηρία αυτού του σημειώματος- όταν ο κ. Τσίπρας θεωρεί δικαίωμα και έκφραση δικαιοσύνης «ο καθένας να σπουδάζει στη σχολή επιλογής του»; Κάτι που βέβαια θα δημιουργούσε μείζονα κίνδυνο για όλους τους Έλληνες, άρα προσωπικά και για τον κ. Τσίπρα, τόσο από την πληθωρική παραγωγή ιατρών ασκούντων τα καθήκοντά τους ΕΝΑΝΤΙΟΝ του πληθυσμού της χώρας, όσο και από την απουσία άλλων επαγγελμάτων εξαιρετικά χρήσιμων για την ανάπτυξη, την ευημερία αλλά ακόμη και την υγεία της κοινωνίας, αφού εξαιρετικά χρήσιμη γι’ αυτήν είναι πχ και η απεντόμωση…).
Συγκεφαλαιώνοντας: Η μεταρρυθμιστική παρέμβαση μιας κυβέρνησης -ιδίως όταν στρέφεται κατά διανοητικών αγκυλώσεων της κοινωνίας που διαμορφώθηκαν σε βάθος χρόνου- ασφαλώς και εξαρτάται από τη νοοτροπία, το θάρρος και τον ζήλο του πρωθυπουργού και των μελών της.
Κυρίως όμως εξαρτάται από τη συνδρομή αντικειμενικών προϋποθέσεων. Σπάνια δε έχει υπάρξει η συνδρομή τόσων σχετικών προϋποθέσεων όσο αυτή την περίοδο. (Οι οποίες, βέβαια, δεν προέκυψαν τυχαία αλλά, εν πολλοίς, ως αποτέλεσμα κυβερνητικής δράσης).
ΣΧΕΤΙΚΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: Ξέρει κανείς πόσα τμήματα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας -που μελετούν τα κοινωνικά φαινόμενα σε κοινωνίες προ της γραφής- έχει η χώρα;
ΚΑΙ ΕΝΑ ΑΣΧΕΤΟ ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ: 120 συμπατριώτες μας της αλλοδαπής έκαναν τις γραφειοκρατικές διαδικασίες για να ψηφίσουν. Πόσες κοινοβουλευτικές εργατοώρες αντιστοιχούν ανά ψήφο;
* Ο Θανάσης Διαμαντόπουλος είναι Ομότιμος καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης