Οι τρεις πρόσφατες υποθέσεις της δίκης των μελών της Χρυσής Αυγής, του δεκατετράχρονου μαθητή που συνελήφθη και κρατήθηκε για την διάπραξη κακουργηματικού χαρακτήρα αδικημάτων και των κατηγορουμένων για θανατηφόρα σκοπούμενη σωματική βλάβη του ακτιβιστή ΛΟΑΤΚΙ Ζακ Κωστόπουλου ανέδειξαν κάποια κοινά επικίνδυνα χαρακτηριστικά για την αντίληψη μέρους της κοινωνίας μας ως προς την απονομή της Δικαιοσύνης και την ποιότητα του Κράτους Δικαίου στην χώρα μας.
Οι τρεις αυτές υποθέσεις διέπονται καταρχάς από ένα κοινό χαρακτηριστικό ότι και στις τρεις συγκεντρώθηκαν έξω από τα κτίρια των Δικαστηρίων που εκδικάζονταν οι υποθέσεις ή διεξαγόταν η ανάκριση, σε άλλες περισσότερο (χιλιάδες στην δίκη των μελών της Χρυσής Αυγής, μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες στις δύο άλλες υποθέσεις) πλήθος κόσμου και ομάδες ακτιβιστικών οργανώσεων (κυρίως ΛΟΑΤΚΙ οργανώσεις, αντιρατσιστικές, αντιφασιστικές συλλογικότητες και οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς, αντιεξουσιαστές, μαθητικοί σύλλογοι και σύλλογοι γονέων και κηδεμόνων κ.α.) διαδηλώνοντας καταφανώς με πλακάτ, αυτοκόλλητα, συνθήματα, ντουντούκες και άλλα μέσα την πεποίθησή τους για την ενοχή ή την αθώωση των κατηγορουμένων ανάλογα με την υπόθεση και τις δικές τους αντιλήψεις ή ιδεολογία. Στις δύο πρώτες υποθέσεις χαρακτηριστική ήταν και η παρουσία Βουλευτών, εκπροσώπων της νομοθετικής εξουσίας.
Το παραπάνω φαινόμενο είναι ανησυχητικό καθότι οι τρεις αυτές υποθέσεις δείχνουν ότι ο εν λόγω ακτιβισμός γίνεται πλέον της «μόδας». Γιατί όμως η συνάθροιση ατόμων των παραπάνω συλλογικοτήτων και οποιουδήποτε άλλου συμμερίζεται τις απόψεις τους για την διαδήλωση ενός σκοπού είναι κάτι ανησυχητικό;
Δεν αποτελεί συστατικό στοιχείο της Δημοκρατίας μας και μάλιστα συνταγματικά κατοχυρωμένο ως θεμελιώδες δικαίωμα; Το πρόβλημα δεν έγκειται, όμως, στην άσκηση του δικαιώματος του συνέρχεσθαι, το οποίο όταν ασκείται ειρηνικά και χωρίς όπλα είναι καταφανώς συνταγματικά κατοχυρωμένο, αλλά στον σκοπό του και στον τόπο που ασκείται ή αν θέλετε ο τόπος καθορίζει και τον αθέμιτο σκοπό του.
Η συνάθροιση δεν γίνεται σε έναν τόπο πολιτικά ουδέτερο, στο κέντρο της Αθήνας ας πούμε όπως εκατοντάδες διαδηλώσεις και εν γένει συναθροίσεις γίνονται καθημερινά, όπου κάποιος μπορεί να εκφράσει την άποψή του και την καταδίκη του για το φαινόμενο Χρυσή Αυγή, υπέρ των καταληψιών μαθητών στα σχολεία και κατά της κυβερνητικής πολιτικής στην Παιδεία ή υπέρ των δικαιωμάτων ΛΟΑΤΚΙ και εναντίον κάθε μορφής διακρίσεων. Σε αυτές τις περιπτώσεις κανένας δεν θα είχε να αντιτάξει κάτι.
Οι συναθροίσεις γίνονται έξω από τα κτίρια και τις αίθουσες των Δικαστηρίων που διεξάγονται οι δίκες ή διενεργείται η ανάκριση. Και τα αιτήματα δεν είναι τα παραπάνω αλλά η ενοχή ή η αθώωση των κατηγορουμένων, ανάλογα πώς εξυπηρετεί τους ακτιβιστές και τις συλλογικότητες. Αν οι κατηγορούμενοι είναι αριστεροί, όπως ο δεκατετράχρονος μαθητής, ή αντιεξουσιαστές ή καταληψίες σχολείων ή μέλη αριστερίστικων συλλογικοτήτων είναι εξ ορισμού αθώοι και οι ακτιβιστές «απαιτούν» την απελευθέρωσή του και την απόσυρση των κατηγοριών. Αυτή ήταν επί λέξει η κατακλείδα της ανακοίνωσης της Προέδρου του Συλλόγου Γονέων και Κηδεμόνων του Γυμνασίου που φοιτά ο κατηγορούμενος μαθητής δίκην φετφά.
Αν είναι ακροδεξιοί, αστυνομικοί ή κατηγορούμενοι για ρατσισμό, διακρίσεις ή συναφή αδικήματα είναι εξ ορισμού ένοχοι και μάλιστα χωρίς ελαφρυντικά, συλλήβδην στο πυρ το εξώτερον. Ποιοι το αποφασίζουν αυτό; Μα οι συλλογικότητες, οι ακτιβιστές και το πλήθος. Αυτοί εκφράζουν το «κοινό ή λαϊκό περί δικαίου αίσθημα». Αυτό δεν το λέω εγώ, το λένε οι ίδιοι και βεβαίως η συμπεριφορά τους γιατί σε τι άλλο αποσκοπεί η δυναμική παρουσία τους ακριβώς έξω από τα δικαστικά κτίρια, και μάλιστα στο δικαστικό συγκρότημα της πρώην Σχολής Ευελπίδων ακριβώς έξω από τις δικαστικές αίθουσες και τα ανακριτικά γραφεία, παρά στην προσπάθεια άσκησης ψυχολογικής πίεσης στους δικαστές να εκδώσουν τις αποφάσεις που εκείνοι επιθυμούν;
Και το τεκμήριο αθωότητας που είναι κατάκτηση του νομικού μας πολιτισμού και του ποινικού φιλελευθερισμού; Αυτό ισχύει μόνο για την πρώτη κατηγορία κατηγορουμένων, ποτέ για την δεύτερη. Και τι πρέπει να κάνουν οι Δικαστές; Αυτοί πρέπει να επικυρώσουν την ετυμηγορία των «λαϊκών δικαστών» του πεζοδρομίου, γιατί αυτοί δήθεν εκφράζουν τον Λαό και βεβαίως οι τακτικοί Δικαστές πρέπει να υπακούουν στον Λαό και το «λαϊκό περί δικαίου αίσθημα». Και πάντα είχα την απορία γιατί μια κατηγορία δυναμικών μεν ακτιβιστών που κατά κανόνα ανήκουν, όμως, σε ένα μέρος του πολιτικού φάσματος, την Αριστερά, εκφράζουν το σύνολο του ελληνικού λαού.
Το Σύνταγμα όμως τι λέει; Ο Καταστατικός Χάρτης της χώρας μας ορίζει ότι «όλες οι εξουσίες πηγάζουν από τον Λαό … και ασκούνται με τον τρόπο που ορίζει το Σύνταγμα» (άρθρο 1 παρ. 3 Σ). Το Σύνταγμα ορίζει εν προκειμένω ότι η δικαστική λειτουργία ασκείται από τα δικαστήρια (άρθρο 26 παρ. 3 Σ), η δε δικαιοσύνη απονέμεται από δικαστήρια συγκροτούμενα από τακτικούς δικαστές, που απολαμβάνουν λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία (άρθρο 87 παρ. 1 Σ).
Οι δικαστές αυτοί κατά την άσκηση των καθηκόντων τους υπόκεινται μόνο στο Σύνταγμα κα τους νόμους (άρθρο 87 παρ. 2 Σ). Και βέβαια η αρχή του κράτους δικαίου τελεί υπό την εγγύηση του Κράτους (άρθρο 25 παρ. 1 εδ. α΄ Σ). Ακρογωνιαίοι λίθοι του Κράτους Δικαίου είναι η αρχή της διάκρισης των εξουσιών και η ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που κατοχυρώνονται στις παραπάνω διατάξεις, ανεξαρτησία όχι μόνο από τις δύο άλλες πολιτικές εξουσίες αλλά και από ιδιωτικά συμφέροντα, όποια κι αν είναι αυτά (επιχειρηματικά, δημοσιογραφικά αλλά και οργανωμένων ομάδων και συλλογικοτήτων).
Αυτά είναι προφανώς για τους ακτιβιστές-λαϊκούς «δικαστές» του πεζοδρομίου «ψιλά γράμματα». «Ο Λαός είναι ο υπέρτατος θεσμός» είχε ειπωθεί από πρωθυπουργικά χείλη την δεκαετία του 80, το Σύνταγμα θα τον εμποδίσει;
Πέραν των ανωτέρω, που αποτελούν τις θεσμικές απαγορεύσεις σε μία τέτοιου είδους ακτιβιστική-λαϊκή, στην πραγματικότητα λαϊκίστικη «δικαιοσύνη» και η κοινή λογική αντιβαίνει στον αντιθεσμικό ακτιβισμό αυτών των ομάδων, συλλογικοτήτων και συμπαθούντων αυτές. Δεν μπορεί κάποιος να αποφαίνεται για την ενοχή ή την αθωότητα ενός κατηγορουμένου χωρίς γνώση του νομικού πλαισίου και της δικογραφίας που βασίζεται στα πραγματικά περιστατικά και τα αποδεικτικά μέσα. Αυτά τα γνωρίζουν εξ ορισμού νομικοί και ιδίως οι παράγοντες της δίκης που έχουν άμεση πρόσβαση σε αυτά.
Η χώρα μας είναι Δημοκρατικό Κράτος Δικαίου όπως ορίζει το Σύνταγμα και όχι Λαοκρατία. Οι αποφάσεις εκδίδονται από Δικαστήρια συγκροτούμενα από Δικαστές με προσωπική και λειτουργική ανεξαρτησία. Αυτοί θα πρέπει να αποφαίνονται περί της ενοχής ή μη και για οποιοδήποτε άλλο δικαστικό θέμα ανεξαρτήτως ποιος είναι το θύμα ή ο κατηγορούμενος, εάν είναι (ακρο)δεξιός ή (ακρο)αριστερός, υπέρ ή κατά των διακρίσεων, straight ή ομοφυλόφιλος, ημεδαπός ή αλλοδαπός, ζωόφιλος ή ζωοκλέφτης, πρόσφυγας ή παράνομος μετανάστης κ.τ.ό.
Ο δικαστικός ακτιβισμός των «λαϊκών δικαστών» του πεζοδρομίου που είδαμε τις τελευταίες ημέρες είναι επικίνδυνος όχι μόνο για το Κράτος Δικαίου αλλά και για την κοινωνική ειρήνη. Γιατί πραγματικά δεν θέλω να σκεφθώ τι μπορεί να επακολουθήσει εάν σε μια «ιστορική δίκη» όπως απεκλήθησαν οι τελευταίες, κάποια δικαστική απόφαση δεν ανταποκρίνεται στο «κοινό περί δικαίου αίσθημα» των λαϊκών δικαστών του πεζοδρομίου.
Η Δημοκρατία και το Κράτος Δικαίου κατήγαγαν πραγματικά μία μεγάλη νίκη με την απόφαση του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων για τα μέλη της Χρυσής Αυγής. Όχι γιατί το ήθελε το πλήθος αλλά γιατί αυτό απεφάνθη η Δικαιοσύνη με βάση το νόμο και τα στοιχεία της δικογραφίας. Ας μην μαγαρίσουμε αυτήν την επιτυχία με τον θεσμικό λαϊκισμό των αυτόκλητων «δικαστών» του πεζοδρομίου και όσων τους εκμεταλλεύονται πολιτικά.
Ο κ Χαράλαμπος Τσιλιώτης είναι Επίκουρος Καθηγητής Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Διεθνών Σχέσεων Πανεπιστημίου Πελοποννήσου